Η κατάθεση στην Ολομέλεια της Βουλής του σχεδίου νόμου του υπουργείου Οικονομικών για τη θέσπιση του “Κώδικα Διευθέτησης Οφειλών και Παροχής Δεύτερης Ευκαιρίας”, γνωστού και ως “νέου Πτωχευτικού Κώδικα”, χωρίς μάλιστα να έχει προηγηθεί ουσιαστικός θεσμικός διάλογος με τους κοινωνικούς φορείς και χωρίς τη συμμετοχή του δικηγορικού κόσμου στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή, έχει προκαλέσει την έντονη κριτική από αντιπολίτευση, επιστημονικές οργανώσεις και φορείς πολιτών, αλλά και την πλειοψηφία του επαγγελματικού κι επιχειρηματικού κόσμου, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε ήδη και πρόταση μομφής κατά του υπουργού Οικονομικών, η συζήτηση της οποίας διεξάγεται αυτό το τριήμερο στην Βουλή.
Οι έντονες αντιδράσεις είναι δικαιολογημένες, αφού με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο:
1. Αποδυναμώνεται εξαιρετικά, αν δεν καταργείται οριστικά στην πράξη, η προστασία της πρώτης κατοικίας, με την έννοια που τη γνωρίζαμε έως σήμερα στο νόμο «Κατσέλη» (ν. 3869/2010 «υπερχρεωμένα νοικοκυριά»), αφού μετατρέπει τον «ευάλωτο οφειλέτη» σε πρώην ιδιοκτήτη κι ενοικιαστή της κύριας κατοικίας του. Ο τελευταίος για να ανακτήσει την κυριότητα της κατοικίας του (back-leasing) θα πρέπει να καταβάλλει μισθώματα για 12 έτη με δικαίωμα επαναγοράς στην αξία που θα έχει το ακίνητο όταν ασκήσει το σχετικό του δικαίωμα (χωρίς να προβλέπεται αν τα μισθώματα αυτά θα συνυπολογιστούν στην αξία επαναγοράς) προς τον ιδιωτικό (κερδοσκοπικό) φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης ακινήτων που προβλέπει το νομοσχέδιο ότι θα συσταθεί για το σκοπό αυτό. Αλλά και το «ευεργέτημα» αυτό προσδοκάται ότι θα έχει περιορισμένη εφαρμογή, αφού τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια που θέτει το νομοσχέδιο για το προσδιορισμό οφειλετών «ως ευάλωτων», είναι εξαιρετικά περιορισμένα και δεδομένα έτσι θα αφήσουν εκτός προστασίας τη συντριπτική πλειοψηφία των οφειλετών.
2. Οι πιστωτές διατηρούν το απόλυτο δικαίωμα επιλογής του «διαχειριστή αφερεγγυότητας» (συνδίκου πτώχευσης) στη διαδικασία της πτώχευσης, γεγονός που προκαλεί ανισότητα σε βάρος του οφειλέτη.
3. Περιορίζεται δραστικά το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, αφού ορίζεται ότι οι δικαστικές αποφάσεις που θα εκδίδονται στη διαδικασία της πτώχευσης δε θα προσβάλλονται με ένδικα μέσα (π.χ. έφεση κ.λπ.).
4. Προσβάλλεται το δικαίωμα ιδιοκτησίας, αφού σε περίπτωση άγονου πλειστηριασμού, η περιουσία του πτωχευμένου θα περιέρχεται τελικά στην κυριότητα του Δημοσίου.
5. Εισάγεται στην πτωχευτική περιουσία το μεταπτωχευτικό εισόδημα του οφειλέτη που υπερβαίνει τις «εύλογες δαπάνες διαβίωσής του», το οποίο θα αποδίδεται στους πιστωτές και είναι βέβαιο ότι θα επιφέρει τη χρόνια πτωχοποίηση και τον οικονομικό εγκλωβισμό του οφειλέτη, που, εξάλλου, δε θα έχει κανένα κίνητρο να βελτιώσει το εισόδημά του. Είναι, εξάλλου, χαρακτηριστικό ότι χρειάστηκαν οι πολύ έντονες διαμαρτυρίες του ΣΥΡΙΖΑ και σύσσωμων σχεδόν των φορέων του επιχειρηματικού κόσμου, προκειμένου η κυβέρνηση να υπαναχωρήσει και την τελευταία στιγμή να επαναπροσδιορίσει το ακατάσχετο όριο του εισοδήματος του πτωχευμένου οφειλέτη από τα 540 ευρώ που αρχικά προέβλεπε το νομοσχέδιο στα 1250 ευρώ.
