Λίγη διαδικασία, λίγος θόρυβος και ξεμπαρκάρουμε στη Στούπα. Τρία μουλάρια με φλοκάτες, μανιάτικες κουβέρτες μάς περιμένουν, έτοιμα να μας ανεβάσουν στη Μεγάλη Καστάνια. Ήταν εκείνη την ημέρα της Παναγίας και το χωριό γιόρταζε. Γι’ αυτό χωρίς χρονοτριβή ξεκινήσαμε, γιατί έπρεπε να προλάβουμε και τη λειτουργίαν.
Ένας αρκετά περιποιημένος δρόμος μάς περνάει από τις εκτεταμένες ληοφυτείες και μας ανεβάζει με αγανιές στο Νιοχώρι. Απ’ εδώ και πάνω όμως το ταξίδι μας γίνεται ανυπόφορον.
Αντί για δρόμος μια πραγματική γιδόστρατα, περιωρισμένη μέσα σε δύο ψηλές γερόμανδρες, στρωμένη με μαρμαροχάλικα και γρανιτοβότσαλα, όπως είναι όλοι οι δρόμοι της Μάνης – ανεβάζει τον οδοιπόρο ψηλά σε μια κορφοβουνιά, αφήνοντάς του την γνώμην ότι η ανάγκη τέτοιου δρόμου δεν είναι κι απαραίτητη.
Απετάλωτα τα μουλάρια, πραγματικά κατσίκια, σκαρφαλώνουν στους βράχους, μ’ απότομα πηδήματα και μ’ επικίνδυνα κατηφορίσματα, έτσι που να δίνουν στον αναβάτη τους μια καλή ανεπιθύμητη προπόνηση στη μέση και στα νεφρά.
Έχουμε φτάσει στην κορυφή, όταν ένα ξεσαμάρισμα ενός μουλαριού μάς δίνει την ευκαιρία να ρίξωμε γύρω μια ματιά. Μια πραγματικώς ωραία θέα κάτω από ένα ατλαζένιο πρωινό ουρανό μάς καθηλώνει για λίγο. Ένα υπέροχο φυσικό κάδρο πλαισιωμένο από το μέρος της ανατολής από μια δασωμένη βουνογραμμή κι από το άλλο μέρος, της δύσεως, από μια λουρίδα γης, που μόλις διακρίνεται στον ορίζοντα. Απλώνεται μπρος μας χαρίζοντάς μας πρόθυμα την απόλαυση της ωμορφιάς του. Εκτεταμένες ληοφυτείες ξαπλώνονται ήσυχα προς το μέρος της θάλασσας, αφήνοντας δω και κει να ξεφαντώνουν λευκά σπιτάκια, συνοικισμοί, κι ακόμη μικροσκοπικά ρημοκλήσια, που στο ξανηφόρισμα της πλαγιάς κάτω από τις καταπράσινες φυλλωσιές της εληάς μοιάζουν κοπάδι πρόβατα που αμέριμνα σταλίζουν σε καταπράσινο χλοερό λειβάδι.
Αριστερά η ρωμαντική Σελίνιτσα με την απέραντη ακρογιαλιά της, που της κόβουν τη μονοτονία κάποιοι δαντελωτοί πύργοι και πού και πού κανένας προμαχώνας, απέριττα υπολείμματα μιας περασμένης πολεμικής εποχής, ξεθωριασμένα απ’ το φάγωμα του χρόνου, και δίπλα της η δροσάτη Στούπα με τη γραφική ακρογιαλιά της, που ήσυχα νανουρίζει στην αγκαλιά της καλοχρωματισμένες ψαρόβαρκες, συμπληρώνουν την άφθαστη ωμορφάδα του τοπίου.
Θα θέλαμε πολλή ώρα να απολαμβάνουμε μια τέτοια φυσική ωμορφιά, που σπάνια τυχαίνει σε μας τα αιώνια θύματα της σκόνης και της καλοκαιρινής λαύρας να συναντάμε, μα η ώρα δεν μας το επιτρέπει. Πρέπει να φθάσουμε το γρηγορώτερον στην Καστάνια, που δεν θα μείνουμε άλλως τε παρά λίγες ώρες. Προχωρούμε. Δεν έχουν περάσει λίγα λεπτά, όταν ξάφνου βλέπουμε την Καστάνια να ξαπλώνεται μπρος μας με μια μελαγχολική βαρειά δυσφορία, σαν να μη συνήλθεν ακόμη από το πρωινό της ξύπνημα. Ένας βαρύς καλοχτισμένος πύργος, που το μουντό απ’ τα χρόνια χρώμα του τον κάνει ακόμη επιβλητικώτερον, τραβάει επάνω του τις πρώτες ματιές μας. Αγέρωχα ορθώνει το γέρικο παράστημά μου σαν να θέλη να μας φράξη την είσοδο στο χωριό, έτσι που να δίνη εντύπωσιν γέρου, που δεν θέλει να πιστεύση ότι έσβυσε πια η αξία του.
