Οι εκδρομές εφούντωσαν. Η ανοιξιάτικη θαλπωρή σε αποδιώχνει από την αποπνικτική ατμόσφαιρα των κέντρων, μακρυά στην εξοχή, στην αγκαλιά της φύσεως. Και η σκληρότερη ακόμη καρδιά, δεν μπορεί να μη σκιρτήσει από χαρά μπροστά στα παρθένα θέλγητρα της μεγάλης συλφίδος. Γιατί πραγματικά, η εξοχή είναι μια μεγάλη συλφίς, της οποίας τα δίκτυα, χωρίς να είναι πλάνα, σε μαγεύουν και τα θέλγητρά της, σου εγγίζουν την ψυχή για να την κρατούν αιχμάλωτο σε μια θείαν αγαλλίασιν. Μαζί της, και νοιώθεις τη ζωή και πετιέσαι σε κόσμους πιο ωραίους, με ωμορφιά που δεν μπορεί να την συλλάβη η φαντασία.
Μια Μπουίκ μας έφερε προς την Αλαγονίαν. Πήραμε το δρόμο αυτό για τον οποίον έχουν γραφεί τόσα πολλά και που τέλος πραγματοποιείται ύστερα από ακατάβλητες προσπάθειες που δεν τις τσάκισεν ο σκεπτικισμός, ο οποίος θεωρούσεν ουτοπίαν ένα μεγάλο όνειρο λίγων ανθρώπων, ή μάλλον ενός που πίστευε σ’ αυτό.
Τα τοπία ενήλασσον μια σειράν εικόνων μπρος στην οποίαν έμενες εκστατικός με την ψυχή πλημμυρισμένη από ηδονή. Οι ανθισμένες αμυγδαλιές, ο πρωτοπόρος της ανοίξεως για τον οποίον η ποιητική φαντασία υπήρξε πάντοτε ασύλληπτος, με τα λευκά των άνθη σ’ εμάγευαν και η προκλητικότης των σου προκαλούσε ένα ερωτικό παραλήρημα. Οι φακοί των οφθαλμών προσπαθούσαν ν’ αποτυπώσουν όλην την μεγαλειώδη εμφάνιση για να την κρατήσουν κλεισμένη στο εσωτερικό τους ταμπλώ, λες και νόμιζαν ότι ο χείμαρρος της ηδονής θα εκάλυπτε για πάντα την ψυχή. Αλλά φευ! Περνάει κι αυτή, όπως περνάνε και τόσα άλλα πράγματα από τα μάτια του ανθρώπου. Πλην όμως το πέρασμά της σου προκαλεί ρίγη ηδονής και σ’ αφήνει ίχνη θείας γλυκύτητος.
Προχωρούμεν και τα μάτια μας διαστέλλονται από ευχαρίστησιν. Η «Μπουίκ» ξεπερνά τις αγανιές μ’ ένα ρυθμικό αγκομαχητό και φθάνομεν στην κορυφή του λόφου σε υψόμετρο περίπου 450 μέτρα, για να πάρουμε τον κατήφορο προς τα διπόταμα. Η Καλαμάτα ξαπλώνεται στα πόδια μας. Λες κι είναι ένα μεγάλο σεντόνι άσπρο, με πούλιες χρωματιστές – τα κτήριά της.
Λίγο πιο πέρα ο Μεσσηνιακός Κάμπος. Ένα πράσινο παρκέτο, με φαιοκίτρινο θόλωμα, ένα αριστουργηματικό ταμπλώ, ασύλληπτο σε φαντασία που το εχρύσωνε με τους πλοκάμους του ο ξανθός Φοίβος κι επάνω στο οποίον το βλέμμα απλώνεται αναπαυτικά. Η φαντασία βοηθουμένη από τη μεγαλόπρεπη φύση, τρέχει στους ονειρεμένους τόπους και ξεπετιέται υπερκόσμια.
Δύο ώρες έξω στο ύπαιθρο, στην εξοχή, μακρυά από τη μουχλιασμένη ατμόσφαιρα της πόλεως. Σκέπτεται κανείς: δύο ώρες ποιαν αξία μπορεί νάχουν; Όπως εδώ, έτσι κι εκεί μπορούν να περάσουν. Η διαφορά εν τούτοις είναι ότι εδώ μεν τις περνά κανείς μέσ’ το βρωμερό αέρα, στη σαπίλα που περιβάλλει το σώμα και την ψυχή. Ο μπακάλης σκυμμένος από το πρωί μέχρι το βράδυ στα κουτιά των σαρδελών του, ο έμπορος στα κατάστιχά του, έχουν την Κυριακή για ανάπαυση. Αλλά τι είδους ανάπαυση; Μεσ’ τη θολωρή ατμόσφαιρα των χνώτων και του καπνού να παίζουν ένα τάβλι ή ένα άλλο παιχνίδι, σκοτώνοντας έτσι τις ώρες των. Μα ποια πραγματική ευχαρίστηση μπορεί να νοιώθουν; Περνάν οι ημέρες των στερεότυπες, πιστόν αντίγραφον η μια της άλλης. Μα έχει έτσι θέλγητρον η ζωή;
Ενώ εκεί στην εξοχή; Ε, στην εξοχή, πέφτεις στην αγκαλιά της μεγάλης ερωμένης και ρουφάς με απληστίαν τα θέλγητρά της. Μένεις μονάχος σου με τη φύση και η συγκίνηση από την απόλαυσή της σου καταπλημμυρίζει την ψυχή. Αναπνέεις και κάθε αναπνοή λες κι είναι ένα ξελάφρωμα. Σιγά σιγά ξαλαφρώνεσαι εντελώς και λες ότι ξαναγεννιέσαι.