6. Το νομοσχέδιο διέπεται στις διατάξεις του από πληθώρα ασαφειών και αφήνει ευρύτατα περιθώρια για τη ρύθμιση κρίσιμων ζητημάτων της πτώχευσης σε υπουργικές αποφάσεις που θα ληφθούν στο μέλλον, επιτείνοντας έτσι την «ανασφάλεια του δικαίου» για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Ίσως, όμως, η πλέον επιδραστική κι αμφιλεγόμενη “καινοτομία” του νομοσχεδίου, αναλογικά και με τα περισσότερα ευρωπαϊκά δίκαια αφερεγγυότητας που προβλέπουν ειδικές διαδικασίες δικαστικής ρύθμισης χρεών για τα φυσικά πρόσωπα – διακριτές από τις επιχειρήσεις, είναι ότι για πρώτη φορά εισάγει στην ελληνική έννομο τάξη «την πτώχευση των φυσικών προσώπων και των νοικοκυριών», έστω κι αν αυτά δε διατηρούν την εμπορική ιδιότητα, την πτώχευση των οποίων θα μπορούν μάλιστα να ζητούν από τα δικαστήρια ακόμα και οι ίδιοι οι πιστωτές τους (!).
Η εξίσωση νοικοκυριών και φυσικών προσώπων με τις επιχειρήσεις και η νέα αυτή αντίληψη της Πολιτείας, που εισάγει το υπό συζήτηση νομοσχέδιο, προδιαγράφοντας μια νέα ταυτότητα για τα φυσικά πρόσωπα «ως οιονεί επιχειρήσεις», μέλλει να δούμε στο προσεχές μέλλον τι θα σημάνει για τη σχέση κράτους – πολίτη και ιδίως για τα μόνιμα ή περιστασιακά ευάλωτα νοικοκυριά, τους ιδιώτες και μικρομεσαίους επαγγελματίες, το κράτος πρόνοιας και τα μέτρα κοινωνικής στήριξης και συνοχής των «αδύναμων» που, αν και οφείλει να διασφαλίζει και παρέχει η οργανωμένη Πολιτεία, στο νέο Κώδικα φέρεται να υπαναχωρούν ως μια μάλλον «παρωχημένη αντίληψη».
Κι αυτό, διότι ο επερχόμενος νέος Πτωχευτικός Κώδικας δε σταθμίζει το γεγονός ότι οι συνθήκες και οι αιτίες πτώχευσης διαφέρουν δραματικά μεταξύ ενός νοικοκυριού και μιας επιχείρησης (που φυσικά ενέχει κι αναλαμβάνει εμπορικούς κινδύνους και ρίσκα), ενώ αναιρεί και την κρίσιμη παράμετρο ότι στην περίπτωση των υπερχρεωμένων ή ευάλωτων φυσικών προσώπων, το Σύνταγμα ορίζει κατ’ αρχάς συγκεκριμένα δικαιώματα, που η Πολιτεία έχει βέβαια τη θεμελιώδη και πρωταρχική υποχρέωση να προστατεύει.
Αντίθετα, είναι σαφές ότι με το υπό συζήτηση νομοσχέδιο τα φυσικά πρόσωπα και τα νοικοκυριά πλέον ταυτίζονται με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και εντάσσονται στην πτωχευτική διαδικασία, με κύριο ζητούμενο και σκοπό, όχι τη διάσωση και τη διασφάλιση μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης, αλλά τη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών τους, όπως ισχύει αντίστοιχα για τις επιχειρήσεις.
Έτσι φαίνεται ότι ο νέος πτωχευτικός κώδικας, αν και διαφημίστηκε από την κυβέρνηση ως «ο Κώδικας της 2ης ευκαιρίας», θα μείνει μάλλον στην ιστορία ως ο κώδικας της εξάλειψης του δικαιώματος του ατόμου και της οικογένειας στην 1η κατοικία, αλλά και ως νόμος επίσης «της εμπορευματοποίησης των (ευάλωτων και μη) φυσικών προσώπων και των νοικοκυριών».
Του Γεωργίου Μακρή
Δικηγόρου, μέλους της Ν.Ε. Μεσσηνίας του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία