«ΘΑΡΡΟΣ» 21 Αυγούστου 1960: Συμπεράσματα εκ των ευρημάτων της πλατείας Υπαπαντής

«ΘΑΡΡΟΣ» 21 Αυγούστου 1960: Συμπεράσματα εκ των ευρημάτων της πλατείας Υπαπαντής

ΑΝΕΚΑΛΥΦΘΗ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΝ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΦΑΡΩΝ

Η Καλαμάτα συνεχίζει ζωήν από τους Μυκηναϊκούς Χρόνους

Του Μίλτη Παρασκευαΐδη

«ΘΑΡΡΟΣ» 21 Αυγούστου 1960

Μέρος 2ον

Η πόλις των μυκηναϊκών χρόνων
Κατά την Ιλιάδα αι Φαραί ήσαν υπό την επικυριαρχίαν του Αγαμέμνονος και μία από τας επτά πλησίον της θαλάσσης κειμένας πόλεις, τας οποίας ο βασιλεύς αυτός των πολυχρύσων Μυκηνών υπέσχετο να δώση ως προίκα εις τον Αχιλλέα αν ενυμφεύετο μίαν από τας τρεις θυγατέρας του – Χρυσόθεμιν, Λαοδίκην και Ιφιάνασαν (Ι 144 – 153). Την ευτυχίαν που είχαν τότε αι Φαραί μαρτυρεί το επίθετον «ζαθέαι» που αποδίδει εις αυτάς ο Όμηρος και σημαίνει: θεϊκαί, ευνοούμεναι των θεών.

Από την Οδύσσειαν μανθάνομεν ότι βασιλεύς των Φαρών ήτο ο Διοκλής όταν ο Τηλέμαχος, προερχόμενος από την Πύλον, εφιλοξενήθη εις την πόλιν αυτήν των εκβολών του Νέδοντος και κατηυθύνθη από εκεί εις την Σπάρτην ζητών πληροφορίας δια τον πατέρα του. Δια τους χρόνους μας ιδιαίτερον ενδιαφέρον έχει η πληροφορία του Ομήρου ότι ο Τηλέμαχος εξεκίνησε από την Πύλον συνοδευόμενος από τον υιόν του Νέστορος Πεισίστρατον πρωίαν και έφθασε την εσπέρας της ιδίας ημέρας εις τας «Φαράς» του Διοκλέους. Η απόστασις αυτή δικαιολογεί τον καθορισμόν της Ομηρικής Πύλου εις τον Εγκλιανόν και επιτρέπει να παραδεχθώμεν ότι ο Τηλέμαχος ηκολούθησε την διαδρομήν από το «Κεφαλάρι» Χώρας δια των συγχρόνων χωρίων Μεταμόρφωσις και Βλαχόπουλον – δια των οποίων κατασκευάζεται ήδη συντομώτατος αυτοκινητόδρομος – όταν με τον Πεισίστρατον κατηυθύνθη εις τας Φαράς – Καλαμάταν.

Οι κάτοικοι των Φαρών κατά τους Μυκηναϊκούς Χρόνους ήσαν πλούσιοι όχι μόνον από την ευφορωτάτην περιοχήν που κατοικούσαν αλλά και από τας αρπακτικάς επιδρομάς που έκαμαν, «νομίμως» δια την εποχήν εκείνην, ακόμη και μέχρι Ιθάκης. Ο Όμηρος αναφέρει ότι και ο πατέρας του Τηλεμάχου, Οδυσσεύς, είχεν επισκεφθή τας Φαράς δια να ζητήση την απόδοσιν των ποιμνίων που είχαν αρπάσει Φαρεάται. Πρέπει να σημειωθή ότι εις μεταγενεστέρους χρόνους εγίνετο σύγχυσις μεταξύ των «Φηρών» αυτών της Μεσσηνίας και της Φειάς της Ηλείας. Το θέμα της συγχύσεως αυτής επραγματεύθη ο αρχαιολόγος Νικ. Γιαλούρης εις Αρχαιολογικήν Εφημερίδα του 1957 (σελίδες 33 και 34).

Ο βασιλεύς των Φαρών («Φηρών») Διοκλής, που εφιλοξένησε μίαν νύκτα τον Τηλέμαχον και τον υιόν του Νέστορος Περίστρατον, είχε πατέρα τον Ορσίλοχον, πάππον τον Αλφειόν και προπάππον τον θεόν Ερμήν εκ της Φιλοδαμείας που ήταν κόρη του Δαναού. Οι δύο υιοί του Διοκλέους, Κρήθων και Ορσίλοχος, εφονεύθησαν εις τον Τρωικόν Πόλεμον, ενώ η κόρη Αντίκλεια ενυμφεύθη τον υιόν του Ασκληπιού Μαχάονα και απέκτησεν εξ αυτού υιούς τον Νικόμαχον και τον Γόργασαν, οι οποίοι διεδέχθησαν εις τον θρόνον των Φαρών τον πάππον των Διοκλέα.

