Η ΨΑΡΟΜΑΝΑ
Από μικρό παιδί τον ενθυμούμαι τον μπάρμπα – Γιώργη. Λεπτός, κοντός, επερνούσε τακτικά από το δρόμο μας με το καλάμι στα χέρια, μεταβαίνων εις το καθημερινό του κυνήγι.
Όλοι έλεγαν «ο μπάρμπα – Γιώργης ο ψαράς». Δια να ήτο όμως ψαράς δεν ήτο, διότι τον διεκδίκη η ραπτική. Εξ απαλών ονύχων όμως ετρελλαίνετο να πηγαίνη σε κανένα βράχο του γυαλού δια να ψαρεύη. Είναι δηλαδή ερασιτέχνης από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Τώρα όμως τα τελευταία χρόνια η τέχνη του τον έχασεν όλως διόλου και τον έχει τακτικόν η θάλασσα και τα ψάρια τον γνωρίζουν όπως οι άνθρωποι.
Θα τον έχετε ιδή στον μώλο με το καλαμίδι του στα χέρια να ρεμβάζη παρατηρών τα βαθυκύανα νερά και το φελλό του.
Πολλάκις εχαλούσα το μυαλό μου να εννοήσω τι κερδίζει αυτός ο άνθρωπος που φεύγει από τη δουλειά του δια να κάθηται ακίνητος και σε στάσιν προσευχής εμπρός στο λιμάνι. Διότι ποτέ δεν είδα το μανδυλάκι του να έχει τίποτα άλλο από τον δόλο που ρίχνει στα ψάρια.
Φαίνεται δε ως να μιλή με τα ψαράκια τα οποία τσιμπούν το αγκίστρι του.
Αυτός ο άνθρωπος είναι ποιητής! Ήκουσα μια μέρα να λέγη ένας δια τον μπάρμπα – Γιώργη.
Και δεν είχεν άδικον. Διότι εν αντιθέσει προς τους τιτλούχους τοιούτους επερνούσεν αληθινή ζωή ποιητού. Πάντοτε επροτίμα τη μοναξιά στην παραλία, τας δε νύκτας δεν εξεκολλούσεν από το κεφάλι του μώλου και εφαίνετο ότι εμιλούσεν ή με τον εαυτόν του ή με την θάλασσα.
Και χρυσή καρδιά ο καϋμένος! Πολλάκις μας εδιηγείτο άθλα του εν σχέσει με την αλιείαν του. Π.χ. μας έλεγεν ότι μια βραδυά με το φεγγάρι, εψάρευε στο μώλο. Εκεί όμως που επρόσεχε δια κανένα τσίμπημα τον πήρε ο ύπνος. Σε λίγο ένα μεγάλο ψάρι που επιάστηκε στο αγκίστρι του τον ετράβηξε μέσα κοιμισμένο στην θάλασσα. Θα τον τραβούσε δε μέσα στο πέλαγος, εάν δεν ετύχαινε να σκουντηχτή με μια βάρκα!
Τα τελευταία μάλιστα χρόνια του έδωσαν και ένα διακριτικό όνομα. Τον λέγουν «ψαρομάνα» και «το στοιχειό του μώλου».
Και εγώ όταν έλειπα απ’ εδώ, όταν ήρχετο στο νου μου ο μώλος της πατρίδος μου, θα εφανταζόμουν ως απαραίτητον και τον μπάρμπα – Γιώργη καθισμένο σε μια πέτρα με το απαραίτητο καλάμι στο χέρι.
Είχα καιρό πλέον να τον ιδώ και πάρα λίγο να τον λησμονήσω. Προχθές επεριπατούσα στο μώλο με το φως της Σελήνης, ότε αίφνης είδα και ήκουσα στο πίσω μέρος έναν άνθρωπο να κουβεντιάζη μόνος του. Κάτι λόγια ακατάληπτα, ασυνάρτητα. Εκοντοστάθηκα να ακούσω και τον είδα να κρατή στο χέρι του ένα ψάρι που εσπαρτάριζε στα χέρια του και το εχάιδευε.
Έξαφνα με μιαν απότομον κίνησιν το επέταξε πάλι στην θάλασσα. Περίφημος ψαράς! εσκέφθην. Και από περιέργεια εγύρισα στο άλλο μέρος και τον επλησίασα.
Δεν εβάστηξα και του είπα.
-Δεν μου λες, σε παρακαλώ, διατί το επέταξες μέσα;
-Και τι να το κάμω; μου απάντησε στραφείς.
