Συμπληρώνονται 34 χρόνια από τους καταστρεπτικούς σεισμούς που έπληξαν την πόλη μας (Σεπτέμβριος 1986) και μια σειρά αξιόλογων νεοκλασικών διατηρητέων κτηρίων παραμένουν σε άθλια κατάσταση.
Ενώ την πρώτη δεκαπενταετία μετά τους σεισμούς υπήρξε μεγάλη κινητικότητα για την αναστήλωση, την ανάδειξη και την αξιοποίησή τους, στη συνέχεια και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια διαπιστώνουμε μία αδικαιολόγητη και σε κάποιες περιπτώσεις εκ του πονηρού εγκατάλειψή τους, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην προϊούσα αποδιοργάνωση του φέροντος οργανισμού (σκελετού) και των μορφολογικών τους στοιχείων και εν τέλει στην κατάρρευσή τους.
Τα κτήρια αυτά μαζί με τα υπόλοιπα που ευτυχώς αποκαταστάθηκαν και αποτελούν πραγματικά στολίδια της Καλαμάτας, είχαν με πολύ κόπο και ιδιαίτερη μυστικότητα καταγραφεί, αποτυπωθεί και αρχειοθετηθεί με φροντίδα της τότε Δημοτικής Αρχής λίγες εβδομάδες πριν από τους σεισμούς. Στο σημαντικό αυτό αρχείο βασίσθηκε το υπουργείο Πολιτισμού και το ΥΠΕΧΩΔΕ αργότερα και προχώρησαν στην κήρυξη των περισσοτέρων ως διατηρητέα. Με την αποκατάστασή τους συμβάλλουν στη διατήρηση της αρχιτεκτονικής ιστορίας του αστικού χώρου, στη γνώση της αναγνωρισμένης ιδιαιτερότητας του τρόπου δόμησης και στη μνήμη των κοινωνικών και οικονομικών παραμέτρων της εποχής που καθένα απ’ αυτά αντιπροσωπεύει.
Η χώρα μας διαθέτει ένα πλούσιο νομικό οπλοστάσιο (Ν. 3028/2002, Ν.2039/1992, Πρ.Δ/τα και Υπ. Αποφάσεις) για την προστασία της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς, το οποίο όταν εφαρμόσθηκε με επιμέλεια από τους αρχαιολόγους, αρχιτέκτονες, πολιτικούς μηχανικούς και, φυσικά, τους ιδιοκτήτες των κτηρίων, το αποτέλεσμα ήταν εξόχως ικανοποιητικό. Έτσι σήμερα καμαρώνουμε στην Καλαμάτα μια σειρά από όμορφα και λειτουργικά διατηρητέα κτήρια, όπως το Δημαρχείο, το νεοκλασικό τμήμα του Πνευματικού Κέντρου, το κτήριο της Τράπεζας Ελλάδος, το πρώην ξενοδοχείο «Βασιλικόν», το Ζουμπούλειο, το κτήριο της ALPHA BANK, το κτήριο του Μουσείου Ελληνικής Φορεσιάς, το Εικαστικό Σχολείο του Δήμου και πολλά άλλα δημόσια και ιδιωτικά κτήρια.
Στις μέρες μας, όμως, η αδράνεια (ή και αδιαφορία) της Πολιτείας και η εγκατάλειψη των ιδιοκτητών οδηγούν σε ερείπωση αρκετά διατηρητέα, π.χ. το πρώην ξεν. «Αχίλλειον» (οδ. Αριστομένους), το πρώην κτήριο «Αλειφέρη» (οδ. Αριστομένους), το κτήριο «Στεφανούρη» (οδ. Αναγνωσταρά), το κτήριο «Μαυροειδή» (οδ. Αναγνωσταρά), το κτήριο «Ψώνη» (Οιχαλίας και Μεσσήνης), οι κυλινδρόμυλοι κ.α.
Ακόμη και τα κτήρια του Γαλλικού Ινστιτούτου και το πρώην «Αρναουτόγλειο» ή «Κορφιωτάκειο», παρά τις στερεωτικές εργασίες που έγιναν σ’ αυτά, παραμένουν ακόμα ημιτελή και αναξιοποίητα.
Αρκετά απ’ αυτά τα εγκαταλελειμμένα και μη αποκαταστημένα διατηρητέα, πέραν της ζοφερής τους εικόνας, που κηλιδώνει τη μεγάλη εικόνα του δημόσιου χώρου, έχουν καταντήσει δημόσιος κίνδυνος, σημεία ρύπανσης και εστίες υγειονομικού κινδύνου.
