(Μέρος 1ο)
Έχουν γράψει τόσοι και τόσοι, ντόπιοι και ξένοι για την Καλαμάτα μας. Μα καθένας βλέπει κάτι με διαφορετικό μάτι, με διαφορετική διάθεσι και κάνει δικές του σκέψεις και κρίσεις για κάθε τι.
Με την μικρή μου αυτή έρευνα γύρω από την ζωή της πόλης μας, θα προσπαθήσω να δώσω, μέσα σε λίγες συνέχειες, κάτι από την Καλαμάτα που γελάει, με τις χαρές της, με το γέλιο της, με τα κέφια της…
Αλλά ακόμη και κάτι από την Καλαμάτα που πονάει, που ζητάει.
Δεν φιλοδοξώ, ξηγημένα πράγματα, να κάμω φιλοσοφία (!) και σκέψεις φιλοσοφικές, ούτε έχω άλλως τε καμιά διάθεσι για τέτοια πράγματα ή ακόμη αν θέλετε και τη δύναμι για κάτι τέτοιο.
Την ασχολία αυτή τη χαρίζω σε άλλες πέννες.
Ό,τι γράψω, θα το γράψω πιο πολύ εύθυμο, έστω και αν είναι λυπηρό και προ παντός ρεαλιστικό, ακόμη δε με φράσεις και λέξεις όχι ακαταλαβίστικες.
Εμπρός λοιπόν με κέφι…
Εις την Λεωφόρον Χαλβαδοποιίας με τους «Βασιλείς του Χαλβά»
-«Χίλιοι την πάνε από μπρος και δύο χιλιάδες πίσω»
Αν υπάρχη ένας δρόμος στην Καλαμάτα μας που θα μπορούσε να αξιώση την τιμήν να λέγεται «δρόμος της αγάπης», είναι ασφαλώς η Λεωφόρος Σιδηροδρομικού Σταθμού.
Εκεί θα συναντήσης όλους τους «Βασιληάδες του χαλβά»…
Παρακολουθήστε με παρακαλώ! Θα δήτε και θα ακούσετε ωραία πράγματα.
-Δεσποινίς, μπαρντόν, σας έφυγε ένας πόντος!
Και το καϋμένο το κορίτσι ταράζεται.
Κυττάζει με τρομάρα τις μόλις προ 2 ημερών αγορασθείσας, αντί 165 δραχμών παρακαλώ, κάλτσες του, από τον Πίπη της οδού Αριστομένους.
Ανακαλύπτει ότι τίποτε δεν της έφυγε, τίποτε δεν της έπεσε, και προχωρώντας στις ατέλειωτες βόλτες της ψιθυρίζει από μέσα της…
-Άει στο διάβολο… κύριε!
Και ο νεαρός λεοντιδεύς και τρομερός Δον – Ζουάν χάσκει για το… βλακώδες του αστείο.
Αχ! Τι τραβάει ο καϋμένος αυτός ο δρόμος.
Από τις 7 το βραδάκι αρχίζει το όργωμά του. Τι δεν βλέπει, τι δεν ακούει…
Ε! Θεέ μου και νάμουνα… δρόμος…
Από τις 7.00 μ.μ. μέχρι τις 9.00 μ.μ. πόσο ωραία πράγματα θάβλεπα, πόσα ερωτόλογα, μα και υβρεολόγια δεν θα άκουγα!
Αφού τώρα που περνάς δίπλα δίπλα ακούς τόσα και τόσα όμορφα πραγματάκια – παρά τις τόσες προφυλάξεις και το ψιθυριστό στις συνεννοήσεις.
Αφού λοιπόν όταν είσαι από πάνω βλέπεις τόσα ωραία πράγματα κι αλληθωρίζεις, για σκέψου να είσαι δρόμος και να τα βλέπης από κάτω!