Εκ της καταγωγής των από τον Ασκληπιόν οι βασιλείς των Φαρών εκληρονόμησαν ιατρικήν παράδοσιν και οι απόγονοί των εφημίσθησαν ως Ασκληπιάδειαι θεραπευταί. Όταν αργότερα έγιναν κύριοι της Πελοποννήσου οι Ηρακλείδαι έλαβε την Μεσσηνίαν ως κληρούχος ο Ηρακλείδης Κρεσφόντης, ο έγγονος δε αυτού Ίσμιος αναφέρεται ότι έκτισε το εν Φαραίς ιερόν των Μαχαονιδών, εις το οποίον προφανώς ησκείτο θεραπεία συνδεομένη με θρησκευτικήν λατρείαν. Η πρώτη σύγκρουσις μεταξύ Μεσσηνίων και Λακεδαιμονίων έγινε, κατά την παράδοσιν, όταν βασιλεύς της Μεσσηνίας ήτο ο δισέγγονος του Ισθμίου Φίντας. Σύμφωνα με φιλολογικήν μαρτυρίαν αι Φαραί της Μεσσηνίας είχαν ιδρύσει μίαν αποικίαν εις την Κρήτην.

Αι παραδόσεις αυταί πείθουν ότι πρέπει να αναζητηθή το σπουδαιότατον αυτό κέντρον του Βασιλέως Διοκλέους και των Μαχαονιδών, που ασκούσαν την ιατρικήν, με συστηματικά ανασκαφάς εις την περιοχήν της πλατείας του Μητροπολιτικού Ναού της Υπαπαντής, όπου εφάνη ήδη ότι θα υπήρχαν η Αγορά της πόλεως.

Αι αποκαλυφθείσαι αρχαιότητες
Αι ανασκαφαί που ήρχισαν τον Ιούνιον διεξάγονται υπό των Επιμελητών Αρχαιοτήτων Θεόδ. Σπυροπούλου και Παναγ. Κριμπά, επιθεωρούνται δε υπό του Νικ. Γιαλούρη, ο οποίος θα διατυπώση τα τελικά πορίσματα των ανασκαφών της πλατείας Υπαπαντής όταν συμπληρώση την μελέτην των ευρημάτων και των στοιχείων που θέτουν υπ’ όψιν του οι προαναφερθέντες δύο συνεργάται του.

Δέον να σημειωθή ότι ανάλογον κτιριακόν συγκρότημα πρέπει να υπάρχη και περί τα 150 μέτρα ανατολικώς της πλατείας της Υπαπαντής εις τον περίβολον της Μονής Καλογραιών «Άγιος Κωνσταντίνος», όπως προέκυψεν ήδη από ωρισμένα ευρήματα του 1952, εις τα οποία δεν απεδόθη τότε η επιβαλλομένη σημασία. Το ίδιον φαίνεται ότι συνέβη και όταν προ ετών εκτίζετο το Ιεροδιδασκαλέιον της Επισκοπής, από την περιοχήν του οποίου προήλθον τότε ωρισμένα ευρήματα έχοντα εύγλωττον σημασίαν δια τους ειδικούς αρχαιολόγους.

Αι συλλογαί αρχαιοτήτων, αι οποίαι έχουν καταρτισθή εις το υπό την προστασίαν του Μητροπολίτου Χρυσοστόμου και του Δήμου Καλαμάτας ιδρυθέν το 1951 Μουσείον αποδεικνύουν ότι υπάρχουν δυνατότητες αποκαλύψεως σπουδαίων αρχαιολογικών θησαυρών εάν συστηματοποιηθούν και ενισχυθούν οικονομικώς αι τοπικαί ανασκαφικαί έρευναι. Τα αρχαιολογικά ευρήματα του Δημοτικού Μουσείου Καλαμάτας εταξινόμησε τελευταίως η καθηγήτρια δνις Ελένη Μπόμπου, επιδεικνύουν δε δι’ αυτά μέγα ενδιαφέρον οι Επιμεληταί Αρχαιοτήτων Καλαμάτας Σπυρόπουλος και Κριμπάς και ο αρχαιοφύλαξ του Δήμου Ιωάννης Ταβουλαρέας, ο οποίος έχει καταρτίσει και συλλογήν των δημοσιευμάτων που αφορούν τας αρχαιότητας της πατρίδος του.

