Εφέτος, δυστυχώς, είναι η πρώτη χρονιά (και εύχομαι ότι θα είναι και η τελευταία, αν και δεν είμαι τόσο αισιόδοξος!) κατά την οποία εισήχθησαν στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στην Καλαμάτα φοιτητές χωρίς καμιά γνώση της λατινικής γλώσσας, επειδή είτε συνειδητά δεν επέλεξαν το μάθημα των Λατινικών είτε το σχολείο τους δε διέθετε τέτοια επιλογή λόγω των γνωστών ελλείψεων προσωπικού στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Είναι, όμως, συγκινητικό το γεγονός ότι οι πρωτοετείς φοιτητές μου νιώθουν έντονα αυτήν τη μειονεξία, που αναμφίβολα προκλήθηκε από άκριτες και αδικαιολόγητες αποφάσεις παρελθόντων ετών και όχι από δική τους υπαιτιότητα. Έπειτα από δεκάδες αιτήματα και μηνύματα, στα οποία τα παιδιά εκφράζουν την ειλικρινή αγωνία τους για το κατά πόσο θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις των μαθημάτων Λατινικής Φιλολογίας της Σχολής, αποφάσισα να διοργανώσω εβδομαδιαίο ταχύρρυθμο σεμινάριο λατινικής γλώσσας μέσω συγκεκριμένης ηλεκτρονικής πλατφόρμας εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Η ανταπόκριση των φοιτητών ήταν παραπάνω από εντυπωσιακή, γεγονός που φανερώνει τη δίψα της νεολαίας μας για μάθηση και προκοπή, ακόμη και στο υποεκτιμημένο πεδίο των κλασικών σπουδών.
Ποτέ βεβαίως στην πανεπιστημιακή σταδιοδρομία μου, που μετρά πλέον μιαν εικοσαετία, δε θα φανταζόμουν ότι θα ερχόταν η στιγμή που θα έπρεπε να διδάσκω τη λατινική γλώσσα στους πρωτοετείς φοιτητές μου με τη βοήθεια των ανάλογων, κατά τα άλλα έγκυρων και έγκριτων, σχολικών εγχειριδίων της Β΄ και Γ΄ Λυκείου! Ευτυχώς για τα κλασικά γράμματα και ευπρόσδεκτη παρηγοριά για τους λάτρεις της αρχαιότητας και όχι μόνον, ήδη από το τρέχον σχολικό έτος άρχισε πάλι η διδασκαλία των Λατινικών στη μέση εκπαίδευση και ταυτοχρόνως ετοιμάζονται τα νέα αναλυτικά προγράμματα σπουδών, τα σχετικά με την εκμάθηση της λατινικής γλώσσας, η οποία σημειωτέον υπήρξε επί αιώνες η lingua franca της οικουμένης και, επομένως, έχει δικαίως αναδειχθεί σε απαιτούμενη γνώση για όλους ανεξαιρέτως τους θεωρητικούς επιστήμονες ανά τον κόσμο.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Μα για να επισημάνω και τούτο, το έτι σπουδαιότερον: η Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στην πατρίδα μας βρίσκεται σε πολύ κακό σημείο. Αυτό το αδιάκοπο ράβε-ξήλωνε συνέπεια έχει να κοροϊδεύουμε τα παιδιά μας με φρούδες ελπίδες για επαγγελματική αποκατάσταση στο απώτερο μέλλον, ενώ οι πάντες γνωρίζουν ότι το πλήθος αυτό των αποφοίτων Λυκείου και Πανεπιστημίου είναι εντελώς απροετοίμαστο να ανταποκριθεί στα επείγοντα προτάγματα της σύγχρονης αγοράς εργασίας. Προς δυστυχίαν όλων μας οι νέοι μας εκπαιδεύονται ανεπαρκώς στο σχολείο και στα ανώτατα ιδρύματα, με αποτέλεσμα, αφενός, οι μελλοντικοί εργοδότες να συνειδητοποιούν αργά ή γρήγορα ότι οφείλουν να τους μετεκπαιδεύσουν το ταχύτερο δυνατόν και, αφετέρου, οι ίδιοι οι απόφοιτοι να αποδύονται σε έναν άγονο αγώνα επιδίωξης ανώφελων ή και ενίοτε αμφιλεγόμενων προσόντων εν μέσω αυτής της ισοπεδωτικής κρίσης.
Πρόκειται για θλιβερό και συνάμα επικίνδυνο φαύλο κύκλο. Κατά την άποψή μου, σκόπιμο θα ήταν να θεσπίσουμε αμελλητί αδιάβλητες και αυστηρές εξετάσεις κατά τη μετάβαση των παιδιών μας από το Γυμνάσιο στο Γενικό Λύκειο, με σκοπό να αναχαιτίσουμε το ογκούμενο κύμα των μαθητών προς την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ακόμη και με το εύλογο τίμημα να αλλοιώσουμε μερικώς το χαρακτήρα των γυμνασιακών σπουδών, αφού το Γενικό Λύκειο πλέον δε λειτουργεί ως σχολείο γενικής παιδείας, αλλά είναι ουσιαστικά προθάλαμος εντατικής προετοιμασίας για τα ανώτατα ιδρύματα (όταν δεν υποκαθίσταται πλήρως από το φροντιστήριο).
Ενδεδειγμένο, επίσης, θα ήταν το Γενικό Λύκειο, που οφείλει να λειτουργεί παραπληρωματικά με την τεχνική εκπαίδευση, ήδη από την πρώτη τάξη να διακρίνεται σε Θεωρητικό και Πρακτικό (Θετικό), προκειμένου οι σπουδαστές να έχουν τον απαραίτητο χρόνο και την προσήκουσα άνεση να ειδικευθούν στα απαιτητικά γνωστικά αντικείμενα των πανελληνίων εξετάσεων. Τώρα αυτό που συμβαίνει κατ’ ουσίαν είναι ότι κάθε εκπαιδευτική βαθμίδα έχει υποβιβαστεί στην προηγούμενή της: το Γυμνάσιο έγινε Δημοτικό, το Λύκειο έγινε Γυμνάσιο και το Πανεπιστήμιο έγινε Λύκειο. Δε χρειαζόμαστε ως κοινωνία τόσο πολλούς πανεπιστημιακούς αποφοίτους – χρειαζόμαστε αντιθέτως, αφενός, σωστά κατηρτισμένους επιστήμονες και, αφετέρου, καταλλήλως εκπαιδευμένους νέους ανθρώπους, οι οποίοι θα στελεχώσουν δημιουργικά και γόνιμα, πλην των άλλων, τους νευραλγικούς τεχνικούς και παραγωγικούς τομείς του τουρισμού, της ναυτιλίας, της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και γενικότερα των υπηρεσιών και της βιοτεχνίας.
Ευελπιστώ ότι οι ιθύνοντες θα αφουγκραστούν τις αγωνίες όλων μας για ένα ορθολογικότερο και αποτελεσματικότερο εκπαιδευτικό σύστημα.
Του Ανδρέα Γ. Μαρκαντωνάτου
-Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου (Καλαμάτα) και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού.