«Στο χέρι» και των δημοτών να μείνει το Πάρκο σε καλή κατάσταση
Ένα από τα ομορφότερα σημεία στην Καλαμάτα είναι το Πάρκο του ΟΣΕ, το μοναδικό στο είδος του υπαίθριο μουσείο στην Ελλάδα.
Παρά τη μοναδικότητά του, όμως, πολλάκις σημειώνονται βανδαλισμοί στα τρένα, κάτι που μπορεί εύκολα κάποιος να διαπιστώσει κάνοντας μια βόλτα.
Άλλο σημαντικό πρόβλημα είναι η εγκατάλειψη που χαρακτηρίζει το Πάρκο, ωστόσο με χαρά είδαμε ότι η εικόνα στο συγκεκριμένο κομμάτι έχει αλλάξει τις τελευταίες μέρες.
Ειδικότερα, έπειτα από χρόνια το βόρειο σιντριβάνι και το νότιο λειτουργούν, ενώ ενώνονται, με το νερό να διασχίζει όλο το Πάρκο. Επίσης, η κατάσταση του πρασίνου έχει βελτιωθεί, ενώ υπάρχει περισσότερος φωτισμός.
Επιπλέον, είδαμε τη σκούπα του Δήμου να περνά μέσα από το Πάρκο, ενώ έχουν βαφτεί αρκετά σημεία του.
Αξίζει, δε, να αναφέρουμε ότι η βόρεια παιδική χαρά, που ακόμα δεν έχει ανοίξει (όπως τυπικά και όλες της πόλης), έχει αναβαθμιστεί.
Γενικότερα υπάρχει μια κινητικότητα που μόνο αισιοδοξία «αποπνέει» για το μέλλον του Πάρκου.
Σίγουρα θέλει αρκετές ακόμα βελτιώσεις (βρύσες δε λειτουργούν, λείπουν καλαθάκια κ.λπ.), αλλά ελπίζουμε ότι θα πραγματοποιηθούν.
Το σημαντικότερο, όμως, πρόβλημα και κλείνουμε με αυτό, επαναλαμβάνουμε, είναι οι βανδαλισμοί, κυρίως των βαγονιών. Ενώ αποτελούν μουσειακά εκθέματα, κάποιοι ξεσπούν με μανία πάνω τους.
Καλό θα είναι, λοιπόν, το θέμα να έρθει στο Δημοτικό Συμβούλιο και να παρθούν γενναίες αποφάσεις για τη μοίρα του Πάρκου. Η απερχόμενη Δημοτική Αρχή τοποθέτησε μια «παρωδία»-περίφραξη, που σε κάποια σημεία δεν ξεπερνά το 1,5 μέτρο και, μάλιστα, για να φτάσει σε αυτό το ύψος έγινε νέα παρέμβαση. Παρ’ όλα αυτά, δε λειτούργησε ποτέ, αφού υπήρξαν αντιδράσεις.
Αν η λύση είναι το κλείσιμο του Πάρκου τις βραδινές ώρες (κάτι που συμβαίνει στα μεγαλύτερα του κόσμου) ή η μόνιμη φύλαξη, ας το αποφασίσουν οι αρμόδιοι. Πάντως, κάτι πρέπει να γίνει.
Όσο για το πόσο καιρό θα μείνει καθαρό το Πάρκο από σκουπίδια, είναι καθαρά θέμα των δημοτών, αφού κυριολεκτικά περνά από το χέρι μας το κάθε σκουπίδι που πέφτει στο έδαφος.
Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση