Καθ’ α πληροφορούμεθα προχθές Κυριακή και ολίγον έξωθι του χωρίου Καρβέλι της Αλαγονίας και εις μίαν έρημον και απόκρημνον περιοχήν ευρέθη φονευμένος ο εκ Καρβελίου 18ετής ποιμήν Κ. Μουργής. Αι συνθήκαι υφ’ ας διεπράχθη το αποτρόπαιον αυτό έγκλημα αλλά και ανευρέθη ο δολοφονηθείς νέος κρατούν εν ζωηρά συγκινήσει τους κατοίκους της περιφερείας Αλαγονίας.
Κατά τας πληροφορίας μας το θύμα το Σάββατον ως συνήθως οδήγησε το ποίμνιόν του προς βοσκήν. Την μεσημβρίαν όμως δεν επέστρεψε δια να γευματίση. Τούτο ανησύχησε τους γονείς του, οι οποίοι ήρχισαν να ζητούν πληροφορίας από τους άλλους συγχωρίους των περί του υιού των. Η ανησυχία αύτη ενετάθη ακόμη περισσότερον αφ’ ης επελθούσης της νυκτός δεν ενεφανίσθη ούτος. Την Κυριακήν ήρχισαν έρευναι παρά των γονέων και συγγενών του καθ’ όσον εφοβούντο μη τυχόν ο υιός των υπήρξε θύμα δυστυχήματος. Τέλος, περί τας απογευματινάς ώρας της Κυριακής και εις μίαν δασώδη περιοχήν ανευρέθη το πτώμα του ατυχούς νέου, το οποίον έφερεν επτά τραύματα δια πιστολίου εις διάφορα μέρη του σώματός του. Εκ των επτά σφαιρών αι οποίαι ερρίφθησαν κατ’ αυτού η μία είχεν εισέλθη εντός του στόματος.
Διαπιστωθέντος ότι επρόκειται περί εγκλήματος ο αστυνομικός σταθμάρχης Αλαγωνίας ανέφερε τηλεγραφικώς εις την ενταύθα Εισαγγελίαν και Διοίκησιν Χωροφυλακής, αμέσως δε ανεχώρησαν μεταβάντες επιτόπου προς ενέργειαν ανακρίσεων χθες την πρωίαν ο αντιεισαγγελεύς Κορκολόγος, ο μοίραρχος Τέγος και ο ιατροδικαστής Συρράκος.
***
-Διελευκάνθη πλήρως το μυστηριώδες έγκλημα
-Ο Μουργής εδολοφονήθη από τον ποιμενόπαιδα Γρηγόριον Ίσαρην
-Ένα αστυνομικόν κόλπον που αποκαλύπτει τον δολοφόνον
Το αποτρόπαιον έγκλημα του χωρίου Καρβελίου της Αλαγονίας, το οποίον κρατεί εν συγκινήσει την κοινήν γνώμην και έθεσεν εις κίνησιν τας ανακριτικάς και αστυνομικά αρχάς της πόλεώς μας επί τριήμερον, διελευκάνθη πλήρως κατόπιν της διονυχιστικής ανακρίσεως την οποίαν ενήργησεν επί τόπου ο αντιεισαγγελεύς Κορκολόπουλος και επιτυχούς αστυνομικού κόλπου το οποίον εξετέλεσεν ο χωροφύλαξ Χαβριδάκης τη υποδείξει του μοιράρχου Τέγου. Προτού όμως εκθέσωμεν τον τρόπον της αποκαλύψεως του δράστου και των συνεργών του στυγερού τούτου εγκλήματος, θα αφηγηθώμεν τα διατρέξαντα μέχρι της στιγμής καθ’ ην το μυστήριον το οποίον εκάλυπτε την δολοφονίαν του ατυχούς ποιμενόπαιδος Γεωργ. Μουργή διελύθη τελείως.
Την πρωίαν του Σαββάτου το θύμα ανεχώρησεν εκ του χωρίου του δια την θέσιν «Ζε» ή «Τοπόλια» απέχουσαν εκ Καρβελίου περί τας δύο ώρας πεζή, δια να βοσκήση τα πρόβατά του. Το εσπέρας δεν επέστρεψεν, ως συνήθως, εις την οικίαν του και οι γονείς του ανησύχησαν.
