Όλο αυτό το χρονικό διάστημα, από την ανακοίνωση της πρόθεσης επέμβασης με κυκλοφοριακές ρυθμίσεις – προτάσεις fast track της Δημοτικής Αρχής, μέχρι και χθες που ολοκληρώθηκε το σύνολο των τριών φάσεων στην οδό Ναυαρίνου, αναγκαστικά μείναμε απλοί παρατηρητές.
Παρότι, όπως εκτιμώ, ανήκω σε όσους έχουν άποψη για το δημόσιο χώρο και τους τρόπους που αυτός επαναπροσδιορίζεται και αποδίδεται εκ νέου στο χρήστη, ούσα η μοναδική αρχιτέκτονας στο Δημοτικό Συμβούλιο, και παρότι οι απόψεις μου, αλλά, κυρίως, οι προτάσεις της Καλαμάτας Τόπος Ζωής, με τους τόσους ειδικούς σχετικούς επιστήμονες, για το συγκεκριμένο θέμα έχουν παρουσιαστεί και αναλυθεί πάρα πολλές φορές, ούτε αυτή τη φορά ελήφθησαν υπ’ όψιν.
Αυτό, βέβαια είναι πλέον συνηθισμένο για εμάς, αλλά και σύσσωμη την αντιπολίτευση του Δήμου, μιας και οι προτάσεις μας αντιμετωπίζονται μονίμως είτε με αδιαφορία είτε, συχνότερα, με απαξίωση. Έχουμε πλέον κουραστεί να ακούμε τους πάντες να τοποθετούνται επί παντός επιστητού και να αποφασίζουν για ζητήματα για τα οποία γνωρίζουν ελάχιστα, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα.
Ασφαλώς δεν είναι επιλήψιμο να μη γνωρίζεις κάποιο αντικείμενο. Επιλήψιμο και άκρως επικίνδυνο είναι να νομίζεις ότι γνωρίζεις, να μπαίνεις σε αχαρτογράφητα νερά και να αποφασίζεις, με βάση γνωμοδότηση τοπικών υπηρεσιακών παραγόντων, αντικείμενα που εκ των πραγμάτων, λόγω πολυπλοκότητας, μας ξεπερνούν γνωστικά όλους.
Όταν η επιλογή σου καθορίζει την καθημερινότητα, την εργασία και τις συνήθειες πολλών ανθρώπων μιας πόλης, δεν αρκεί μια απόφαση εντός ερμητικά κλειστών γραφείων. Καθημερινά σε παγκόσμιο επίπεδο ο δημόσιος χώρος της πόλης, πόσω μάλλον η ιδιαίτερη λωρίδα γης ανάμεσα σε γη και θάλασσα, το παράκτιο μέτωπο, η δική μας Ναυαρίνου, είναι τόποι που εξειδικευμένες διεπιστημονικές ομάδες προσπαθούν να χειριστούν με πολύ προσεκτικούς ελιγμούς. Η πλειοψηφία αυτών των επιστημόνων δεν είναι μόνο συγκοινωνιολόγοι, το ζήτημα δεν μια είναι μόνο μια κυκλοφοριακή παρέμβαση και, επομένως, δεν αρκεί η δική τους εισήγηση. Οι ομάδες που πραγματεύονται και τελικά επιλύουν και επανακαθορίζουν τέτοια δύσκολα σημεία της πόλης, αποτελούνται από αρχιτέκτονες– πολεοδόμους, κυρίως όμως διαθέτουν κοινωνικούς επιστήμονες. Το γιατί είναι προφανές: γιατί στόχος είναι ο άνθρωπος και η εξυπηρέτησή του, με ό,τι αυτό συμπαρασύρει (το ΜΜΜ, το ΙΧ, το ποδήλατο, τη στάση & την κίνηση, την οικονομική δραστηριότητα, την ψυχολογία κάτοικου & επισκέπτη, τις χρήσεις, τις αξίες γης, τις κοινωνικές ανισότητες).