Εις το Δημοτικόν Μουσείον έχουν συγκεντρωθή προς μελέτην και όλα τα ευρήματα των ανασκαφών της πλατείας Υπαπαντής, εις την οποίαν μεταξύ άλλων ευρέθησαν και τρεις τάφοι – ένας των ρωμαϊκών χρόνων και δύο βυζαντινοί. Τα τελευταία ευρήματα μαρτυρούν μεταξύ άλλων ότι η περιοχή της πλατείας ήτο κατωκημένη και κατά τους βυζαντινούς χρόνους.

Το τείχος των αρχαίων Φαρών
Με τας νέας ανασκαφάς αποκτούν ιδιαιτέραν σημασίαν αι παλαιαί διαπιστώσεις και υποθέσεις του Ανδρ. Σκιά τας οποίας διετύπωσεν εξ αφορμής της ανακαλύψεως πύργου οχυρωματικού τείχους. Το τείχος αυτό περιέβαλλε το κάτωθι της μεσαιωνικής ακροπόλεως και προς νότον αυτής επίπεδον μέρος. Εις το μέρος αυτό υπάρχουν μεταξύ άλλων, ο Μητροπολιτικός Ναός της Υπαπαντής και το Ιεροδιδασκαλείον και το κτίριον της Επισκοπής. Ο Σκιάς αναφέρει ότι όμοιον τείχος είχεν ευρεθή προηγουμένως εν τη παρακειμένη προς δυσμάς οικία του Φουντούκη και εν τω έτι δυτικώτερον κειμένω οικοπέδω των αδελφών Ν.Π. Στρούμπου.

Ο ανακαλυφθείς το 1901 πύργος τείχους απείχε περίπου 250 μέτρα από της προ βορράν κειμένης μεσαιωνικής ακροπόλεως, περίπου δε 50 βήματα βορειοανατολικώς του αγίου βήματος της μικράς εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Κατά τον Σκιάν, το τείχος που περιέβαλλε τας Φαράς ενδέχεται να ήτο παλαιότερον της εποχής του Επαμεινώνδα και να είχε κτισθή ίσως κατά τον 5ον π.Χ. αιώνα υπό των Λακεδαιμονίων προς φρούρησιν της μεσαιωνικής πόλεως.

Η υπόθεσις αυτή του Σκιά προσδίδει μεγίστην σπουδαιότητα και εις τα αποκαλυφθέντα προσφάτως εντός του περιβόλου των αρχαίων τειχών μεγάλα κτίρια, που είναι πιθανόν να ήσαν δημόσια. Ο Σκιάς υπέθετον ότι το τείχος των Φαρών διήρχετο «δια της προς νότον της εκκλησίας της Υπαπαντής μικράς πλατείας» και κατόπιν εκάμπτετο προς βορράν ακολουθούν την αριστεράν όχθην του Νέδοντος και διευθυνόμενον προς την ακρόπολιν.

Ο ίδιος Μεσσήνιος αρχαιολόγος καθώρισε παρά την ανατολικήν πλευράν της Φραγκολίμνης και την θέσιν «μακρών τειχών» που συνέδεον την πόλιν των Φαρών προς την παραλίαν.

Παράλληλοι έρευναι Αμερικανών αρχαιολόγων
Εν τω μεταξύ τας ημέρας αυτάς συνεχίζουν την αρχαιολογικήν έρευναν της Μεσσηνίας με την συνεργασίαν του Ν. Γιαλούρη ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Μινεσότα Ουίλλιαμ Μακ Ντόναλντ και ο Ρίτσαρντ Χόπου Σίμπσον, οι οποίοι εδημοσίευσαν δια τας έρευνάς των του 1959 άρθρον εις τα «Εικονογραφημένα Νέα του Λονδίνου» της 30ής Απριλίου 1960. Ο Σίμπσον οδηγηθείς υπό του προαναφερθέντος Ταβουλαρέα διεπίστωσε πέρυσι την ύπαρξιν Μυκηναϊκού τάφου εις τον ανατολικά της Μεσαιωνικής ακροπόλεως της Καλαμάτας υψηλότερον αυτής λόφον «Τούρλες». Ο λόφος αυτός αποδεικνύει την σχέσιν της Καλαμάτας με τας Μυκηναϊκάς Φαράς, διότι εις αυτόν συμφώνως προς έκθεσιν του Ι. Ταβουλαρέα της 6/12/1959 προς το Υπουργείον Παιδείας υπάρχει πληθώρα πηλίνων τεμαχίων αναμφισβητήτως Μυκηναϊκής Εποχής. Ταύτα ανευρίσκονται από της κορυφής έως τους πρόποδας, τόσον εις την επιφάνειαν όσον και εντός του εδάφους. Παρ’ όλον ότι ο Ταβουλαρέας είναι ερασιτέχνης της αρχαιολογίας βεβαιώνει εις την ιδίαν έκθεσίν του ότι εις τον λόφον αυτόν ευρίσκοντο αι Ομηρικαί Φαραί «διότι συμφωνεί και η εκ της θαλάσσης απόστασις, την οποίαν δίδουν οι αρχαίοι συγγραφείς».

