«ΘΑΡΡΟΣ» 24 Σεπτεμβρίου 1904: Νυχτεριναί εντυπώσεις

«ΘΑΡΡΟΣ» 24 Σεπτεμβρίου 1904: Νυχτεριναί εντυπώσεις

Ένα σύριγμα του τραίνου με αφύπνισεν του κατέχοντός με ληθάργου εντός του βαγονίου όπου ενανουριζόμην καθ’ όλον το πολύωρον και κοπιώδες σιδηροδρομικόν ταξείδιόν μου, το οποίον επεχείρουν προς περιήγησιν των διαφόρων πόλεων της Πελοποννήσου. Ευρισκόμην ήδη έξωθεν του Σιδηροδρομικού Σταθμού Καλαμών.

Η εκ του βαγονίου έξοδος ήτο αδύνατος εκ της πολιορκίας του σμήνους εκείνου των λούστρων και των αμαξάδων.

Ο θρασύτερος μοι εγένετο σωτήρ, διότι λύων την διαδικασίαν ήρπασεν αυθαιρέτως την βαλίτσαν μου και με ωδήγησε εις το αμάξι του.

Μετ’ ολίγον ευρισκόμην εντός ωραίου ξενοδοχείου, όπου εγκατασταθείς εξήλθον σπεύδων εκ της αψικαρίας μου να ίδω και αντιληφθώ την ιδίαν εκείνην νύκτα την πόλιν και την ζωήν της και τας διασκεδάσεις της.

Ο ηλεκτροφωτισμός, κατ’ ευτυχή σύμπτωσιν το εσπέρας εκείνο, με ενεθάρρυνε και μοι υπέσχετο επιτυχίαν.

Ευρέθην εις ένα ευρύν δρόμον, εν ω δύο ηλεκτρικοί ήλιοι εις τα αντίθετα άκρα του και η εκατέρωθεν παράταξις των ηλεκτροφωτίστων καφενείων και μιας μπύρας με έπεισαν ότι θα επρόκειτο περί ενός νυκτερινού κέντρου της πόλεως. Όντως αι πληροφορίαι μου εβεβαίωσαν την υπόνοιάν μου.

Ήτο η κεντρική πλατεία της πόλεως ονομαζομένη κάτω πλατεία. Κόσμος αραιός κατά παρέας συνεκεντρούτο πέριξ των τραπεζών. Εκάθησα εις εν καφενείον, ο Νέδων, διέταξα καφέν και περιεργαζόμην την κίνησιν.

Πλησίον μου μία παρέα θορυβωδώς συζητούσα διέκοπτεν την σιγήν της πλατείας. Γέλωτες, αντεγκλήσεις, φωναί, πειράγματα, όλα μαζί ήρχοντο εις τα αυτιά μου, μιας φωνής επικρατούσης εντός του θορύβου εκείνου: «Κύριε πρόεδρε». Ήτο εις μεσήλιξ προς ον απηυθύνετο ο τίτλος. Εσκεπτόμην, τι πρόεδρος άραγε να ήτο ο κύριος εκείνος.

Το γκαρσόνι του καφφενείου προς ο απετάθη δεν ηδύνατο να μοι δώση περισσοτέρας πληροφορίας. Είπε μόνον ότι ονομάζεται πρόεδρος ανωνύμου σωματείου, συνεδριάζοντος υπαιθρίως και εν καιρώ νυκτός. Εκατάλαβα… Αγρία φωνή από το απέναντι καφφενείον με απειλητικάς διαθέσεις με έτρεψε εις φυγήν.

Μέχρι του σημείου αυτού αρκετά διεσκέδασα εις το κέντρο αυτό της πλατείας και συνέλαβον την ιδέαν της νυκτερινής διασκεδάσεως των Καλαμίων!

Επέστρεφον δια του παραποταμίου δρόμου εις το ξενοδοχείον μου. Αλλά να βλέπω πλησίον μιας άλλης γεφύρας δύο ηλεκτρικά φώτα προκλητικά των διερχομένων.