Οι ώρες περνάν, αλλ’ όχι όπως της προηγούμενης ημέρας. Το διάβα αυτών είναι κάτι τι το υπέροχον, κάτι το θείον. Νιώθεις πραγματικά τη ζωή και μακαρίζεις τη στιγμή που βρέθηκες σ’ αυτή. Ακτινοβολείς όλος από χαρά; Κι η χαρά αυτή είναι η μόνη που εκδηλούται αβίαστα και που βγαίνει μέσα από τα κατάβαθα της ψυχής. Νιώθεις τη φυσική ανωτερότητα και ο συναισθηματικός σου κόσμος εξαγνίζεται.
Να τι είναι δύο ώρες στην εξοχή. Μα γιατί εν τούτοις ο κόσμος δεν ξεχύνεται σ’ αυτή. Δεν νοιώθει άραγε την ανάγκην της ή τα θέλγητρά της; Ίσως ναι, ίσως όχι.
Το αίσθημα του μπεζαχτά επικρατεί μάλλον. Έτσι είναι δυστυχώς. Τη ζωή μας τη θέλουμε πάντοτε πεζή. Δεν μπορούμε να νοιώσουμε το θέγλητρον των αβιάστων ψυχικών μεταπτώσεων. Μόνον η συγκίνησις του παρά μάς θέλγει. Αυτό είναι το ιδανικόν μας. Το θείον μεγαλείον που εξαϋλώνει την ψυχή και για μας – φευ! Ουτοπία.
***
H «Μπουίκ» προχωρεί. Ευρισκόμενοι στο 12ο ή στο 13ο χιλιόμετρο, ξεπερνούμε το λόφο και παίρνουμε τον κατήφορο με τις αγανιές για τα διπόταμα. Μπροστά μας ξετυλίγεται ένα θείο πανόραμα το οποίο έχει μια άφθαστη μεγαλοπρέπεια αλλά και αγριότητα. Ευρισκόμεθα ανάμεσα σε δύο βουνά. Στα πόδια μας κυλάει ήρεμα τώρα τα νερά του ο Νέδοντας. Ίσως είναι κι αυτός σαγηνευμένος από το μεγαλόπρεπο θέαμα. Η διάβα του είναι ένας τρελός χορός και τα χαρούμενα ξεφωνητά του έτσι όπως αντιλαλούν στην πλαγιά των βουνών είναι μια θεία μελωδία. Τα αηδονάκια μαζί με τις φωληές των πλέκουν κι ένα μαργαριταρένιο μουσικό φθόγγο. Τα δένδρα κι αυτά ξεχειλίζουν από τη ζωή. Τα φύλλα των, ο κορμός των, άφωνα όπως είναι, εν τούτοις σου μιλάν μες την ψυχή.
Προχωρούμε. Μα όσο πάμε προς τα εμπρός, τόσο η μεγαλόπρεπη θέα αγριεύει. Περνάμε τώρα στη ρίζα του βουνού. Ένα βουνό που κρεμιέται στο κεφάλι μας, που λυγίζει την υπερήφανη κορμοστασιά του, λες και θέλει να μας αγκαλιάσει. Ένας φόβος μας πιάνει, αλλά ο φόβος αυτός είναι γλυκύς. Πλήγωσαν το βουνό στη ρίζα του για να του δώσουν μια ξέχωρη ωμορφιά. Κι από τον πόνο του στέκεται ψηλά αγριεμένο, λες και θέλει να αφήσει ξέσπασμα στην οργή του. Μα όχι όμως. Υπερήφανο όπως είναι δεν τσακιέται από τον πόνο. Κι απέναντί του το άλλο βουνό στέκεται κι αυτό αγριεμένο, λες κι είναι έτοιμο να τρέξη σε βοήθεια του συντρόφου του.
Το σημείο αυτό ήταν το δυσκολότερο του δρόμου. Ποτέ δεν μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι από την πλαγιά αυτή του βουνού, την απάτητη, στην οποίαν μόνον τα πουλιά έστηναν τις φωληές των, θα πέρναγε δρόμος.