Ηρεύνησαν παντού αλλ’ ο Γεώργιος Μουργής δεν ανευρίσκετο πουθενά. Όταν εξημέρωσεν η πρωία της Κυριακής οι οικείοι του Μουργή ανησυχούντες πλέον ζωηρώς εξήλθον εις αναζήτησίν του ερευνώντες σπιθαμήν προς σπιθαμήν την βουνοπλαγιάν εις την οποίαν ωδήγει ούτος τακτικώτατα προς βοσκήν τα πρόβατά των.
Η ανεύρεσις του πτώματος
Έπειτα από πολυώρους ερεύνας ανεύρον εντός χαράδρας νοτιοανατολικώς του Καρβελίου και εις απόστασιν πενήντα περίπου μέτρων από της ημιονικής οδού το πτώμα του ατυχούς Μουργή εις υπτίαν στάσιν. Άνωθεν του πτώματος ευρίσκετο απόκρημνος βράχος. Εκ τούτου εσχηματίσθη κατ’ αρχήν η εντύπωσις ότι επρόκειτο περί δυστυχήματος. Υπετέθη δηλαδή ότι ενώ ο Μουργής έβοσκεν εις το μέρος εκείνο τα πρόβατά του, ωλίσθησε και κατέπεσεν εις την χαράδραν τραυματισθείς καιρίως. Το πτώμα του παραληφθέν υπό των οικείων του μετεφέρθη εις το χωρίον. Βραδύτερον ειδοποιήθη ο αστυνομικός σταθμάρχης Αλαγονίας περί του «δυστυχήματος».
Η νεκροψία
Πάραυτα ο σταθμάρχης συνοδευόμενος και υπό ιατρού μετέβη εις Καρβέλιον προς ενέργειαν της συνήθους προανακρίσεως και αυτοψίας δια την εξακρίβωσιν των αιτίων του «δυστυχήματος». Εκ της νεκροψίας όμως την οποίαν ενήργησεν ο ιατρός επί του πτώματος του θύματος διεπιστώθη ότι δεν πρόκειτο περί δυστυχήματος, αλλά φρικιαστικού εγκλήματος. Το πτώμα έφερε πέντε εν όλω τραύματα δια πυροβόλου όπλου ήτοι: Ένα εις την κοιλιακήν χώραν με είσοδον εκ της δεξιάς πλευράς και έξοδον εκ της αριστεράς. Έτερον εις την καρδίαν. Τρίτον διαμπερές εις τον καρπόν της δεξιάς χειρός. Τέταρτον εις το στόμα με έξοδον εκ της οπισθίας ινιακής χώρας της κεφαλής. Πέμπτον επιπόλαιον επί του καρπού της αριστεράς χειρός.
Κατόπιν των ανωτέρω ειδοποιήθη η εισαγγελική αρχή της πόλεώς μας.
Αι αρχαί επί τόπου
Την πρωίαν της Δευτέρας ανεχώρησαν εις Καρβέλιον προς ενέργειαν ανακρίσεων και νέας αυτοψίας ο αντιεισαγγελεύς Κορκολόπουλος, ο μοίραρχος Τέγος και ο ιατροδικαστής Συρράκος, ο οποίος ενήργησε δευτέραν νεκροψίαν επί του πτώματος. Εκ των πρώτων πληροφοριών τας οποίας συνεκέντρωσεν ο αντιεισαγγελεύς εφέρετο ως δράστης ο ποιμενόπαις Γρηγόριος Ίσαρης ετών 17. Διετάχθη αμέσως η σύλληψίς τόσον αυτού όσον και των γονέων του Δημητρίου Ίσαρη και Άννας Ίσαρη. Ούτοι υποβληθέντες εις εξαντλητικήν ανάκρισιν ηρνούντο επιμόνως την ενοχήν των.
Εν τω μεταξύ εκλήθησαν και εξητάσθησαν διάφοροι άλλοι μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν τα εξής ενδιαφέροντα:
1) Ότι μεταξύ των δύο οικογενειών Ίσαρη και Μουργή είχεν αναπτυχθή μίσος, διότι οι Ισαραίοι υποψιάζοντο τους Μουργήδες οσάκις εχάνετο κανένα πρόβατον εκ της στάνης των, ότι το έκλεπτον αυτοί.