Χωρίς άλλο, είπον, πρόκειται περί άλλου νυκτερινού κέντρου. Εισήλθον διότι αυτός ήτο ο σκοπός μου, να επισκεφθώ τα πάντα και να σχηματίσω περί εκάστης πόλεως σαφή γνώσιν των καθέκαστα εν αυτή.

Επίπλωσις κομψή, ησυχία απόλυτος και αρκετοί κύριοι πολύ καθώς πρέπει καθήμενοι εις τα διάφορα τραπέζια.

Αλλά τι ήτο τέλος πάντων το κέντρο εκείνο. Γαλακτοπωλείον εφαίνετο, μπύρα ωμοίαζε, καφφενείον επίσης, καφεσαντάν ήτο και δεν ήτο, διότι ενώ δύο πολύ εύμορφα κορίτσια επεριποιούντο τους προσερχομένους δεν υπήρχεν εν ταυτώ και ορχήστρα. Τι με έμελλε εμέ; Αρκεί ότι ήτο ένα λίγο απ’ όλα εις το οποίον καθώς εφαίνετο εσύχναζεν ο καλός κόσμος.

Μόλις εκάθισα ιδού παρήλιξ άνθρωπος με λινήν περιβολήν, λευκάς περικνημίδας και εμβάδας συρομένας δαιμονιωδώς προσέρχεται να με ερωτήση τι θέλω.

Μία μπύρα απαντώ και ένα αυγό (το οποίον ήτο κλούβιο).

Το περίεργον εις το κέντρο αυτό μοι εφάνει ότι οι περισσότεροι των θαμώνων εκράτουν εις χείρας των μετά μεγάλης στοργής από ένα αυγό, όχι βέβαια δια να χρησιμεύση ως μεζές δια την μπύραν, αφού απερχόμενοι το έθετον εις το θυλάκιόν των!

Θόρυβος, φωναί, γέλωτες, νταραβέρι ακούεται έξωθεν. Εισέρχεται η παρέα η οποία αρχικώς μοι εκίνησε την περιέργειαν εις το καφενείον έχουσα επί κεφαλής τον πρόεδρον. Επί τη εισόδω του όλου οι θαμώνες ευρέθησαν επί ποδός με φωνήν επευφημίας: ο πρόεδρος, ο πρόεδρος.

Εδώ τα πράγματα ήλλαξαν, την προτέραν απραξίαν και ησυχίαν διεδέχθη η κίνησις και η ευθυμία.

Ένας κύριος δίπλα μου, ξένος ίσως και αυτός ή αδιάφορα κείμενος προς τα τελούμενα εκάθητο όπως και εγώ απλούς θεατής των γιγνομένων.

Η ομοιότης της στάσεώς του προς την ιδικήν μου μοι έδωκε το θάρρος να τον ερωτήσω, τι κέντρον ήτο αυτό.

Του μπαμπά, μοι απαντά. Αλλ’ εμέ δεν μ’ ενδιέφερε περί της ονομασίας του ιδιοκτήτου, αλλά περί της ιδιότητος του καταστήματος και δια το τελευταίον τούτο επέμενα. Χάνι του Μπαμπά. Πώς! Χάνι; Πριν προφθάσω εκ της στιγμιαίας εκπλήξεώς μου να παρατηρήσω τους ευρισκομένους μέσα και εμέ αυτόν αν ανήκομεν εις την τάξιν των διπόδων ή τετραπόδων, ηννόησα ότι θα πρόκειται περί χονδροειδούς αστειότητος.

Οπωσδήποτε αρκετά αντελήφθην και απεκόμισα και εκ του νυκτερινού του κέντρου του κομψού κόσμου και ήσυχος αλλά και κουρασμένος ως ήμην απεσύρθην λαβών την προς το ξενοδοχείον άγουσαν.