Οι μηχανικοί για να πάρουν χάραξη, πέρασαν στο απέναντι βουνό. Οι εργάτες για να δουλέψουν, κρεμάστηκαν από ψηλά με σχοινιά. Μια άγρια μάχη έγινε για να υποκύψη. Πέφτανε κάθε μέρα παραπάνω από 500 δυναμίτες. Αλλά το βουνό ήθελε και τα θύματά του. Σκοτώθηκαν εκεί δύο – τρεις εργάται. Στο τέλος όμως υπέκυψε κι ο δρόμος έγινε. Ρίχνεις τα μάτια σου προς τα κάτω, προς τον Νέδοντα και ιλιγγιάς. Κυττάς προς τα πάνου και σε πιάνει τρεμούλα. Μα και πάλιν όμως νοιώθεις μια ξέχωρη ευχαρίστηση. Για να την αισθανώμεθα πόσο πληρώσαμε; Παραπάνω από 2.500.000 εκατομμύρια το χιλιόμετρο.
Φθάνουμε τώρα στα διπόταμα, μακρυά από την Καλαμάτα; 14 χιλιόμετρα. Το τεράστιο αυτό Υ που σχηματίζεται έχει μιάν αφάνταστη μεγαλοπρέπεια. Τα δύο ποτάμια, το Τσερνιτσιώτικο και το Λαδιώτικο, μ’ ένα φίλημα πέφτουν στην αγκαλιά του ενός τ’ άλλου κι απ’ αυτή την ένωσή τους βγάζουν τον Νέδοντα. Συμβαίνει όμως πολλές φορές η ένωσίς των να είναι παράφορη. Και τότε; Ε! Τότε η Καλαμάτα πληρώνει ακριβά το ερωτικό παραλήρημα των δύο ποταμών. Τώρα είναι ήσυχα και το φίλημά τους, τ’ αγκαλιάσματά τους, είναι ένα χάδι. Κατεβαίνουμε και απολαμβάνουμε άπληστα το θέαμα.
Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 250 μέτρα. Ακριβώς στην ένωση των ποταμιών, γίνεται η γέφυρα για να περάσει ο δρόμος από το ένα βουνό στο άλλο. Τώρα οι εργάτες σάχνουν τις σκαλωσιές, για να ρίξουν ύστερα τα μπετά. Μια γέφυρα 33 μέτρων μήκους και 6 μέτρων πλάτους. Το ύψος της από το νερό θα είναι 35 περίπου μέτρα. Θα στοιχίση δε κάπου ένα εκατομμύριο. Ο επιβλέπων μηχανικός της Εταιρείας Μακρή Χαβιαράς τίθεται στη διάθεσή μας. Μας εξηγεί χίλιες – δυο τεχνητές λεπτομέρειες. Μα εμείς δεν ακούμε τίποτα. Είμαστε απορροφημένοι από την απόλαυση του θείου μεγαλείου που ξετυλίγεται στα μάτια μας. Μας λέγει ότι ο δρόμος Καλαμών – Σπάρτης 40 περίπου χιλιόμετρα θα στοιχίση περί τα 100 εκατομμύρια και κάνει τη σκέψη αν αυτά τα λεφτά θα βγουν ποτέ από το δρόμο αυτό. Εμείς όμως δεν μπορούμε να τον ακολουθήσουμε στη σκέψη του. Μας ενθουσιάζει το θέαμα και η απόλαυσίς του είναι το παν. Βρισκόμαστε σ’ έναν κόσμο υπέργειο, κι αυτός μας μιλεί για παράδες κ.λπ. Αλήθεια τι πεζότης! Αυτοί οι μηχανικοί εξετάζουν τα πράγματα στη ζωή μόνον με το διαβήτη τους!
Επί τέλους σουρουπώνει. Ένα σούρουπο θαμπό, μελαγχολικό που προσδίδει μιαν αγρίαν μεγαλοπρέπειαν στα γύρω μας.
Μπαίνουμε πάλι στην «Μπουίκ» και ξεκινάμε. Φεύγουμε με την ψυχή ανάλαφρη. Είμαστε πλημμυρισμένοι από ηδονή. Η λύπη γιατί φεύγουμε, δεν μπορεί να μας επηρεάσει. Είναι τόση η εναλλαγή των εικόνων που ξετυλίγονται μπροστά μας, ώστε μας καλύπτουν την ψυχή ολότελα από αγαλλίαση, χωρίς ν’ αφήνουν μέρος γι’ άλλο αίσθημα. Δυστυχώς όμως φεύγουμε από το θείον περιβάλλον. Τρέχουμε ολοταχώς για να πέσουμε στην αθλίαν πεζότητα. Τι να γίνη; Έτσι είναι η ζωή μας! Μα πότε, τέλος πάντων θα τη νοιώσουμε όπως πρέπει νάναι; Ο μπεζαχτάς θα είναι πάντοτε το είδωλόν μας;
ΣΥΜΠΟΛΙΤΗΣ
«ΘΑΡΡΟΣ» 18 Μαρτίου 1931