«Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι μια Ανεξάρτητη Αρχή και λογοδοτεί μόνον στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο». Αυτή ήταν η απάντηση Δικαστηρίου της Ε.Ε., την οποία ούτως ή άλλως είχε ήδη εφαρμόσει η Κριστίν Λαγκάρντ αγνοώντας την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας (ΣΔΓ).
Η απόφαση του ΣΔΓ, μέσα στη λαίλαπα του Covid-19 στην Ευρώπη, αμφισβήτησε ευθέως τη νομιμότατα της απόφασης της ΕΚΤ για την αγορά ομολόγων των κρατών μελών (μεταξύ των οποίων και της Ελλάδας, για πρώτη φορά από την επιβολή των mνημονίων), προκειμένου να διευκολυνθούν στην αντιμετώπιση των τεράστιων οικονομικών προβλημάτων από την πανδημία.
Το Δικαστήριο, μάλιστα, έδωσε διορία τριών μηνών στην ΕΚΤ να αιτιολογήσει την απόφασή της για τα κορωνο-ομόλογα, διαφορετικά η Γερμανία δε θα συμμετάσχει (δηλαδή δε θα πληρώνει) για το πρόγραμμα διάσωσης που έχει εξαγγείλει η ΕΚΤ.
Το πρόβλημα που ανακύπτει είναι πολύ σοβαρό, καθώς η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας είναι ο ισχυρότερος «παίκτης» στην ΕΚΤ και η άρνησή της να συνεισφέρει στο πρόγραμμα αυτό κινδυνεύει να το τινάξει στον αέρα, επί ζημία φυσικά πρωτίστως των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Επιπροσθέτως, το Συνταγματικό Δικαστήριο δείχνει καθαρά την πρόθεσή του να αμφισβητήσει, όχι μόνον την ΕΚΤ, αλλά και το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Λουξεμβούργου, που είναι το μόνο αρμόδιο όργανο να κρίνει κοινοτικές αποφάσεις.
Έτσι, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας- εν πλήρη γνώση του -ρίχνει λάδι στη φωτιά των αντι-γερμανικών αισθημάτων που αναπτύσσονται ραγδαία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, η Γερμανία, κάνοντας επίδειξη της οικονομικής δύναμής της, αρνείται συστηματικώς να εφαρμόσει τη βασική αρχή της Ε.Ε., την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών, και επιδιώκει να εφαρμόσει το Pax Germanica σε όλη την Ευρώπη.
Το Βερολίνο αρνείται πεισματικά και επιδεικτικά να προσφέρει τη βοήθειά του – ενώ μπορεί- στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν πληγεί βαρύτατα από την πανδημία και βρίσκονται στο κατώφλι ενός νέου οικονομικού γκρεμού- ενώ η Γερμανία είναι ακόμα μακριά από αυτό. Και το κάνει πεισματικά και επιδεικτικά για να κατανοήσουν οι πάντες ότι η Γερμανία είναι η μόνη ηγέτιδα δύναμη μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Γι’ αυτό – από ανάγκη- αλλά πάντως προκλητικά για τις υπόλοιπες χώρες, έχει ανοίξει τα κρατικά ταμεία της για τη διάσωση μόνον των μεγάλων γερμανικών εταιρειών. Και ακόμα χειρότερα, δείχνει σαφέστατα ότι επιθυμεί και εργάζεται «να κατακτήσει» την Ευρώπη με όπλα την οικονομική καταπίεση και καταστολή άλλων ευρωπαϊκών χωρών, κυρίως του ασταθούς οικονομικά ευρωπαϊκού Νότου.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, ενώπιον του βαθέoς γερμανικού κράτους. Που αρνείται συστηματικά να ακολουθήσει μια διαφορετική οικονομική πολιτική με στόχο την ελάφρυνση/εξυπηρέτηση του τεράστιου δημόσιου χρέους χωρών της Ευρωζώνης και της δημιουργίας του ευρωομόλογου, ενώ κρατά τα κλειδιά γι’ αυτή την πολιτική.
Το βαθύ γερμανικό κράτος, όμως, παίζει το κεφάλι του. Διότι μία Γερμανία χωρίς την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή για την ώρα μια Γερμανία με κλυδωνιζόμενη την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτομάτως «πέφτει κατηγορία» απέναντι στις ανταγωνιστικές υπερδυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα.
Το Brexit, έστω και αν έγινε για άλλους λόγους, αποτελεί ένα κακό, αλλά ζωντανό παράδειγμα, για το μέλλον της Ε.Ε.
Οι τωρινοί- μέτριοι και χωρίς όραμα Ευρωπαίοι ηγέτες- στρουθοκαμηλίζουν συστηματικώς απέναντι στο πρόβλημα της νέας γενιάς των Ευρωπαίων πολιτών.
Η γενιά του 21ου αιώνα βρίσκεται για δεύτερη φορά μέσα σε δύο μόλις δεκαετίες μπροστά σε οικονομική καταστροφή, η πρώτη το 2008 και η τωρινή, σε μια περίοδο, δηλαδή, που διαμορφώνουν το μέλλον τους και υλοποιούν όνειρα και σχέδια ζωής. Σε καταστάσεις που άλλαξαν και αλλάζουν τη ζωή τους με «λύσεις» για τις οποίες δε ρωτήθηκαν, αλλά καλούνται αναγκαστικώς να εφαρμόσουν με απάθεια.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η οικονομική κρίση του 2008 έφερε στην επιφάνεια ακροδεξιά ρεύματα που έγιναν και κυβερνήσεις στην Ε.Ε.
Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς με ακρίβεια πού θα οδηγήσει η τωρινή κοινωνική εργασιακή και οικονομική κρίση από την πανδημία. Σίγουρα, όμως, δε θα ενισχύσει το αίσθημα αναγκαιότητας ύπαρξης της Ε.Ε., όπως είναι σήμερα. Και σίγουρα δε θα ενισχύσει για πολύ ακόμα τα δημοκρατικά κράτη, όπως είναι σήμερα.
Της Κύρας Αδάμ