Αλλ’ ω της εκπλήξεως! Ήταν ο μπάρμπα – Γιώργης, η ψαρομάνα.
Αλλά τα γένια του και τα μαλλιά του δεν ήσαν πλέον τα ίδια. Ήσαν κατάλευκα.
Γεροντάκι πλέον.
-Εσύ σαι, μπάρμπα – Γιώργη; του λέγω. Τι κάνεις;
-Ε! τι να κάμω; Ψαρεύω!
Ψαρεύει… πάντοτε ψαρεύει.
Τότε ενεθυμήθην εκείνον τον λόγον, ότι είναι ποιητής.
Γιατί βέβαια ποιητού ψυχήν θα έχη να κάθηται μέρα και νύχτα και να κυττάει την θάλασσα.
Ποίος ξέρει τι έχει και το ονειρεύεται εκεί;
Και μάλιστα αφού πετάει τα ψάρια πάλιν στην υγρά πατρίδα τους, θα πη ότι δεν κάθηται δια τα ψάρια, αλλά θα ονειροπολεί κάτι άλλο.
Και αυτό το κάτι άλλο σαν να μου το εξήγησεν ο ίδιος.
-Εδώ πέρα βλέπω έναν άλλον κόσμον, μου είπε, που μαρέσει. Μου φαίνεται σαν εκείνον που θα πάω.
Και το «στοιχειό», γεροντάκι πλέον, εξακολουθεί ακόμα το κυνήγι του.
Κ. Φαραίος
_______________
Ο ΝΤΕΛΑΛΗΣ
«ΘΑΡΡΟΣ» 1 Απριλίου 1901
Η φωνή του βραχνή, σαν ήχος ξεχαρβαλωμένης σειρήνας, ακούστηκε και χθες στην αγορά, στους κεντρικούς και απόκεντρους δρόμους της Καλαμάτας. Ήταν ένας άνθρωπος ρακένδυτος και ρυπαρός, που ντελάλιζεν ένα σπουδαίο γεγονός… για τους μπεκρήδες:
-Στου τάδε την ταβερνάρα πωλείται οίνος εξαιρετικής ποιότητος, οκτώ δραχμές την οκάαααα!
Οι περαστικοί των δρόμων σταματούσαν για λίγες στιγμές ν’ ακούσουν τον ντελάλη, λες κι επρόκειτο ν’ αναγγείλη την κήρυξι του πολέμου στην Ευρώπη. Οι καταστηματάρχες αφήναν τις δουλειές τους και βγαίναν από τα μαγαζιά τους για να μάθουν τα νέα. Κι άλλοι – μαζί δε μ’ αυτούς κι η μερίδα της γειτονιάς – φτιάναν κύκλο γύρω από τον άνθρωπο π’ άφηνε το βραχνό ουρλιαχτό του σα λαβωμένο σκυλί κι έσπαζαν κέφι.
Εκείνος ωστόσο το… βιολί του.
-Τρέξτε να προλάβετεεεε!
Ένας ξένος – Αθηναίος- που για πρώτη φορά είχε την τιμή να επισκεφθή την ένδοξη αυτή πολιτεία – περίεργος να μάθη περί τίνος επρόκειτο, ρώτησε τον πρώτο Καλαματιανό που βρήκε μπροστά του.
-Τι έπαθεν αυτός και ξεφωνίζει έτσι;
-Εεείανι ντελάλης, κύριε!
-Ντελάληηης; ρώτησε με ζωγραφισμένη την έκπληξι στο πρόσωπό του ο Αθηναίος.
-Μάλιστα… Διαφημίζει το κρασί κάποιας ταβέρνας.
-Γιατί υποβάλλετε τον φτωχό αυτό ανθρωπάκο στο τρομερό μαρτύριο να γυρίζει στους δρόμους σαν δαιμονισμένος και να αναστατώνη τον κόσμο με τις φωνές του;
Ο Καλαματιανός αρκέστηκε να σηκώση τους ώμους του, ενώ ο ξένος επισκέπτης της Καλαμάτας επροχώρησε στο δρόμο του κινώντας μ’ απογοήτευσι το κεφάλι του.
Η σκηνή αυτή, κύριέ μου, είναι πέρα για πέρα σωστή. Ο ντελάλης επροκάλεσε την περιέργεια του Αθηναίου που, όπως φαίνεται, είχε την ιδέα ότι ερχόμενος στην Καλαμάτα θα βρισκόταν σε μια πολιτεία εξελιγμένη.