Πίσω του στενόμακρα σπίτια, παμπάλαια, με γουβωμένες τις γριζόμαυρες σκεπές των, από το βάρος των πλακών που τα σκεπάζουν, με σκουριασμένους γρανιτένιους τοίχους, που την πένθιμη μονοτονία τους κρύβουν μικρά τετράγωνα παραθυράκια, κι ακόμη δύο τρεις εκκλησούλες με ξεθωριασμένα καμπαναριά σε παρωχημένο ρυθμό, δείχνουν ότι τίποτε… μα τίποτε δεν άλλαξε στο διάβα του χρόνου κι έτσι έχουμε την εντύπωση ότι βλέπουμε ένα μανιάτικο χωριό σε εποχή προεπαναστατική.
***
Μπαίνουμε στο χωριό. Λιοκαϊμένες Μανιατοπούλες με τις χρωματιστές φούστες τους, τις κίτρινες, ως επί το πλείστον, τσεμπέρες τους, σφιγμένες μέσα σε ιδιότροπες χρωματιστές ζακέττες, που φαίνεται ότι δεν θα νικηθούν ποτέ από τα σκέρτσα της μόδας, με τα ιδιόρρυθμα σανδάλια τους καμωμένα από δέρμα χοίρου, γοργοπηδούν μέσ’ τα καλντεριμωμένα καντούνια, ενώ μας αφήνουν στο διάβα τους ένα υποχρεωτικό «καλώς ωρίσατε».
Έξω στα μαγαζιά οι άνδρες, πραγματικοί Μανιάτες με μελαψά πρόσωπα που τα ζωηρεύει ένα αεικίνητο έξυπνο βλέμμα, με καλοστριμμένα μουστάκια και την απαραίτητη μαγκούρα στο χέρι, συζητούν ήσυχοι με ύφος σοβαρό, σαν λίγο υπερήφανο, που ακούσια τους το επιβάλλουν αι συνθήκαι της μανιάτικης ζωής.
Στα καντούνια και στα μακρά απλώματα που αφήνουν οι καμπές των, ένα θέαμα ασυνήθιστο, παράξενο, άγνωστο ολότελα στον κόσμο των πόλεων, θα κάνη το διαβάτη που για πρώτη φορά επισκέπτεται μανιάτικο χωριό να τα χάση πραγματικά και στο τέλος να του ξεφύγη ένα πεταχτό γέλοιο, όχι ειρωνείας, αλλά γέλοιο που θα του προξενήση μία φάσι της ιδιότροπης ζωής που μέχρι της στιγμής δεν είχε γνωρίσει.
Ένα ευχάριστο ανακάτωμα από μουλάρια, χοίρους, βόδια, σκυλιά, κόττες, κατσίκια και ό,τι άλλο μπορεί να φαντασθή κανείς κινείται αργά μέσ’ τα σοκάκια και ξεσπά σε μια ιδιότροπη συναυλία, γρυλλισμών, χρεμεντισμών, βελασμάτων και χιλίων άλλων φωνών, που ξεκουφαίνουν κυριολεκτικά το διαβάτη.
Και το πιο ευχάριστο είναι να βλέπη κανείς, μέσα σ’ αυτή την ποικιλία των ζωντανών υπάρξεων, νεαρές Μανιατοπούλες με το κέδρινο νεροβάρελο στην πλάτη να προχωρούν αδιάφορες και να προσκρούουν δω και κει στα ζώα, χωρίς καν να τους προξενή και την παραμικράν δυσφορία.
