Η ποιήτρια των μικρών πραγμάτων και της ύπαρξης
Το απόγευμα του Σαββάτου έφυγε από τη ζωή η κορυφαία Ελληνίδα ποιήτρια, Κική Δημουλά, σε ηλικία 89 ετών, η οποία καταγόταν από τη Μεσσήνη. Η σπουδαία ποιήτρια εισήχθη σε ιδιωτικό νοσοκομείο στις 2 Φεβρουαρίου με χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια και στις 12 του μήνα, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης, μεταφέρθηκε στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
«Η Ελληνική Ποίηση έχασε σήμερα την εμβληματική Μούσα της, η οποία της χάρισε μιαν ακόμη αυθεντική λάμψη διεθνούς ακτινοβολίας», δήλωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, για το θάνατο της ποιήτριας Κικής Δημουλά. Όπως σημείωσε, «το έργο της θα διασφαλίζει την πνευματική αιωνιότητα που της αναλογεί, κάνοντας όμως ακόμη πιο επώδυνο το κενό το οποίο αφήνει πίσω της».
Σήμερα, στις 4.00 το απόγευμα, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών θα τελεστεί η εξόδιος ακολουθία.
Η ποιήτρια των μικρών πραγμάτων και της ύπαρξης
Της Τίνας Μανδηλαρά, LIfo.gr
“Χαρά Θεού στο πάρκο/Ωραίες Αλκυονίδες μέρες/ ντυμένες πρωινό με παραδοσιακή στολή εκτύφλωσης μοιράζουν δωρεάν/παιδάκια μπαλόνια μπαγκάκια/μάσκες Αρλεκίνου ευδιαθεσίας/αεράκι καλεί σε χορό σερπαντίνες/περιστέρια λουστράκια γυαλίζουν/με χαρτοπόλεμο τα σκονισμένα ράμφη/κουλούρια ντυμένα πειρατές με ένα μάτι/τενεκεδάκια φτερά πεταλούδας επάνω/σε αναπηρικό παιγνίδι με ρόδες που/το τσουλάει εφήμερος κρότος ντυμένος” γράφει η Κική Δημουλά στον “Ήχο Απομακρύνσεων”, σε ένα σκηνικό Αποκριάς σαν αυτό που διάλεξε ο Χάρος για να την πάρει από τη ζωή.
Μια εικόνα προφητική, βγαλμένη από τη μόνιμη αντίστιξη της χαρμολύπης, εμποτισμένης βαθιά στην καρδιά των ποιημάτων της Κικής Δημουλά που πρόβαλλαν απρόσμενα ως memento mori, ως υπόμνηση της θνητότητας και του θανάτου, εκεί που νόμιζες πως όλοι τον είχαν ξεχάσει. Έτσι απρόσμενα, λοιπόν, αλλά και πάλι με το δικό της τρόπο, σχεδόν ανεπαίσθητα έφυγε η ποιήτρια από τη ζωή λίγο προτού κατευθυνθεί προς την τελευταία δεκαετία του δικού της αιώνα, γνωρίζοντας πως αγαπήθηκε βαθιά από το κοινό της. Όχι γιατί θέλησε να φτιάξει μια επική και επιβεβλημένη ποίηση, αλλά επειδή δόξασε κάθε ελάχιστη, φευγαλέα λεπτομέρεια που πρόβαλλε πάνω στον ερχομό του μεγάλου. Όταν όλοι μιλούσαν για αυτό, η Δημουλά υπενθύμιζε εκείνο το ελάχιστο που μας κάνει να επιμένουμε με βαθιά, μελαγχολική έστω, συνείδηση στη ζωή. Και όταν όλοι έφτιαχναν μεγάλους στίχους για τη δόξα, εκείνη απογείωνε το αδόξαστο που είχε κάθε δικαίωμα να υπάρξει.