Τους όρους «συμμετοχικός σχεδιασμός» και «αποδοχή από τον ίδιο το χρήστη», επιταγές του αστικού σχεδιασμού ανά την Ευρώπη, είναι αδιανόητο να τους αφαιρούμε από τη συζήτηση για να γίνουν τα έργα γρήγορα, ώστε απλά να επιδείξουμε πολιτική ετοιμότητα.
Αν το κάνουμε, καταλήγουμε σε αυτό που καταλήξαμε προχθές το βράδυ: σε απεγνωσμένους πολίτες να θέτουν αναμενόμενα σε εμάς ερωτήματα: Ποιος μας ρώτησε; Ποιον εξυπηρετούν τα έργα; Ποιοι συγκοινωνιολόγοι; Γιατί τώρα;
Στην πόλη μας εξελίσσεται (εξελίσσεται όμως;), με βούληση της τέως, αλλά και της νυν Δημοτικής Αρχής, ένα ΣΒΑΚ. Τι είναι αυτό; Είναι η διαμόρφωση ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ που θα επανακαθορίσει στην πόλη μας τα στοιχεία της κινητικότητα της με όρους βιωσιμότητας και ισονομίας για όλους. Αν μέναμε σε αυτό και τηρούσαμε τις διεθνείς προδιαγραφές σύνταξής του – δηλαδή κάναμε εκτεταμένες διαβουλεύσεις και όχι τις τραγελαφικές συναντήσεις μεταξύ δυο, τριών ανθρώπων – τότε όταν προέκυψε η αναστάτωση με τον covid, θα είχαμε επί χάρτου το όραμα για την πόλη, κάτι που άλλωστε υποτίθεται θα έπρεπε να υπάρχει από τις αρχές Φεβρουαρίου. Επ’ αυτού, μια ενεργή ομάδα πολιτών με καθοδήγηση από τη διεπιστημονική ομάδα του ΣΒΑΚ (στη δική μας περίπτωση ο διεπιστημονικός χαρακτήρας και του ΣΒΑΚ αγνοείται), θα οδηγούσε με ασφάλεια στην «επόμενη ημέρα».
Στην επόμενη ημέρα. Όχι στα τέλη του Ιουλίου, οπότε η Δημοτική Αρχή και οι υπηρεσιακοί παράγοντες, με στόχο την προβολή και την εσφαλμένη τουριστικοποίηση του μετώπου, πατώντας σε ευαίσθητες ΚΥΑ περί πολιτικής προστασίας, παρερμηνεύουν το σκοπό και τη χρησιμότητα αυτών των τυπικών διευκολύνσεων.
Για τέτοιου είδους παρεμβάσεις, για την ακρίβεια για κάθε είδους παρεμβάσεις στην πόλη, χρειάζονται μερικά βήματα που δυστυχώς δεν παρακάμπτονται με όσες ΚΥΑ και αν εκδοθούν: χρειάζεται όραμα, χρειάζεται στρατηγική, χρειάζεται διασφάλιση της μετάβασης από τη μια πραγματικότητα στην επόμενη. Αλλιώς δημιουργούμε αρνητικά συναισθήματα και αβεβαιότητα στον πολίτη για σχεδιαστικά εργαλεία που αποδεδειγμένα είναι προς όφελός του. «Καίμε», δηλαδή, σοβαρές μελλοντικές προσπάθειες με αποσπασματικούς, ανοργάνωτους και χωρίς πολεοδομικά και κοινωνιολογικά δεδομένα πειραματισμούς.
Η ηγεσία μιας πόλης οφείλει να κοιτάζει στο μέλλον, να βλέπει το μεγάλο, αλλά κάθε κίνηση προς αυτό να δικαιώνεται στο τώρα, στο καθημερινό, στο μικρό.
Αλλιώς είναι μια ηγεσία κοντόφθαλμη και ανίκανη να διαχειριστεί και το παρόν και το μέλλον της πόλης.
Της Τόνιας Κουζή
Επικεφαλής παράταξης «Καλαμάτα Τόπος Ζωής»