Βαδίζων βλέπω νέον άπλετον φωτισμόν εις οικίαν. Η ώρα ήτο μεσονύκτιον και υπέθεσα ότι οικογενειακή τις εσπερίς θα διεξήγετο, μετά μουσικής. Ιδού, είπον, μέσα εις την βασιλεύουσαν ερημίαν της νεκρουπόλεως αυτής μία οικογένεια, η οποία χωρίς άλλο γνωρίζει να ζη και θα αποτελή την κορυφήν της καλαματιανής κοινωνίας.

Ενώ ταύτα διελογιζόμενην αισθάνομαι όπισθέν μου και πολύ πλησίον τον σκοπόν αστυφύλακα αγρίως δια των οφθαλμών ερευνώντας με από κεφαλής έως ποδών.

Ηννόησα ότι εκινδύνευον εις τον νουν του φρουρού αυτού να περάσω ως λωποδύτης ή τι άλλο.

Τίνος είναι η οικία αυτή, κε αστυφύλαξ;

Δεν γνωρίζω.

Ποίος τουλάχιστον κάθεται επάνω;

Ωχ αδελφέ, όρεξιν έχεις. Αυτό επάνω είναι το λιμάνι Φάι, Χάι, Βάι.

Πώς; Τι σχέσιν έχει η Μαντζουρία με την Καλαμάτα;

Η ακατανόητο αύτη ονομασία με ώθησε ν’ ανέλθω. Η περιέργειά μου δεν με ικανοποίησε, διότι ευρέθην προ κοινού καφεσαντάν, με τρία γεροντοπαλλήκαρα ως συνήθη θύματα.

Ετοιμαζόμην ν’ απέλθω από το γαρνιρισμένο εκείνο ερημητήριον, ότε ακούω ότι η σκάλα εκινδύνευε να πέση από το πολυβολητόν, ομοιάζον προς ίλην ιππικού με απέλασιν.

Πάλιν ο πρόεδρος και η παρέα χύσασα ζωήν και ευθυμίαν.

Ορισμένως πλέον αποσύρωμαι εις το ξενοδοχείον μου με την εντύπωσιν ότι ο ανώνυμος υπαίθριος – νυκτόβιος αυτός σύλλογος ομολογουμένως προσφέρει μεγάλας υπηρεσίας εις τον τόπον, διότι άνευ αυτού αι Καλάμαι δεν θα είχον νυκτερινήν ζωήν.

Εάν δε τις θέλει να μη ζη εν Καλάμαις ως ερημίτης ή φυλακισμένος πρέπει να είναι εταίρος του σωματείου αυτού υπό τον ευθυμώτατο, γέρω – Πρόεδρον!

Φου

____________ 

KAΛΑΜΑΤΙΑΝΕΣ ΝΥΧΤΕΣ

«ΘΑΡΡΟΣ» 24 Φεβρουαρίου 1904

Ο ξένος κόσμος ομιλών περί Καλαμών φαντάζεται την πόλιν μας αν όχι τέλος πάντων με αξιώσεις μεγαλουπόλεως αλλά ως διαμονήν ανεκτήν την οποίαν υπόσχεται μία πρωτεύουσα του πλουσιωτέρου νομού της Πελοποννήσου, ήτις αριθμεί 15 χιλιάδες κατοίκους με πνεύμα επιχειρηματικόν και προοδευτικόν.

Όταν δε πατήση το ποδάρι του εδώ, αμέσως τον ασυνείθιστον ξένον των άλλων μεγάλων πόλεων καταλαμβάνει μία πλήξις και στενοχωρία, την οποίαν επιτείνει η διαψευσθείσα ελπίς την οποίαν είχε σχηματίσει πριν ίδη την πόλιν μας. Ευτυχώς την ερημίαν αυτήν μετριάζει ολίγον το ωραίον κλίμα το οποίον μας έχει προικοδοτήσει η φύσις.

Διότι ομολογουμένως μετά την Κέρκυραν, η πόλις μας έχει την πρώτην θέσιν, και το ωραίον περιβάλλον της. Ο ουρανός της, ο αέρας της, η θάλασσά της όλα γελαστά και χαριέντα ευθυμούν τον μεγαλαγχολούντα ξένον. Εκείνο το οποίον αφαιρεί η πόλις μας από τον καλοσυνειθισμένον των άλλων πόλεων κύριον, αποδίδει αυτή η φύσις, το περιβάλλον των Καλαμών.

Και η μεν ημέρα όπως όπως παρέρχεται με τον νανουριστικόν ήλιον της στο καφενείον το οποίον είναι ένα είδος πρακτορείου Ρώυτερ δια τα εντόπια πολιτικά, εμπορικά και οικογενειακά νέα.

Ο ξένος δεν έχει ανάγκην παρά να σχετισθή με έναν ή δύο Καλαματιανούς οι οποίοι μετά εξαιρετικών περιποιήσεων και περισσής ενδείξεως θαυμασμού, υπολήψεως και αγάπης θα τον εισαγάγουν εις την των φίλων συναναστροφήν και το ίδιο βράδυ εγνώρισε την πόλιν μας, τον βίον μας, τους τρόπους μας, τας οικογενείας μας, την βιογραφίαν μας.

Εγένετο τέλειος Καλαματιανός ο οποίος είχε ζήσει ενταύθα μεθ’ ημών προ 25ετίας.

Λίγο ακόμη και ο ξένος μας αποκαλαματιανίσθη. Όσην έκπληξιν το πράγμα κατ’ αρχήν του κάμνει, τόσην ευχαρίστησιν μετ’ ολίγας ημέρας αισθάνεται να λαμβάνη μέρος εις την συζήτησιν, ώστε καταντά να πλειοδοτή εις τας συζητήσεις της παρέας. Πάει! Εκόλλησε. Το μικρόβιον αυτό δυστυχώς είναι όχι μόνον μεταδοτικόν εις όλους τους οργανισμούς, συγγνώμην, χαρακτήρας ήθελον να είπω, αλλά και καλλιεργείται μετά μεγίστης προόδου.

Πιστεύω ότι οι αναγνώσται μας θα μας επιτρέψωσι την παρέκβασιν, να τους είπωμεν πως ημείς τουλάχιστον κατόπιν επιμόνου παρατηρήσεως κατωρθώσαμεν να εννοούμεν τον χρόνον και την στιγμήν όπου οι ξένοι μας αφομοιώθησαν προς ημάς τους Καλαματιανούς.

Ο το πρώτον ερχόμενος ενταύθα ξένος θ’ αγοράζη το εσπέρας μίαν ή και περισσοτέρας αθηναϊκάς εφημερίδας, ανελλιπώς δε την εντόπιον και το Πατρινόν Νεολόγον.

Όταν τούτον τον ίδειτε εις ένα εξ οκτώ ατόμων μάζευμα δια να διαβάσουν του «Θάρρους» τα νέα το οποίον ένας εξ αυτών ηγόρασε, αδιστάκτως πλέον σχηματίσατε την πεποίθησιν ότι ο ξένος μας δεν είναι πλέον ξένος. Αφομοιώθη. Μας επέρασε.

Έρχεται η νύκτα. Και οι επί της κάτω πλατείας δύο ηλεκτρικοί ήλιοι παραδούσι την ερημίαν τους. Εις το σκότος υποννοείται ή μάλλον συμβαδίζει με τούτο η νέκρα. Αλλά με ηλεκτροφώτιστον νύκτα και νεκρικήν ερημίαν εν αυτώ, αν δεν γελά τις αν δεν μελαγχολεί τουλάχιστον οικτίρει και ελεεινολογεί.

Είναι η ώρα 10 και τα γκαρσόνια του καφενείου σαρώνουν το πάτωμα, τα δε καθίσματα κατά σωρούς μαζεύονται επί των τραπεζών.

