Ένας από τους διαπρεπέστερους κλασικούς φιλολόγους του περασμένου αιώνα, ο Γερμανός Eduard Fraenkel, λίγο πριν από την οριστική διαφυγή του στη Μεγάλη Βρετανία, προκειμένου να σωθεί από την επερχόμενη ναζιστική λαίλαπα στη χώρα του, πραγματοποίησε βαρυσήμαντη διάλεξη, κατά τη διάρκεια της οποίας στηλίτευσε με σφοδρότητα την αδικαιολόγητη αδιαφορία των συμπατριωτών του να μελετήσουν διεξοδικά τους Λατίνους συγγραφείς και ιδίως το πολυσχιδές έργο του εμβληματικού Ρωμαίου ποιητή Βιργιλίου, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να απομονωθούν σταδιακά από τον ευρωπαϊκό πνευματικό κόσμο και την Ευρώπη γενικότερα.
Παρά την υπερβολική δριμύτητα της κριτικής του, που ασφαλώς πήγαζε από βαθύτατη αγωνία για τις επερχόμενες ζοφερές πολιτικές εξελίξεις στην πατρίδα του, ο κραταιός αυτός φιλόλογος και αισθαντικός ερευνητής της κλασικής γραμματείας μας ορθώς επισήμανε στην ομιλία του, μεταξύ άλλων, αφενός την αρραγή ενότητα της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής παράδοσης και, αφετέρου, την εξαιρετική σπουδαιότητα αυτής της λογοτεχνικής και εν γένει πνευματικής κληρονομιάς για τη διατήρηση της διακριτής ευρωπαϊκής ταυτότητας και ιδιοπροσωπίας.
Άφατη θλίψη προκαλεί η διαπίστωση ότι τέτοιες εναγώνιες προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο που ενέχει η απομάκρυνση από τις ζείδωρες πηγές των κλασικών γραμμάτων δεν ήχησαν σε ευήκοα ώτα στη χώρα μας, η οποία θέλει βεβαίως να σεμνύνεται για την αρχαιοελληνική καταγωγική δόξα της, αλλά ταυτοχρόνως εμφανίζεται απρόθυμη και ενίοτε εντελώς αδιάφορη – όπως εκείνοι οι μοιραίοι και άβουλοι Γερμανοί του Μεσοπολέμου – να ενδυναμώσει και να προαγάγει επί της ουσίας την αξιοθαύμαστη αυτή παράδοση.
Ως γνωστόν, η προηγούμενη πολιτική ηγεσία του yπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων θεώρησε σκόπιμο να μετατρέψει σε επιλεγόμενο το μάθημα των Λατινικών στο Λύκειο και να το αντικαταστήσει με το μάθημα της Κοινωνιολογίας στο πρόγραμμα των πανελληνίων εξετάσεων, προβάλλοντας το αίολο σκεπτικό ότι η γνώση της λατινικής γλώσσας είναι χρήσιμη μόνο για τους επίδοξους σπουδαστές των φιλολογικών πανεπιστημιακών τμημάτων! Κακή τη μοίρα, όπως τελικά εξελίχθηκαν τα πράγματα, η άκριτη και αναιτιολόγητη αυτή απόφαση κατέστησε τους μαθητές των Λυκείων μας ομήρους μακάριας άγνοιας και αμέριμνης απαιδευσίας και κατά το τρέχον, καθώς φαίνεται ελέω πανδημίας, ημιτελές σχολικό έτος.
Δυστυχώς, άλλη μια φορά επικράτησε η εύκολη λύση της υποβάθμισης ενός θεμελιώδους γνωστικού αντικειμένου εν ονόματι ιδεοληπτικών εμμονών. Άλλη μια φορά έπεσε θύμα στον Μολώχ της κίβδηλης μοντέρνας κουλτούρας αυτό ακριβώς που αποτελεί την πεμπτουσία του δυτικού πολιτισμού. Άλλη μια φορά εμφανιζόμαστε να πιθηκίζουμε ευτελισμένους ξενικούς συρμούς, ενώ την ίδια στιγμή σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο πολλαπλασιάζονται τα κλασικά Γυμνάσια και Λύκεια, αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον για τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής γραμματείας και πληθύνονται οι ένθερμοι αναγνώστες της κλασικής ποίησης και πεζογραφίας. Οι άκρως απογοητευτικές επιδόσεις των υποψηφίων σε αποφασιστικής σημασίας αντικείμενα των ανθρωπιστικών σπουδών κατά τις πανελλαδικές δοκιμασίες είναι εξόχως δηλωτικές αυτής της δυσίατης παθογένειας.
