Ο θεσμός της Διαμεσολάβησης, κατά μία θεώρηση, αποτελεί κρατική παρέμβαση προς τους πολίτες για εξωδικαστική επίλυση αστικών διαφορών τους, ώστε αφενός να μην απασχολούνται τα δικαστήρια για αντιδικίες οι οποίες είναι δυνατό να επιλυθούν συμβιβαστικά, αφετέρου, σε περίπτωση επιτυχούς συμβιβασμού, να επιταχύνεται και να απλουστεύεται η διευθέτηση των υπαγόμενων διαφορών.
Βέβαια, η δια του τρόπου αυτού προτεινόμενη αποσυμφόρηση των δικαστηρίων δεν έρχεται χωρίς τίμημα, καθώς το κόστος για τη διαμεσολάβηση θα επιβαρύνει τους διαδίκους, αυξάνοντας τη συνολική δαπάνη της δίκης σε περίπτωση που η διαμεσολάβηση αποβεί άκαρπη και ακολουθηθεί η δικαστική οδός.
Με το θεσμό της διαμεσολάβησης υπό την υφιστάμενη μορφή του, κατά την άποψη του γράφοντος, ουσιαστικά εισάγεται ένα ακόμα σκαλοπάτι στον ανήφορο του πολίτη προς τη δικαστική επίλυση των διαφορών του. Διότι, ενώ η διαμεσολάβηση θα έπρεπε να είναι προαιρετική και να αποφασίζεται ελεύθερα από τον πολίτη, εφόσον θεωρητικά είναι προς όφελός του και εφόσον είναι αυτός που καλείται να «βάλει το χέρι στην τσέπη», η επιχειρούμενη υποχρεωτικότητά της, πέραν του ότι κινείται στα όρια της αντισυνταγματικότητας, ενδέχεται να δημιουργεί επιπρόσθετη οικονομική επιβάρυνση και χρονική καθυστέρηση. Για παράδειγμα, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου ο διάδικος θα γνωρίζει εξ αρχής ότι δεν υπάρχει περιθώριο συμβιβασμού με τον αντίδικό του, αυτός θα σύρεται υποχρεωτικά σε μία θνησιγενή διαδικασία διαμεσολάβησης, από την οποία όχι μόνο δε θα αποκομίζει κάποιο όφελος, αλλά επιπροσθέτως θα επιβαρύνεται εντελώς άσκοπα με τις σχετικές δαπάνες.
Καθώς όμως ο νομοθέτης εμμένει στην «άτσαλη» εισαγωγή αυτού του θεσμού στην ελληνική έννομη τάξη, με το παρόν επιχειρείται η αποτύπωση μίας ολοκληρωμένης και ρεαλιστικής λύσης, υπό τη μορφή των δύο ακολούθων προτάσεων:
1η Πρόταση: ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ της ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΤΗΤΑΣ της διαμεσολάβησης υπό τον όρο ότι οι διάδικοι θα έχουν ενημερωθεί για τη δυνατότητα υπαγωγής της διαφοράς τους σε διαμεσολάβηση και θα έχουν δηλώσει εγγράφως ότι δεν επιθυμούν να υπαχθούν στη διαδικασία, οπότε θα συμπληρώνουν με επιμέλεια του συνηγόρου τους σχετικό έντυπο, το οποίο αφού υπογράφουν θα υποβάλλεται στο δικαστήριο με την κατάθεση των προτάσεων. Με αυτήν τη λύση, όντως, θα υπάγονται σε διαμεσολάβηση οι διαφορές μόνο αυτών που πραγματικά επιθυμούν να επιχειρήσουν μία προσπάθεια συμβιβασμού πριν απευθυνθούν στα δικαστήρια.
2η πρόταση: Σε περίπτωση διατήρησης της υποχρεωτικότητας της διαμεσολάβησης, αυτή να υλοποιείται ως εξής:
α) ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒHΣΗ. Διαμεσολαβητής θα ορίζεται δικαστικός λειτουργός (πταισματοδίκης ή ειρηνοδίκης). Σε περίπτωση μη επάρκειας των ανωτέρω δικαστικών λειτουργούν, θα καλούνται ως διαμεσολαβητές και οι επιτυχόντες σε εξετάσεις ειρηνοδικών, οι οποίοι θα παραμένουν σε αυτήν τη θέση έως το διορισμό τους ως ειρηνοδίκες. Η τελευταία αυτή λύση, πέραν του οφέλους ως προς το κύρος της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, διασφαλίζει και παράπλευρα οφέλη, καθώς οι συμμετέχοντες μελλοντικοί ειρηνοδίκες θα αποκτούν εξαιρετική εμπειρία έως ότου κληθούν να ανέβουν στην έδρα και να δικάσουν. Η δε διαδικασία θα λαμβάνει χώρα εντός των δικαστηρίων, σε ειδικό γραφείο ή στο γραφείο του δικαστικού λειτουργού (ως συμβαίνει και με τη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων).
β) ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒHΣΗ. Διαμεσολάβηση θα μπορούν να διενεργούν οποιοιδήποτε έχουν πτυχίο Νομικής, έχουν ολοκληρώσει τη δικηγορική άσκηση και επιθυμούν να εγγραφούν στους καταλόγους των διαμεσολαβητών, στους οποίους θα απευθύνονται αμφότερα τα μέρη, εάν από κοινού συμφωνούν στη λύση αυτή, δηλαδή εάν δεν επιθυμούν τη δικαστική διαμεσολάβηση (το μοντέλο αυτό ήδη λειτουργεί επιτυχώς με τις ένορκες βεβαιώσεις οι οποίες λαμβάνονται είτε ενώπιον ειρηνοδίκη είτε κατ’ επιλογή του διαδίκου ενώπιον συμβολαιογράφου). Στην περίπτωση αυτή θα υπάρχει ελευθερία στην επιλογή διαμεσολαβητή και θα απαιτείται συναίνεση των διαδίκων.
Σε καμία από τις δύο ανωτέρω περιπτώσεις δε θα πρέπει να απαιτείται ειδική πιστοποίηση για το διαμεσολαβητή, εφόσον οι διαμεσολαβητές θα κατέχουν ήδη πτυχίο Νομικής και θα έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς τη δικηγορική άσκηση. Διότι επί της ουσίας η διαμεσολάβηση εμπίπτει στην εφαρμογή απλοϊκών κανόνων πολιτικής δικονομίας και, συνεπώς, είναι αυτονόητο ότι μπορεί να διενεργηθεί από δικαστικούς λειτουργούς και δικηγόρους, κατά ανάλογο τρόπο που αυτοί διενεργούν τις συνήθεις και σαφέστατα περισσότερο απαιτητικές διαδικασίες (λ.χ. ανακριτικές πράξεις, δίκες όλων των βαθμών, εφέσεις, αναιρέσεις κ.λπ.) χωρίς να χρειάζεται πιστοποίησή τους. Άλλωστε, θα αποτελούσε λογική και νομική ανακολουθία να θεωρεί ο νομοθέτης ότι για τη συμμετοχή στη δίκη, δηλαδή στην ανώτατη δικονομική διαδικασία απονομής δικαιοσύνης, δε χρειάζεται πιστοποίηση, αλλά για την κατά πολύ απλούστερη και με λιγότερο σοβαρές συνέπειες διαδικασία της διαμεσολάβησης απαιτείται πιστοποίηση.
γ) ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒHΣΗ. Διαμεσολαβητής θα μπορεί να είναι οποιοσδήποτε τρίτος κατέχει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει ειδικότητα που θα σχετίζεται με το αντικείμενο της διαφοράς (ως αναλόγως ισχύει με τους πραγματογνώμονες) και υπό τον όρο ότι θα επιλέγεται ελεύθερα και κατόπιν συναίνεσης όλων των διαδίκων. Αυτοί οι “μη νομικοί” διαμεσολαβητές της τρίτης κατηγορίας θα πρέπει να υποχρεωτικώς να λαμβάνουν πιστοποίηση ως διαμεσολαβητές από ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα Νομικής Σχολής, με συμμετοχή τους σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα τουλάχιστον ενός έτους (Master), το οποίο θα περιλαμβάνει υποχρεωτικά μαθήματα όλων των δικαίων που θα αφορούν στις υπαγόμενες στην διαμεσολάβηση διαφορές, καθώς και πολιτική δικονομία. Είναι αυτονόητο ότι οποιαδήποτε υποδεέστερη πιστοποίηση θα αποτελούσε σοβαρή υποβάθμιση της Δικαιοσύνης, στέρηση των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών, αλλά και ευθεία υποτίμηση του δικηγορικού και δικαστικού λειτουργήματος.
Εν κατακλείδι, το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο εμφανίζει αρκετά ελαττώματα και, συνεπώς, το ζήτημα της διαμεσολάβησης πρέπει να επανεξεταστεί εγκαίρως από τη Βουλή και να αναπροσαρμοστεί σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, προς όφελος των πολιτών.
Του Νικολάου Θ. Μουτεβελή
Δικηγόρου