Ο Δήμος Καλαμάτας πρόκειται σύντομα να προχωρήσει στην ανάπλαση της οδού Αναγνωσταρά για την αναβάθμιση των καταστημάτων και τη βελτίωση της ζωής των κατοίκων της.
Φαντάζεσθε να γίνει η ανάπλαση του δρόμου, αλλά να παραμείνουν τα ερειπωμένα διατηρητέα κτήρια στο τμήμα μεταξύ των οδών Κολοκοτρώνη και Σκρά εγκαταλελειμμένα και επικίνδυνα;
Το Σύνταγμα και οι νόμοι του κράτους προβλέπουν ότι, όταν μία ιδιοκτησία κηρύσσεται διατηρητέα προς χάριν του δημοσίου συμφέροντος, τότε το κράτος πρέπει να είναι ο ρυθμιστής του προβλήματος (αρθ. 4 Συντάγματος, Ν.3028/2002).
Στο παρελθόν, όταν η πολιτική βούληση είχε ως προτεραιότητα τη διατήρηση αυτών των αρχιτεκτονικών κτηρίων, είχε ενεργοποιήσει σειρά μέτρων και κινήτρων προς τους ιδιοκτήτες σε μία προσπάθεια ενθάρρυνσης και ενίσχυσής τους για την αποκατάσταση των κτηρίων τους (επιδότηση μελετών, επιδότηση δαπανών αποκατάστασης όψεων, άτοκα ή με επιδοτούμενο επιτόκιο δάνεια, φορολογικές απαλλαγές). Τελευταία, όμως, παρά τα τεράστια ποσά που κατευθύνονται ακόμη και σε έργα αβέβαιης και αμφίβολης αποτελεσματικότητας, δεν υπάρχουν ανάλογες πρωτοβουλίες, ιδιαίτερα για ιδιωτικά διατηρητέα κτήρια [Ευτυχώς για τα δημόσια και δημοτικά κτήρια υπάρχουν κάποια προγράμματα (Πράσινο Ταμείο) για την επισκευή και επανάχρησή τους].
Είναι, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη ν’ αποτελέσει προτεραιότητα για το Δήμο μας το ζήτημα της διάσωσης και αποκατάστασης αυτού του κτηριακού πλούτου και η διεκδίκηση από τους αρμόδιους φορείς (Κράτος, Περιφέρεια, Πράσινο Ταμείο κ.ά.) για την εξεύρεση γρήγορα εφικτών λύσεων στα χρονίζοντα προβλήματα των ερειπωμένων διατηρητέων της πόλη μας.
Ορισμένα μέτρα που θα κινητοποιούσαν και θα συνέδραμαν τους ιδιοκτήτες είναι η χορήγηση δανείων με επιδοτούμενα κλιμακούμενα επιτόκια, ανάλογα με τη σημασία του διατηρητέου και την επικινδυνότητά του, η βελτίωση των προϋποθέσεων χρηματοδότησής τους από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα των υπουργείων Πολιτισμού και Περιβάλλοντος, της Περιφέρειας, η χρηματοδότηση από το Πράσινο Ταμείο, από το πρόγραμμα «Αντώνης Τρίτσης» και, γιατί όχι, από το αναμενόμενο πακέτο ανάκαμψης της Ε.Ε.
Επίσης, σοβαρό κίνητρο είναι η αξιοποίηση του μηχανισμού μεταφοράς συντελεστή δόμησης που πρόσφατα ψηφίστηκε, είτε με πώληση τίτλων για νομιμοποίηση αυθαιρέτων ή σε επενδύσεις που έχουν ανάγκη από περισσότερη δόμηση κ.λπ.
Η αποκατάσταση των διατηρητέων είναι ευνόητο ότι, εκτός από την αισθητική αναβάθμιση του δημόσιου χώρου που θα επιφέρει, θα δημιουργήσει και αξιοσημείωτη οικοδομική και οικονομική δραστηριότητα στην πόλη, που τόσο έχει ανάγκη και ωφέλεια για το Δημόσιο (ΦΠΑ, φόροι, εισφορές, θέσεις εργασίας κ.α.), ενώ θα προστεθούν στην αγορά αρκετά αξιόλογα κτήρια για εκμετάλλευση.
Δεν μπορεί να μιλάμε για ανάπτυξη, και μάλιστα τουριστική, της Καλαμάτας και να παραμένουν σαν «φαντάσματα» στο κέντρο της ερειπωμένα κτήρια από το 1986!
Του Βασίλη Τζαμουράνη
Πολιτικού μηχανικού, δημοτικού συμβούλου