Ο κόσμος την αγκάλιασε ακριβώς γι αυτό, την αποθέωσε για την ανάγκη της να είναι ποιήτρια εκεί όπου όλοι μιλούν απλώς για καθημερινότητα: την ώρα των πρακτικών αναγκών, στη φασίνα, στην ικανότητα αυτή μια υπαλλήλου τραπέζης να τολμά, σαν θηλυκός Καρυωτάκης και σαν ποιητικά αυθάδης Κάφκα, να διεκδικεί τις δάφνες της δικής μας poet laureate: το 2001 τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών εκφωνώντας μια ομιλία που μετατράπηκε σε βιβλίο – Ο Φιλοπαίγμων μύθος (εκδόσεις Ίκαρος), ενώ το 2013 ένα δημοσίευμα των New York Times την ήθελε να διεκδικεί με ισχυρές πιθανότητες το βραβείο Νόμπελ.
Ήταν τότε ακριβώς που όλοι στο εξωτερικό βρήκαν στο πρόσωπο της Δημουλά την κατεξοχήν Ελληνίδα ποιήτρια, μια αλλόκοτη Σαπφώ του καθημερινού, μια γυναίκα που ήξερε όλες τις υφάνσεις της ελεγείας και των λυρικών αποτυπώσεων του πένθους.
Το Νόμπελ τελικά δε δόθηκε στην Ελληνίδα ποιήτρια, αλλά όλοι γνώριζαν πως είχε καταφέρει να εισέλθει στο διεθνές οπλοστάσιο των ποιητών χωρίς καν να χρειαστεί να επικαλεστεί την Ελλάδα: αρκεί που μιλούσε για τα αισθήματα και για αυτό το αλλόκοτο θράσος του μεσογειακού ανθρώπου να τολμά να διακηρύσσει μέσω των αισθήσεων και της αισθαντικότητας ότι υπάρχει. Και όχι μονοσήμαντα – αλλά με τρόπο δοξαστικό.
Άλλωστε και η ίδια το έλεγε ρητά στη Χλόη Θερμοκηπίου: “Το ακατόρθωτο-μη σε απασχολεί-θα το προμηθευτώ εγώ. Εσύ φέρε μόνο το χέρι σου στον ώμο μου/δεσ’ το με σιγουριά από μια φλέβα του/λαιμού/άδειασε με όλη μέσα”. Δε θα μπορούσε να το πει καλύτερα: Οι αισθητές στην αφή αξίες -tactile values που έλεγε ο Μπέρεσον- είναι που διαμορφώνουν το ποίημα και όχι οι υψηλές ιδέες, όπως αντίστοιχα είναι η αισθητηριακή αντίληψη, το γούστο και η γνώση που φτιάχνουν αυτή την αστείρευτη εικονοποιία την οποία απογειώνουν οι στίχοι της Κική Δημουλά.
Γιατί όσες αντιρρήσεις και αν έχει κανείς για την ποίησή της, που αριθμεί πάνω από μισό αιώνα ζωής, όσο και αν δεν μπορεί να αποδεχτεί το λυρισμό που διεκδικεί δικαιωματικά τη θέση του στην ειρωνεία -κάτι που είχαν αποκηρύξει προ πολλού όλοι οι Έλληνες ρέκτες του μοντερνισμού-, όσο και αν δεν αποδέχεται την ευάλωτη θέση ενός ουσιαστικού σε ένα γυναικείο κοσμοείδωλο, δεν μπορεί να μην παραδεχτεί την ισχυρή δύναμη της εικόνας στο έργο της.
Η Δημουλά που έγραφε κρυφά, πολλά χρόνια προτού τολμήσει να διεκδικήσει την ταυτότητα της ποιήτριας από τον ποιητή άντρα της, ήταν η ίδια που είχε την ικανότητα να ζωγραφίζει, δηλαδή να αποτυπώνει με εικόνες λεκτικές και παραστατικές όλες τις εκφάνσεις του υπάρχοντος.
