Τα σύννεφα διαλυθέντα εκαθάρισαν την πόλιν μας, και οι δρόμοι επαρουσιάσθησαν σφουγγαρισμένοι στον ήλιο της Κυριακής, ο οποίος ωδήγει το σελασφόρον άρμα του σε καταγάλανο ουρανό, καθάριο ως να τον έπλυναν οι άγγελοι.
Η κυριακάτικη λειτουργία είχε παύση, το λιβάνισμα είχε διασκεδασθή εις τα ουράνια ύψη προ των ρωθώνων των Χερουβείμ και η φωνή του ψάλτου δεν αντήχει υπό τους θόλους του ναού.
Ο κόσμος εξεχύνετο στους δρόμους και στας εξοχάς απολαύων της γλυκείας χειμερινής θαλπωρής, ο κόσμος του πνεύματος και των χειρών, ο επιστήμων με την άμεμπτον περιβολήν του και ο εργάτης με τα καθαρά δρίλινα ρούχα του, και οι μεν και οι δε με την αυτήν περιβολήν της ψυχής, η οποία ενδύεται τα γιορτινά της την Κυριακήν, ήτις παρίσταται εις την ψυχήν μας λευκή και άσπιλος, εις την οποίαν ψάλλουν από της πρωίας μέχρι της εσπέρας τα γλυκυκέλαδα Σεραφείμ με τα αριστοτεχνικά τους δοξάρια.
Δεν ηξεύρω διατί αυτή η ημέρα μου έχει σαγητεύση την ψυχήν.
Όλα μου φαίνονται εν πανηγύρει ανυμνούντα την δόξαν του Πλάστου.
Από μικρό παιδί που την επερίμενα να καθίσω από το σχολείο μέχρι σήμερον που την περιμένω ως μίαν ανάπαυλην των μόχθων, πάντοτε μου ενδύει την ψυχήν με μίαν απαλάν μεταξίνην εσθήτα η οποία δεν προέρχεται από τον κόσμον τούτον.
Το αισθάνομαι εγώ και δεν πιστεύω να είμαι μόνος. Η ζωή την οποίαν βλέπει κανείς την Κυριακή, η ζωή την οποίαν είδα χθες, μαρτυρούσι την αλήθειαν.
Ο κόσμος εξεχύνετο στους δρόμους και στας εξοχάς απολαμβάνων της γλυκείας χειμερινής θαλπωρής, η οποία σαν παχύχνουδο επανωφόρι εθέρμαινεν όλους όσοι επερπατούσαν εις την δυτικήν πλευράν του ποταμού.
Πέραν, προς ανατολάς, τα βουνά είχον περιβληθή την πολιάν των, ως κόμην γέροντος, χλαμύδα, ενώ επρασίνιζον αι γύρω τόποι από τα φυτά και τα δένδρα τα οποία μου ενεθύμιζον του Απριλίου την ανθηρότητα.
Απέναντί μου υψούτο ενδεδυμένον και αυτό με την πρασινάδα το φρούριόν μας, και μόνον προέβαλλον προς τα άνω φαλακρά και μαυρισμένα λείψανά του, από τα οποία ενόμιζε τις ότι τώρα θα προβάλλη ο σιδηροθωρακισμένος ιππότης της νύμφης του Αδρία, η Καλαματιανή λυγερή με τη στάμνα της ή γέρων τις με την λευκήν φουστανέλλα του και τον κεφαλόδεσμον εις το κόκκινο φέσι.
Και διαβατικαί οπτασίαι εθάμβωνον τον νουν μου με την περασμένη σκηνογραφία, και την φευγαλέαν ζωήν η οποία ολίγον κατ’ ολίγον απεχώρει από τους ορθοπαγείς βράχους, και μόνον μερικά ασβεστοχρισμένα σπιτάκια απήλαυον του αρχαίου εδάφους, το οποίον αντικρύζουν οι μεγαλοπρεπείς τρούλλοι των εκκλησιών της νέας πόλεως.
Και το ποτάμι εμουρμούριζε γλύφοντας τα μαυρισμένα πόδια του κάστρου φανερώνων τον φεύγοντα χρόνον και τας παρερχομένας γενεάς.
Αίφνης χαρωποί γέλωτες νεανίδων διέκοψαν τον μυστικισμόν της φευγαλέας εικόνος.
Με μπουκαλάκια γεμάτα από λάδι στο χέρι, σαν μικρό κοπάδι από πεταλούδες επήγαιναν γελασταί και σφριγώσαι «να ανάψουν τα ξαμώνια» και η γύρω πρασινάδα, και το μουρμούρισμα του ποταμού εμιλούσαν λόγια της ζωής στο πέρασμά τους.
Και εμπρός μου εζωγραφήθη η περασμένη με την νέαν ζωήν, η οποία και αυτή θα περάση.
Και μία χαρά ζωής επλήρωσε την Κυριακάτικη ατμόσφαιρα στο πέρασμά τους που έδωκε μαγεία και γλυκύτητα στην φύσιν, η οποία με την Κυριακάτικην στολήν της μας εδείκνυεν ότι δεν απωλέσθη δι’ ημάς ο Παράδεισος, αλλά μένει και μόνον ημείς φεύγομεν…
Διατί να μη απολαύσωμεν των ωραίων θελγήτρων της γης μας, η οποία είναι γλυκεία;
Και την γλυκύτητά της αυτήν την αισθάνεται κανείς διπλασίαν με την Κυριακάτικη στολή της και με τα Κυριακάτικα μάτια της ψυχής, τα οποία βλέπουν πλέον ξάστερα από τας άλλας ημέρας…
Και ο κόσμος εξεχύνετο με σώμα και ψυχήν ξεκουρασμένη στους δρόμους και εις τας εξοχάς, μέχρις ότου η καμπάνα, γλυκεία και μελαγχολική εσήμαινε στην ώρα του λυκόφωτος το μεγαλείον του ουρανού και της τωρινής πατρίδος μας γης…
Κώστας Φαραίος