2) Οι δύο ποιμενόπαιδες πολλάκις ήρχιζον έριδα μεταξύ των εκ του λόγου αυτού, ο δε Γρηγόριος Ίσαρης, ως ισχυρότερος, κατ’ επανάληψιν είχε ξυλοκοπήσει το θύμα.
3) Πατήρ και υιός Ίσαρης δεν παρέλειπον ευκαιρίαν από του να τονίζουν ότι θα «ξεπαστρέψουν» τον Γ. Μουργήν «αν δεν βάλη μυαλό».
4) Την πρωίαν του Σαββάτου ο Γρηγόριος Ίσαρης εθεάθη πλησίον του τόπου του εγκλήματος συνομιλών ή λογομαχών μετά του θύματος, ευρισκομένου άνωθεν του βράχου όπου ευρέθη νεκρός.
5) Την προηγούμενην νύκτα του εγκλήματος ο Γρηγόριος Ίσαρης δεν διενυκτέρευσεν εις την οικίαν του, αλλ’ εις την στάνην. Ούτος έφερε πάντοτε μαζί του περίστροφον.
Παρά την συρροήν των ανωτέρω ενδείξεων περί της ενοχής των Ισαραίων ούτοι εξηκολούθουν αρνούμενοι πάσαν ανάμειξίν των εις το έγκλημα.
Μερικαί κηλίδες αίματος
Παραλλήλως προς τας ανακρίσεις εγένετο έρευνα εις την οικίαν του Ίσαρη όπου ανευρέθησαν ένα πανταλόνιον φέρον εις τα «ρεβέρ» κηλίδας αίματος. Προφανώς το πανταλόνι είχε πλυθή δια να εξαφανισθούν αι κηλίδες, χωρίς όμως να κατορθωθή τούτο. Εξηκριβώθη ότι κατά την ημέραν του εγκλήματος ο δράστης φορούσε το πανταλόνι αυτό. Επίσης ανευρέθη το υποκάμισο που φορούσεν ο Γρηγόριος Ίσαρης το Σάββατον φέρον καταφανή ίχνη αίματος. Κηλίδες παρετηρήθησαν και επί του εσωβράκου του. Ερωτηθείς ο Ίσαρης πώς εγένοντο αι κηλίδες του αίματος απήντησεν ότι την προηγουμένην είχε «λιώσει» η μύτη του. Εννοείται ότι επί του σημείου αυτού πατήρ, μήτηρ και υιός Ίσαρη περιέπεσαν εις αντιφάσεις εξακολουθούντες να αρνούνται τα πάντα.
Η αποκάλυψις
Είναι φανερόν ότι η συνεχιζομένη άρνησις των Ισαραίων να ομολογήσουν την πράξιν των, είχε φέρει εις εξαιρετικώς δύσκολον θέσιν τας ανακριτικά αρχάς αι οποίαι εν πάση περιπτώσει έπρεπε να έχουν και μίαν ομολογίαν από μέρους των δραστών προς ολοκλήρωσιν του ανακριτικού έργου. Τότε ο κ. Τέγος κατέστρωσε εν συνεννοήσει μετά του αντιεισαγγελέως το εξής σχέδιον το οποίον εξετέλεσεν επιτυχώς ο χωροφύλαξ Χαβριδάκης:
Εις μίαν σκοτεινήν αίθουσαν του σχολείου Καρβελίου ενεκλείσθησαν την νύκτα της Δευτέρας προς την Τρίτην ο Γρηγόριος Ίσαρης, ο πατήρ και η μήτηρ του. Εις την ιδίαν αίθουσαν και εν αγνοία τούτων, είχε προηγουμένως κρυφθή εντός ντουλάπας ο χωροφύλαξ Χαβριδάκης, ο οποίος είχεν ως αποστολήν να παρακολουθή αγρύπνως πάσαν συζήτησιν των κρατουμένων, εις τους οποίους είχε δηλωθή από ενωρίς ότι την πρωίαν θα υπεβάλλοντο εις δευτέραν ανάκρισιν. Η παρακολούθησις αυτή έχυσε πλήρες φως εις την μυστηριώδη υπόθεσιν της δολοφονίας του Μουργή.
