Ερώτηση προς την Κομισιόν συνυπογράφουν ο αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης, και η ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Έλενα Κουντουρά, αναφορικά με την απόφαση της κυβέρνησης της Ν.Δ. να λύσει μονομερώς τις υφιστάμενες συμβάσεις για την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου Πάτρας-Πύργου, δίνοντας με απευθείας ανάθεση το σύνολο στην παραχωρησιούχο της σύμβασης παραχώρησης του έργου «Ολυμπία Οδός».
Οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ρωτούν την Κομισιόν εάν οι αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης «έχουν κοινοποιηθεί στις αρμόδιες Γενικές Διευθύνσεις της Επιτροπής. Και αν ναι, ποιο είναι το περιεχόμενό τους (χρονοδιάγραμμα, όροι, δεσμεύσεις κ.λπ.) και σε ποιο στάδιο βρίσκονται οι διαβουλεύσεις με τις ελληνικές αρχές».
Επιπλέον ζητούν να μάθουν, αφενός, εάν οι αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης «είναι συμβατές με τους ενωσιακούς κανόνες περί ανταγωνισμού και δημοσίων συμβάσεων» και, αφετέρου, εάν «θα διασφαλιστεί η τήρηση του προϋπολογισμού του έργου και η συγχρηματοδότησή του από το Ταμείο Συνοχής της ΕΕ, όπως είχε ήδη εγκριθεί».
Στο κείμενο της ερώτησής τους οι Δ. Παπαδημούλης και Ελ. Κουντουρά αναφέρουν πως «ο αυτοκινητόδρομος Πάτρας-Πύργου δημοπρατήθηκε τα έτη 2016-2017 σε 8 τμήματα, σύμφωνα με το άρθρο 46 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, έπειτα από έγκριση της Ε.Ε. Παρά τη σύναψη 5 συμβάσεων την περίοδο Απριλίου-Μαΐου 2019, η κυβέρνηση της Ν.Δ. όχι μόνο δεν προχώρησε από τον Αύγουστο του 2019 στην ανάθεση των λοιπών 3 τμημάτων, αλλά τον Απρίλιο του 2020 έλυσε μονομερώς τις υφιστάμενες συμβάσεις για την κατασκευή του έργου».
Οι ευρωβουλευτές αναφέρουν ότι ο αρμόδιος υπουργός δήλωσε ότι το σύνολο του έργου θα δοθεί με απευθείας ανάθεση στην παραχωρησιούχο της σύμβασης παραχώρησης του έργου, από την οποία όμως είχε απενταχθεί το 2013, ενώ η κατασκευή της οδού της σύμβασης παραχώρησης έχει ολοκληρωθεί από το 2017. Και προσθέτουν ότι έχει ήδη υπογραφεί σχετικό «Μνημόνιο Συναντίληψης».
Σημειώνεται πως ο συνολικός προϋπολογισμός του έργου ξεπερνά τα 460 εκ. ευρώ και συγχρηματοδοτείται με περίπου 293 εκ. ευρώ από το Ταμείο Συνοχής της Ε.Ε.