Οι τελευταίοι θαμώνες εξέρχονται, κόβουν δύο τρία σουλάτσα επί της πλατείας και μετά ημίσειαν ώραν ακούονται μόνον τα νυσταλέα βήματα του σκοπού αστυφύλακος.

Αυτά είδε και ένας ξένος και αυτός επιχειρηματίας και απεφάσισε να γίνη θεατρώνης.

Έφερε ένα θίασον με διευθυντάς τους αρίστους όντως και παλαιμάχους της τέχνης αλλά με το λοιπόν προσωπικόν της σκηνικής αξίας του Ρεβίθη. Ο τε θίασος και ο θεατρώνης ζητούσιν σήμερον από τον Δήμον Καλαμών βοηθήματα προς αναχώρησιν.

Έφερε δεύτερον Ιταλικόν άξιον ομολογουμένως πάσης συνδρομής διότι υπεραρκεί δια την μονοτονίαν μας, δια την ερημίαν μας, την νυκτερινήν καλαματιανήν μας νέκρα. Εις το θέατρον του θιάσου αυτού δύναταί τις να περάση αλησμονήτους ώρας θεατρικής ευχαριστήσεως.

Αλλά το κακόν είναι ότι ο θίασος αυτός είναι Ιταλικός με μουσικήν φωνητικήν.

Ο κόσμος δεν τον εννοεί. Πωλεί όμως 15-20 εισιτήρια καθ’ εκάστην εσπέραν, όσοι είναι οι παρεπιδημούντες ενταύθα ξένοι και η παράστασις αναβάλλεται. Ευτυχώς εξησφάλισε τώρα 50 συνδρομητάς και θα περάσομε ανθρωπινά 20 νύκτας.

Εκτός των θεατρικών αυτών διασκεδάσεων έχομεν ενταύθα και άλλα νυκτερινά κέντρα αναψυχής. Τα νυκτερινά καφφωδεία της μπύρας.

Και αυτά όμως δεν είχον την τύχην καλλιτέραν των θιάσων. Όχι διότι ο κόσμος είναι σεμνός, α μπα! Κάθε άλλο, αλλά διότι οι σαντέζες είναι πολύ πονηρές και ως εκ τούτου και η ευχαρίστησις των θαμώνων είναι χειμαιρική και πολυδάπανος. Μία δύο ακόμη νύκτες και ο κόρος επέρχεται, αφού δεν έχουν τίποτε άλλο να επιδείξουν.

Περί της μουσικής και των ασμάτων; Κάθε άλλο. Δια τούτο ακούει κανείς καθ’ εσπέραν εκεί τον εξής διάλογον.

Δεν τραγουδείς και την Ανδριάνα να καταλάβουμε; «εγκόν τεν καταλαβαίνει ρωμέικα» είναι η απάντησις ήτις τρέπει εις φυγήν τους μη ερωτολήπτους.

Αν έλειπον από τα κέντρα αυτά οι ξένοι μας γνώσται της ιταλικής και γαλλικής να εξωδεύουν τας φιάλας της μπύρας και του χρωματισμένου λικέρ το οποίον ωνομάσθη σίδερον, και δύο ή τρεις εκ τούτων να τρατάρουν σαμπάνιες, θα έπαυον προ πολλού να φωτίζουν τις εξώπορτες εκείνες τα κόκκινα φανάρια.

Τον σκόπελον αυτόν παρέκαμψε ένα παρά την κάτω πλατείαν νυκτερινό τοιούτου είδους κέντρον, δια της συναθροίσεως ελληνοφώνων τραγουδιστριών και έκτοτε την ημέραν χάνουν τα εμπορικά καταστήματα τους υπαλλήλους των. Κοιμώνται έως τας 10, διότι γνωρίζουν να ομιλούν έως τας 3-4 μετά το μεσονύκτιον.

Και το νυκτερινό εκείνο ψυχαγωγικόν κέντρον κάμνει καλές δουλειές και ο κόσμος των Καλαμών τις νύκτες διασκεδάζει.

Χρονογράφος