Εις μίαν στιγμήν ο πατήρ Ίσαρης ηκούσθη συμβουλεύων τους άλλους:
-Ακούστε δω. Αυτά που είπατε, αυτά να εξακολουθήτε να λέτε. Να μη τ’ αλλάξετε. Κι όπως κανονίσαμε να κάμετε.
Η σύζυγός του ωδύρετο διαρκώς:
-Κακούργοι, τι κάνατε! Μου κλείσατε το σπίτι. Τώρα βρεθήκατε να τον σκοτώσετε που είσαστε γυμνοί και δεν έχουμε τίποτε;
Ο πατήρ συνίστα συνεχώς εις την σύζυγόν του να ομιλή χαμηλοφώνως. Αυτή όμως εξηκολούθει ωδυρομένη:
-Δεν σου το είπα βρε να μη το σκοτώσης το παράλυτο; Τώρα τι έκανες; Τι θα γίνουμε;
Και η συζήτησις έκλεισε με την παρέμβασιν του πατέρα:
-Πάψε πια. Ό,τι έγινεν, έγινε. Τώρα κάνε το σταυρό σου.
Εν τω μεταξύ ο χωροφύλαξ βοηθούμενος και από το κρατούν εντός της αιθούσης βαθύτατον σκότος διωλίσθησεν εκ της ντουλάπας, χωρίς να γίνη αντιληπτός και έφθασε μέχρι της θύρας οπότε εκτύπησε ως να ευρίσκετο δήθεν απ’ έξω. Συγχρόνως είπεν απευθυνόμενος προς τους τρεις κρατουμένους:
- Ωραία την κάνατε την δουλειά σας.
Ο πατήρ Ίσαρης αντιληφθείς ότι παρηκολουθούντο τα έχασε και έσπευσε να είπη προς τη γυναίκα του;
-Δεν σου έλεγα να μη λες τίποτε; Να τώρα τι έγινε!
Παρ’ όλα τα ανωτέρω οι Ισαραίοι εξακολουθούν αρνούμενοι την ενοχήν των. Δεν μένει όμως πλέον καμία αμφιβολία ότι αυτοί είναι οι δράσται. Ο υιός Γρηγόριος Ίσαρης φέρεται ως αυτουργός, οι δε γονείς του ως ηθικοί αυτουργοί του εγκλήματος. Και οι τρεις μετεφέρθησαν χθες ενταύθα και κρατούνται εις το Αον Αστυνομικόν τμήμα. Σήμερον θα παραπεμφθούν εις τακτικήν ανάκρισιν.
***
Πώς εξετελέσθη το έγκλημα
Αι ανακρίσεις δια το στυγερόν έγκλημα του Καρβελίου της Αλαγονίας εσυνεχίσθησαν και χθες καθ’ όλην την ημέραν, υποβληθέντων εις νέαν εξαντλητικήν ανάκρισιν των συλληφθέντων αυτουργού και συνεργών του φόνου του Γεωργίου Μουργή, δεκαεπταετούς ποιμενόπαιδος Γρηγορίου Ίσαρη, του πατρός του Δημητρίου Ίσαρη και της μητρός του Άννας Ίσαρη. Καίτοι οι τρεις κρατούμενοι δεν προβαίνουν εις σαφείς ομολογίας της εγκληματικής πράξεώς των, έχει μορφωθή υπό των ανακριτικών αρχών η ακλόνητος πεποίθησις ότι κύριος δράστης της δολοφονίας είναι ο Γρηγόριος Ίσαρης με συνενόχους τους γονείς του.
Οπωσδήποτε εκ της προόδου των ανακρίσεων ήλθον εις φως και τα εξής νέα επιβαρυντικά δια τους Ισαραίους στοιχεία: Κατ’ αρχήν εξηκριβώθη ότι την προηγουμένην ημέραν του εγκλήματος, ήτοι την πρωίαν της παρελθούσης Παρασκευής είχον συναντηθή παρά την θέσιν Ζε ή Τοπόλια οι δύο ποιμενώπαιδες – δράστης και θύμα – και είχον πρεριέλθη εις έριδα δι’ ανεξακρίβωτον εισέτι αιτίαν. Ούτοι εθεάθησαν, υπό τινός γυναικός, συμπλεκόμενοι και αλληλογρονθοκοπούμενοι επί ενός υψώματος κειμένου ύπερθεν της χαράδρας εντός της οποίας ανευρέθη το πτώμα του ατυχούς Γεωργίου Μουργή.