Ω, ας υπήρχε και στην πολιτεία αυτή, έστω και σκιά τουρισμού, για ν’ αρπάξη από το γιακά τον ντελάλη και να τον ρίξη στα τάρταρα της σκοτεινής Τουρκοκρατίας που μας τον εκληροδότησε.
Ο γνωστός σας
___________
Ο ΟΔΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ
«ΘΑΡΡΟΣ» 5 Αυγούστου 1901
Θα τον βλέπετε καθ’ εκάστην, όχι συγγνώμην κάθε μήνα ήθελα να είπω, σύροντα βραδέως και μετά μεγάλου καμάτου την σκούπαν του επί των οδών. Είναι το πρώτον αντικείμενον το οποίον έρχεται εις συνάφειαν με την βρώμαν, καίτοι εις τας Καλάμας λόγω απολυμάνσεως ευρισκόμεθα όλοι εις άμεσον συνάφειαν με την βρώμαν.
Παρακολουθείται πάντοτε από το απαραίτητον κάρον της καθαριότητος εμπρός του οποίου έχει στυλώσει τέσσερα πόδια ο Αχαμνόεις, το μόνον πράγμα το οποίον παρέχει την καλλιτέραν συνδρομήν εις την υγείαν μας.
Παρά το κάρρον ίσταται πάντοτε εις αστυφύλαξ κρατών ενίοτε και μικράν βεργίτσαν εις τας χείρας, σημείον ίσως υπηρεσίας, δια της οποίας καθοδηγεί τον οδοκαθαριστήν εις την εκτέλεσιν των αληθώς υψηλών αυτού καθηκόντων.
Ούτω παρίσταται αυτή η ομάς κάθε πρωίας, της οποίας η εμφάνισις προαγγέλλεται δια του απαραιτήτου κροταλισμού ενός τροκάνου αναρτημένου και αυτού από του κάρρου. Ο κροταλισμός αυτός είναι το εωθινόν μιας άλλης τάξεως ανθρώπων, υποχρεωμένων εις την πρόσκλησιν αυτήν να δώσωσι το παρόν τσακιζόμενοι από τις σκάλες και τα παράθυρα.
Την τάξιν αυτήν αρκεί να σκεφθήτε, ότι αύτη είναι εκείνη η οποία, εκτός του σκουπιδιάρη, είναι υποχρεωμένη να διαστείλη τα χείλη ολίγον ερωτύλων προς τον βραχνιασμένον μανάβη, προς τον άπλυτον γαλατάν διαδοχικώς από της ανατολής του ηλίου μέχρι τουλάχιστον της δεκάτης πρωινής ώρας.
Από την παρέλασιν αυτή του γαλατά, του μανάβη, του σκουπιδιάρη και του γυρολόγου, της πρωινής αυτής στρατιάς, μόνον ο ατυχής σκουπιδιάρης είναι αναγκασμένος να ευρίσκεται εις διαρκείς γκρίνιας με το υπηρετικόν των κυριών.
Ε, σκουπιδιάρη, ακούεται η φωνή αγρία της δούλας, στάσου να πάρης τα σκουπίδια. Και ο ατυχής σκουπιδιάρης είναι υποχρεωμένος να σταθή. Ενώ η φωνή αυτή της δούλας, η τόσο άγρια προς τον σκουπιδιάρην, καθίσταται μάλλον ηπία, μάλλον γλυκεία και θωπευτική προς την υπόλοιπον στρατιάν, η οποία πιστή, πιστοτάτη εις τους τύπους της αβροφροσύνης, ανταποδίδει τα ίσια εις τα μειδιάματα και τα μαύρα μάτια της… Ανδριάνας.
Και η προτίμησις αύτη ευκόλως εξηγείται όταν αναλογιθή τις ότι ο μανάβης των Πανδρομενέικων της Αθήνας ανεβίβασε την Ανδριάναν του και μέσα στα βασιλικά ακόμη σαλόνια.
Με όλην όμως αυτήν την προφανή περιφρόνησιν, με όλην του την αντιζηλίαν ο σκουπιδιάρης δεν παύει όταν διέρχεται από κάτω από το σπίτι να κρούη τον τρόκανόν του για να αρχίση πάλι ταις γκρίνιες.
Και σύρεται σύρων εις τας οδούς την εφθαρμένην σκούπαν του και τον μόνον του σύντροφον και ομοιοπαθή φίλον του Αχαμνόεντα μέχρις ότου καμμίαν πρωίαν τους σύρει και τους δύο μαζί η βρώμα εις τα τάρταρά της, τα οποία εν Καλάμαις έχει στήσει παντού.
Ο γνωστός σας