Όλοι οι Καλαματιανοί Δον Ζουάν, οι κομψευόμενοι «Βασιληάδες του χαλβά» με την αψόγως ευθυγραμμισμένην, τη λαδωμένην, τη γκρασσαρισμένη χωρίστρα τους, επιδίδονται στις 7 τόσες βόλτες, που σίγουρα όλες μαζί κάνουν δυο φορές το Μαραθώνιο.
Να κάτι καλό από αυτό…
’Ισως αύριο κάποιος Καλαματιανός πάρη το μαραθώνιο στο Ελσιγφόρς!
Από τις 7 καταφθάνουν αι λεοντιδείς προ παντός ο ανδρικός ιπποτισμός.
Εις τας 7 1/2 αρχίζουν να καταφθάνουν τα θηλυκά.
Οι καταφθάνουσες πρώτες εκ των δεσποινίδων υφίστανται ομαδικήν επίθεσιν από τους σκύλους… που μέχρι κείνη την ώρα το μάτι τους είχε γίνει κουρκουμπίνι… για θηλυκό.
Αρχίζουν οι ακροβολισμοί…
Θεέ και κύριε, κάτι ματιές, ματιές μοιραίες, ματιές τρελλές, ρωμαντικές, μαγκιόρικες.
Ματιές αλά Γκρέτα Γκάρμπο, αλά Σπένσερ Τρέυση, αλά Βίβιαν Ρωμάνς, αλά Ρομπέρ Τέυλορ… και δεν συμμαζεύεται.
Και αι δεσποινιδούλες περήφανες κι αυτές για τις τόσες και τόσες ματιές που πέφτουν βροχηδόν επάνω τους, κορδώνονται, παίρνουν το μοιραίο ύφος που νομίζουν ότι τους πάει και κυττάζουν με ύφος Μαχαρανής την στρατιά των θαυμαστών.
Και δώστου βόλτες πάνω – κάτω, κάτω – πάνω μέχρις ξεθεώματος.
Σε λίγο πια η ράχη του μαύρου δρόμου φέρνει επάνω της ό,τι ωραίο έχει να επιδείξη η Καλαμάτα σε ομορφιά.
Η μοδιστρούλα, όπως και η αριστοκράτισσα, έχει καθεμιά από πίσω της και το επιτελείο της…
-Άντε να χαθής, βλάκα, λέει σε μια στιγμή μια ζουμπουρλούδικη μικρούλα σε κάποιον μανδράχαλο που έπεσε επάνω της κατά λάθος εξ επίτηδες.
Και ο νεαρός, ευχαριστημένος, απαντάει…
-Επί τέλους, παιδί μου, άνοιξες το στοματάκι σου, που τώχες κλεισμένο θαρρείς και πήγαινες στους… κλείδωνες.
Και η προ ολίγο ξινισμένη Μιντινεττούλα γελάει με την έξυπνη απάντησι του μανδραχαλέα.
Η συνέχεια «σε δρομάκια σκοτεινά που η αγάπη περνά».
Οι σοβαροί νεαροί της Καλαμάτας κυττάζουν με κάποια δήθεν αδιαφορία τον ωραιόκοσμο που οργώνει κάθε βραδάκι στας 7 τη λεωφόρο Χαλβαδοποιίας.
Αυτοί είναι οι εκλεκτοί νέοι μας, που έχουν πάντα σαν μουτσούνα ένα μπλαζεδίστικο ύφος 42 τουλάχιστον Μαρκησίων…
Σαν πια λιγωθούν από τις βόλτες, αράζουν στο «Τριανόν».
Εδώ πια είναι για νάναι: Προ παντός σοβαρότης. Να το έμβλημα του χώρου.
Ύφος ύφος ή ύφος, όπως λέει κάποιος.
Ξέρεις, παιδί μου, τι πάει να πη ύφος!
Πρώτα – πρώτα κάθισμα αξιοπρεπές, υποκλίσεις εδαφιαίες και καπελλιές από εδώ κι από εκεί, όταν μάλιστα η παρέα έχει και θηλυκό, κλαίγε με, μάννα μου, κλαίγε με.