Επίσης διεπιστώθη κατά τρόπον αδιάσειστον ότι η Άννα Ίσαρη, μητέρα του δράστου, το απόγευμα του Σαββάτου έπλυνε τα ενδύματα του υιού της δια να εξαφανίση τα επ’ αυτών υπάρχοντα πειστήρια του εγκλήματος, ήτοι τας παρατηρηθείσας κηλίδας αίματος. Εξ άλλου ο δράστης ενώ την πρωίαν του Σαββάτου εθεάθη με ένα παληό σακκάκι και λερωμένο υποκάμισο, το απόγευμα φορούσε άλλο σακκάκι και υποκάμισο το ίδιο, αλλά πλυμένο και φρεσκοσιδερωμένο.
Η αδελφή του δράστη ανακρινομένη υπό του αντιεισαγγελέως Κορκολοπούλου και του διοικητού της Υποδιοικήσεως Χωροφυλακής μοιράρχου Τέγου κατέθεσεν ότι ο Γρηγόριος Ίσαρης την μεσημβρίαν του Σαββάτου επέστρεψεν εις την οικίαν του «κάπως αλλοιώτικος» και εφαίνετο ταραγμένος. Παρά την συρροήν αυτήν των ενοχοποιητικών στοιχείων, ο δράστης εξακολουθεί ισχυριζόμενος ότι είναι τελείως αμέτοχος της δολοφονίας του Μουργή.
Ας σημειωθή ότι τόσον ο Γρηγόριος Ίσαρης όσον και ο πατήρ του είναι ζωηρού χαρακτήρος άνθρωποι και δίδουν την εντύπωσιν εγκληματικών φυσιογνωμιών. Ο Δημήτριος Ίσαρης, ως λέγεται, το μεγαλύτερον μέρος της περιουσίας του έχει σπαταλήσει εις τα δικαστήρια μετά των οποίων είχε συχνότατα δοσοληψίας.
Πώς έγινε το έγκλημα
Εκ των μέχρι τούδε ευρισκομένων εις χείρας των ανακριτικών αρχών στοιχείων προκύπτει ότι το έγκλημα έλαβε χώραν ως εξής:
Μετά την πρώτην συμπλοκήν μεταξύ του δράστου και του θύματος της παρελθούσης Παρασκευής ο Γρηγόριος Ίσαρης απεφάσισε να «ξεπαστρέψη» τον Μουργήν. Αφού καθ’ όλην την νύκτα της Παρασκευής κατέστρωσε καλώς το σχέδιον «εκτελέσεως» του θύματος, διανυκτερεύσας εις την στάνην του και ουχί εις την οικίαν του, ως συνέβαινε συνήθως, μετέβη την πρωίαν του Σαββάτου προς συνάντησιν του Μουργή, παρά την θέσιν Τοπόλια.
Πράγματι, οι δύο ποιμενόπαιδες συνηντήθησαν εξ αποστάσεως αρκετής και ελογομάχησαν. Ο Γεώργιος Μουργής κατά την λογομαχίαν ευρίσκετο επί του υψώματος, ύπερθεν της μοιραίας χαράδρας, ενώ ο δράστης κάτωθεν αυτού και πιθανώς παρά την παραπλεύρως διερχομένην ημιονικήν οδόν.
Αφού θα παρήλθον αρκετά λεπτά της ώρας από της λογομαχίας μεταξύ δράστου και θύματος, ο Μουργής επεχείρησε να κατέλθη του υψώματος και δια της χαράδρας να φθάση εις την ημιονικήν οδόν. Ο Ίσαρης προφανώς του είχε στήσει ενέδραν πλησίον του βράχου, κάτωθεν του οποίου ευρέθη το πτώμα του θύματος. Εκείθεν επυροβόλησε κατ’ επανάληψιν κατά του Μουργή τραυματίσας αυτόν καιρίως εις την καρδίαν και την κοιλιακήν χώραν. Κατόπιν του έρριψε, πιθανώς, και την «χαριστικήν» βολήν εις το στόμα, καθ’ όν χρόνον το θύμα είχε πέσει υπτίως εις την πλαγιοκορφήν του βράχου.