Υπέστημεν και μεις τα ίδια. Βγήκαμε τέλος λίγο έξω απ’ το χωριό, στο νεκροταφείο. Απ’ εδώ μπορεί κανείς να δη όλην την Καστάνια ξαπλωμένην μπρος στα πόδια του. Μια οργιώδης βλάστησις, που ντύνει το χωριό μ’ έναν πράσινον μανδύα, μας κάνει κατάπληξιν. Και βέβαια. Πώς μπορεί να πιστέψη κανείς ότι μέσα σ’ ένα κοίλωμα που αφήνει το αντάμωμα τριών ξεροβουνιών, μπορεί να θάλλουν τόσα ωραία δένδρα, τόσες τεράστιες καρυδιές, κι όπου υπάρχει χώμα, να βλέπη ο επισκέπτης μικρούς ωραίους κήπους, τόσον εύφορους, που μπροστά τους θα ντρεπόταν να φανούν οι δικοί μας; Είναι τα νερά μάς εξηγούν, πέντε κρυστάλλινες πηγές που όχι μόνον κήπους ποτίζουν, αλλά και κινούν περί τους οκτώ αλευρόμυλους. Αυτό – λέγουν – είναι και το μόνον προνόμιον που μας έχει χαρίσει η φύσις. Μα, αλήθεια, τι άλλο νάχουν αυτοί οι άνθρωποι; Αν προσέξη κανείς λίγο την ζωήν τους, δεν θα κάνη άλλο παρά να τους οικτίρη για την τύχην που είχαν να γεννηθούν στα μέρη αυτά. Η σπουδαιοτέρα φροντίδα τους είναι πώς θα αρμέξουν τις πέτρες, να τους δώσουν το απαιτούμενο σιτάρι και λούπινο, για να γεμίσουν το πατάρι τους και μ’ αυτά κι ακόμη μια στάμνα παστό χοιρινό και λίγο τυρί να περάσουν ολόκληρη τη χρονιά τους. Κι όμως είναι ευχαριστημένοι.
***
Μολονότι διαφορετικά άρχισα κι έτσι έπρεπε να καταλήξω, όμως ας μου επιτραπή να παρεισδύσω λίγο στην ιστορία της Καστάνιας, μια ιστορία που υπάρχει μα δεν είναι γνωστή και που ασφαλώς κι εγώ δεν πρόκειται να την εξυπηρετήσω ποσώς.
Δεν υπάρχουν σαφή δεδομένα περί της χρονολογίας της κτίσεως της Μ. Καστάνιας και της δράσεώς της. Ας μη φανή αταίριαστη η λέξις «δράσις» όταν πρόκειται για ένα χωριό. Τα πράγματα τουλάχιστον, ως έχουν, λίγο πολύ δείχνουν ότι η Καστάνια κάποτε κάτι ήτο. Όπως προκειμένου περί του πληθυσμού της, πολλά ερείπια οικιών και ναών ευρισκόμενα προς το νότιο – ανατολικό μέρος της, δείχνουν ότι κάποτε ο τόπος αυτός φιλοξενούσε πολύ περισσοτέρους ανθρώπους από τους σημερινούς. Άλλως τε μία εκκλησία που ευτυχώς σώζεται ακόμη, του Αγίου Πέτρου, παμπάλαια, ομιλεί καθαρά για τη ζωή της Καστάνιας. Είναι παλαιοτάτου Βυζαντινού ρυθμού, εξωτερικώς μετρία εις εμφάνισιν, εσωτερικώς όμως πλουσιωτάτη και μεγάλης ιστορικής αξίας. Το τέμπλο της ως και τέσσαρες κολώνες που υποβαστάζουν τον τρούλλον είναι πραγματικά δημιουργήματα τέχνης, όλα από λευκό μάρμαρο, που ο χρόνος στο πέρασμά του έχει ρίξει την απαραίτητη μαυρίλα, σκαλισμένα έτσι που να φαίνονται πραγματικές δαντέλλες.
Αλλά και αι σποραδικαί παραδόσεις που ακόμη κυκλοφορούν μεταξύ των κατοίκων, αν όχι και βέβαιες, φέρουν την Καστάνιαν ως έχουσαν ζωήν πολλών αιώνων.
Οι μόνοι που γράφουν κάτι για την Καστάνια είναι ο Σπ. Μελάς, όστις ηρκέσθη στην περιγραφήν του πύργου, και ένας ποιητής, ο Νικήτας Νηφάκος, ακμάσας περί τα τέλη του 18ου αιώνος, όστις εις ένα ποίημά του λέγει σε δύο στίχους:
Μπροστά είναι η Καστάνια
στις μάχαις ξακουσμένη
και εις την Βαρδούνια ακούεται
πως είναι μεθυσμένη.
Και προχωρώντας σ’ άλλον στίχον λέγει:
Κυβέλος είναι στην Μηλιάν
Δουράκης στην Καστάνιαν
Βενετσανάκης κάθεται
στην άλλη την Καστάνιαν.
Δε θα προσθέσω περισσότερα σ’ αυτήν μου την καμπάνιαν, γιατί πολύ πιθανόν να γίνω βαρετός. Γι’ αυτό τελειώνω εδώ με την ελπίδα ότι δεν θα αργήσουν να ενδιαφερθούν άλλοι αρμόδιοι, αν όχι για τίποτε άλλο, μόνον για την ιστορίαν του τόπου, που πραγματικώς θ’ αξίζη τον κόπον να ερευνηθή.
Του Βέρθου Καπίνη
«ΘΑΡΡΟΣ» 1 Σεπτεμβρίου 1933