Ο Κυριάκος καταφθάνει: Παραγγελία με ύφος τουλάχιστον 18 βαρώνων… της κομπόστας με 8 νερά…
Άμοιρε, Κυριάκο, τι τραβάς μ’ αυτά τα νερά, λες και όλοι τους έχουν υδρωπικίαγια την τύχη σου.
Τρώγεται η καταφθάσασα κομποστούλα και όπως η Βαρώνη Σταφφ διατάσσει, βουτιούνται και τα 4 δαχτυλάκια μέσα στο ποτήρι… για μπουγάδιασμα.
Οι «Χονδρός και Λιγνός» δίπλα στο «Τριανόν» κολλημένοι στον τοίχο σαν χαλκομανίες, έχουν ξεκαρδισθή στα γέλοια βλέποντας όλη αυτή τη σοβαρότητα και το ύφος.
Προ παντός ύφος!
Ο «Λιγνός» που τόσο δύσκολα γελάει, τσιγκλάει το Χονδρό, που κρατάει την κοιλίτσα του από τα γέλοια, ρωτώντας τον:
– Εμείς ή αυτοί είναι «Ηρωικά Κωθώνια»;
Κάποιος νεαρός καρδιοκαταχτητής (!) διακρινόμενος για την εξαιρετική του επίδοσι… στο χαιρετισμό με καπελλιές μέχρις αστραγάλων, εισέρχεται στον περίβολο.
Αφού τράβηξε καμμιά εικοσαριά (δεν τις μέτρησα αλλά πάνω-κάτω τόσες θάτανε) βόλτες θρονιάζεται μεγαλοπρεπής σε 3 καρέκλες και ο Κυριάκος σε λίγο σερβίρει το ουζάκι. Παίρνει μια μπλαζεδίστικη όψι και περιφέρει τα αέτια βλέμματά του προς άγραν θηλυκού.
Στο μεταξύ καταβροχθίζει τους Γίγαντας, ο Γίγας αυτός των γυναικο-καρδιο- κατακτητών…
Ο φίλος μου που καθόμαστε μαζί, την κάνει εν τω μεταξύ ψώνιο…
Με σκουντάει με δύναμι λέγοντάς μου:
-«ΜΕΦΙΣΤΟ», η Βίβιαν- Ρωμάνς.
Πετιέμαι επάνω και κυττάζω από εδώ και από εκεί.
-Η Βίβιαν – Ρωμάνς στην Καλαμάτα; Σίγουρα θα έμαθε ότι έχουμε ωραία παιδιά εδώ και ήλθε για να πιάση ράτσα…
Ο φίλος μου με τραβάει να καθίσω και μου δείχνει συγχρόνως μια δεσποινίδα που κάθεται την ίδια στιγμή 10 μέτρα μακρυά μας.
-Κύτταξε, «Μεφιστό», πώς της μοιάζει!
Τι μάτια, τι φρύδια, τι μαλλιά, τι σώμα!
-Βασιλάκη, Βασιλάκη παιδί μου! Συγκεντρώσου, συγκεντρώσου γιατί την ψώνισες, και είσαι και τόσο νέο αγόρι…
Κυττάζω λοιπόν και εγώ, που λέτε, την εγχώρια Βίβιαν Ρωμάνς…
Ύφος τρελλό, μαλλιά τέλεια απομίμησις, κουνήματα, τσακίσματα κ.τ.λ. όλα αρλουμποειδώς αντεγραμμένα.
-Ποιος το πήρε το κορίτσι στο λαιμό του (;), το κορίτσι.
Ας όψεται, ας όψεται…
Πάει κι αυτή.
Αυτά και τόσα άλλα βλέπετε κι ακούτε στο δρόμο των «Βασιληάδων του χαλβά» και ύστερα σου λένε ότι δεν είμεθα έξυπνα παιδιά εμείς οι Έλληνες, που, θεέ μου, να τους έδενες και… ποτέ να μη τους έλυνες.