Η Καλαμάτα διαιρείται εις δύο μέρη. Εις την εκείθεν του Νέδωνος πόλιν επεκτεινομένην μέχρι της ιστορικής Πλεύνας και εις την εντεύθεν του ποταμού, εις την κυρίως πόλιν.
Η εκείθεν του Νέδωνος γέμει ζωής, κινήσεως οργασμού από της πρωίας μέχρι της μεσημβρίας σχεδόν. Ο πρωινός περιπατητής προς το μέρος εκείνο αδυνατεί να προχωρήσει πέραν της παλαιάς σιδηροδρομικής γραμμής. Αραμπάδες, κάρρα, άμαξαι, διπλάμαξαι και παντός είδους υποζύγια κατακλύζουσιν ολόκληρον την δημοσίαν οδόν μέχρι της οικίας σχεδόν Δρούγα.
Μόνον η κίνησις των μερών εκείνων καταδεικνύει ότι η πόλις αύτην έχει μίαν ζωήν μέσα της, ζωήν εργασίας και δράσεως, ζωήν μέλλοντος.
Αι συναπτόμεναι προ των διαφόρων αποθηκών εμπορικαί πράξεις ομοιάζουσι με μικράς εχθροπραξίας. Ο έμπορος, ο μεσίτης, ο καρραγωγεύς, ο παραγωγεύς, όλοι φωνάζουσι, κινούνται, αμιλλώνται προς την εργασίαν, προς τον άρτον, προς την ζωήν και η οχλοβοή εκείνη, αλλά βοή γλυκεία, ευχάριστος, διαρκεί μέχρι της μεσημβρίας, οπότε αι εμπορικαί εχθροπραξίαι λήγουσι δια να επαναληφθώσι την επομένην έτι ζωηρότερον. Απ’ εδώ και το όνομα Πλεύνα.
***
Η ετέρα πόλις ή και κυρίως πόλις περιέκλειε την υπόλοιπον κίνησιν μιας πόλεως. Τον βίον τον ήρεμον, άνευ φωνασκιών, άνευ εχθροπραξιών. Εδώ ο έμπορος υφασμάτων συναλλάσσεται με γλώσσαν πλέον ήσυχον αλλά και πλέον φαρμακεράν.
Ο επιστήμων ροφά ησύχως τον καφέ του, ξένος τελείως προς την κίνησιν της Πλεύνας.
Ό,τι η Πλεύνα παράγει, το αποδέχεται η Καλαμάτα. Ο παραγωγός πληρώσας το πουγκί του γαζέτες από ένα φόρτωμα σύκα, ή ένα φόρτωμα σταφίδα, το αδειάζει ευχαρίστως μέσα εις την πόλιν και φεύγει πάλιν, όχι από την Πλεύναν, αλλά σιδηροδρομικώς.
Ένας επισκέπτης και των δύο αυτών τμημάτων, ξένος προς την κίνησιν αυτήν, θα παραξενευθή πολύ, όταν ίδη τοιαύτην άμεσον μετάπτωσιν, όταν από τον διαρκή εμπορικόν βόμβον της Πλεύνας μεταπέση εις απόστασιν χιλίων μόνον μέτρων εις την ήσυχον ζωήν. Την ζωήν την ναρκωτικήν.
Αι Καλάμαι παρουσιάζουσι την διττήν ταύτην υπόστασιν και χωρίζονται δια μεγίστου χάους καλουμένου ποταμού. Αλλά ποταμού φιλοξενούντος όλην την αθλιότητά μας την χαρακτηρίζουσαν ημάς ως Αβδηρίτας.
V.