Αντί, λοιπόν, να αποκεφαλίζουμε ό,τι πονάει, κατά το κοινώς λεγόμενον, ενδεδειγμένο θα ήταν να αναβαθμίσουμε τη διδασκαλία της λατινικής γλώσσας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεδομένου ότι ακόμη και η στοιχειώδης λατινομάθεια αποτελεί το όχημα που μας μεταφέρει ανετότερα σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, καθώς επίσης σε απειράριθμες επιστημονικές και επαγγελματικές ορολογίες.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η λατινική αποτέλεσε επί αιώνες όχι μόνο το κύριο εκφραστικό όργανο της επιστήμης στην Ευρώπη, αλλά συνάμα τον άγρυπνο θεματοφύλακα της αρχαιοελληνικής παιδείας. Ακόμη και σήμερα δε νοείται να έχει άγνοια της λατινικής γλώσσας αυτός που φιλοδοξεί να ειδικευθεί στη Νομική, στην Κλασική και Νεοελληνική Φιλολογία, στην Ευρωπαϊκή και Παγκόσμια Λογοτεχνία, στη Λογοτεχνική Κριτική και Θεωρία, στη Μεταφραστική Τέχνη και Τεχνική, στην Ιστορική και Θεωρητική Γλωσσολογία, στη Θεολογία, στην Ιστοριογραφία και στην Αρχαιολογία.
Είναι ασύγγνωστη φενάκη να πιστεύουμε ότι η γνώση του λατινικού πολιτισμού δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά άσκοπη ανάλωση χρόνου και δυνάμεων σε έναν τεχνοκρατούμενο κόσμο, ή, έτι χειρότερον, μάταιη ενασχόληση αποκλειστικά για υπερσυντηρητικές ελίτ, όταν παγκοσμίως η εντρύφηση στην πολυδιάστατη και πολυδύναμη κλασική παράδοση θεωρείται μέγιστο μάθημα αυτογνωσίας και ακρογωνιαίος λίθος προοδευτικής σκέψης και ρηξικέλευθης αισθητικής. Συνεπώς, στη βαθμίδα της μέσης εκπαίδευσης δε θα έπρεπε να γίνονται σπασμωδικές ενέργειες και βεβιασμένα διαβήματα προς άγραν παροδικών εντυπώσεων. Υπάρχει παντού και πάντοτε η σφύζουσα υπόσταση της πατρογονικής μας γραμματείας, τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά στην άτμητη ενότητά τους, με άλλα λόγια οι θεμέλιες εκείνες κρηπίδες, επάνω στις οποίες οικοδομήσαμε πολιτισμό, σφυρηλατήσαμε δημοκρατία, δημιουργήσαμε ακατάλυτους δεσμούς με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους αδελφούς μας, εξανθρωπίσαμε τις ψυχές μας. Πρέπει να τιμήσουμε αυτήν την πολύτιμη και σπάνια κληροδοσία. Ευτυχώς, σε πρώτη φάση η νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων έπραξε τα δέοντα με την πρόσφατη σοφή απόφαση να επαναφέρει την πανελλαδική εξέταση των Λατινικών. Τώρα πρέπει να αρχίσει η σοβαρή συζήτηση αναφορικά με το βέλτιστο τρόπο διδασκαλίας αυτού του σημαντικότατου μαθήματος μέσα από σύγχρονα και πρόσφορα αναλυτικά προγράμματα σπουδών.
Του Ανδρέα Γ. Μαρκαντωνάτου
-Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου (Καλαμάτα)