Εις την ιδίαν έκθεσιν αναφέρονται επίσης ότι η κορυφή του λόφου είναι πλατεία, κυκλική, διαμέτρου 100 μέτρων και ότι έχει πράγματι την μορφήν μυκηναϊκής ακροπόλεως. Επίσης ότι υπάρχει επί του αυτού λόφου μικρόν σπήλαιον το οποίον είναι κατά την γνώμην του θαλαμοειδής δίδυμος τάφος, δυνάμενος πιθανώτατα να αποδοθή εις τους πεσόντας κατά τον Τρωικόν Πόλεμον διδύμους υιούς του Βασιλέως των Φαρών Διοκλέους, Κρήθωνα και Ορσίλοχον. Πλησίον του διδύμου αυτού τάφου, όπως αναφέρεται εις την ιδίαν έκθεσιν, παρατηρήθη και έτερος «καμινοειδής» τάφος και γύρω του τεμάχια εγχρώμων αγγείων.

Επί του παρόντος αι ανασκαφικαί έρευναι πρόκειται να επεκταθούν εκ της πλατείας της Υπαπαντής εις την περιοχήν της μεσαιωνικής ακροπόλεως, εις την βορείαν πλευράν της οποίας είχεν επισημάνει το 1958 πελασγικά τείχη ο Γιαλούρης. Δοκιμαστικαί τάφροι θα ανοιχθούν εις διάφορα σημεία του λόφου της ακροπόλεως.

Η παραλία άλλοτε και τώρα
Μεγάλην σύγχυσιν προκαλεί το θέμα της αποστάσεως των Φαρών από την παραλίαν κατά την αρχαιότητα. Η σύγχυσις αυτή ίσως να οφείλεται εις το γεγονός ότι αφ’ ενός μεν η στάθμη της θαλάσσης εις την περιοχήν της Ελλάδος έχει ανέλθει με την πάροδον των αιώνων, όπως αναφέρει ο καθηγητής Μυλωνάς εις το περί Αγίου Κοσμά νέον βιβλίον του, αφ’ ετέρου δε σχηματίζονται συχνά ακανόνιστοι προσχώσεις παρά τας εκβολάς του ποταμού Νέδοντος. Ο Σκιάς προ 50 ετών ανέφερε ότι μόνον η από θαλάσσης απόστασις της πόλεως δεν συμφωνεί προς τας μαρτυρίας του Στράβωνος και του Παυσανία, διότι είναι πράγματι σήμερον διπλασία, αλλά η διαφορά εξηγείται ευκόλως εκ των προσχώσεων του Νέδοντος.

Από παλαιοτέρους του ο Σκιάς είχε την πληροφορίαν ότι περί το 1860 τα κύματα εν τρικυμία έφθαναν μέχρι της Εκκλησίας της Αναλήψεως, ενώ κατά το 1910 η παραλία απείχε εξ αυτής σχεδόν 200 μέτρα. Δια το ζήτημα της αποστάσεως της παραλίας από τας αρχαίας Φαράς έχει μεγάλην σημασίαν, όπως ετόνισεν ήδη ο Ιωάννης Μ. Αποστολάκης, η ανακάλυψις πλησίον της Καλαμάτας ευρημάτων του 8ου, του 6ου και του 5ου π.Χ. αιώνος εις παραλιακήν θέσιν Ακοβίτικα. Με την ανακάλυψίν των ανετράπη η παλαιά άποψις ότι η παραλία εις την περιοχήν αυτήν ευρίσκετο βορειότερον.

Η ανακάλυψις κατωκημένου κέντρου των προχριστιανικών αιώνων εις την προ του Μητροπολιτικού Ναού πλατείαν της Υπαπαντής λύει πάντως οπωσδήποτε το πρόβλημα της σχέσεως της συγχρόνου πόλεως με τας αρχαίας Φαράς και καταρρίπτει οριστικώς την επικρατούσαν άλλοτε άποψιν ότι η σημερινή πρωτεύουσα του Νομού Μεσσηνίας ήτο αρχικώς πόλις των χρόνων της Φραγκοκρατίας.