Όλες οι αισθήσεις απογειώνονται έτσι σε κάθε φανερή ή υπόγεια έκφανση της ποιητικότητάς της και τίποτε δε μένει έξω από την αφή, την όσφρηση ή την ακοή: “Αργά κωπηλατεί ο ήχος της θαλάσσης/αργά μπαίνει η θάλασσα/στο κοπιώδες μέγεθός της, κορόιδο μέγεθος: το πετσοκόβει η νύχτα, μένει όσο το θέλει η ακοή/κι όσο μια ασημένια επωμίδα όποτε βγει φεγγάρι”.
Το τίμημα, βέβαια, που εκλήθη η ίδια η ποιήτρια για την εξέχουσα φύση της να πληρώσει ήταν τεράστιο και ίσως τελικά να ήταν αυτό που μετατράπηκε σε κινητήριο δύναμη για την ποίησή της.
Η Βασιλική Ράδου, όπως ήταν το πραγματικό όνομά της, πολλά χρόνια προτού γίνει η καταξιωμένη ποιήτρια του Ίκαρου, στα πρώτα της κιόλας βήματα υπό τη σκιά του άνδρα της, τόλμησε να εκδώσει, μόλις το 1952, μια πρώτη ποιητική συλλογή-αλλά τελικά, σαν άλλος Καβάφης, τα αποκήρυξε επιβεβαιώνοντας πανηγυρικά το δικό της ισχυρισμό πως ο “ποιητής είναι ο αχθοφόρος της μελαγχολίας”.
Πάντοτε κρυμμένη ανάμεσα σε αυτό που θέλει και σε αυτό που δεν αντέχει καν να εκφραστεί, πάντοτε ρέκτης και έρμαιο της πιο ακραίας δύναμης της επιθυμίας. Σε κάθε σημείο του βίου της και στα εμποτισμένα από προσωπικά βιώματα ποιήματα της η Κική Δημουλά επέλεγε τη λανθάνουσα επιθυμία απέναντι στη ζωή, την επιβεβλημένη λέξη ενάντια στον αρρωστημένο συμβιβασμό, την παραζάλη που μας κάνει όλους να συνεχίζουμε να υπάρχουμε. “Όχι δεν είμαι λυπημένη” ομολογεί στο άκρως ειρωνικό πλην όμως άκρως βιογραφικό στίχο από το “Λίγο του Κόσμου”: “Υπήρξα περίεργη και μελετηρή. Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα. Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται, πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε. Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς/Όχι δεν είμαι λυπημένη”.
Ψήφισμα Δημοτικού Συμβουλίου Μεσσήνης για το θάνατο της ποιήτριας Κικής Δημουλά
Εκτάκτως συνεδρίασε χθες το Δημοτικό Συμβούλιο, μετά το θάνατο της ακαδημαϊκού και ποιήτριας, Κικής Δημουλά, το περασμένο Σάββατο.
Η σπουδαία λογοτέχνιδα με καταγωγή από τη Μεσσήνη είχε ανακηρυχθεί επίτιμη δημότισσα Μεσσήνης το Σεπτέμβριο του 2012 με την υπ. αριθμόν 187/2012 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και της είχε επιδοθεί το χρυσό κλειδί της πόλης.
Το Δημοτικό Συμβούλιο Μεσσήνης, σε ένδειξη πένθους και ως ελάχιστο φόρο τιμής, αποφάσισε ομόφωνα την έκδοση ψηφίσματος, το οποίο έχει ως εξής:
-Να εκφράσει προς την οικογένεια της εκλιπούσης την ανείπωτη και βαθιά του θλίψη και τα ειλικρινή του συλλυπητήρια
– Να τηρηθεί ενός λεπτού σιγή τόσο στην παρούσα έκτακτη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου όσο και στην πρώτη τακτική συνεδρίασή του
-Να παραστεί ο δήμαρχος Μεσσήνης στην εξόδιο ακολουθία.