Πόσα κάστρα νομίζετε ότι έχει η Μεσσηνία και τι ξέρετε για αυτά; Το δεύτερο βιβλίο του Μιλτιάδη Τσαπόγα «Ιππότες του Μοριά και άλλες ιστορίες από τα κάστρα της Πελοποννήσου» ήρθε για να συγκεντρώσει και να προσθέσει εντυπωσιακό πλούτο πληροφοριών, όπως και να μας ταξιδέψει στο χώρο και το χρόνο. Ένα συναρπαστικό βιβλίο, με άφθονο φωτογραφικό υλικό, από το φακό του ίδιου του συγγραφέα και φωτογράφου, ο οποίος όσο θυμάται τον εαυτό του περιπλανιέται ανάμεσα σε πέτρινους πύργους και τείχη και στις σελίδες της ιστορίας, ζώντας τη «μαγεία» άλλων εποχών.
Τα τελευταία περίπου 15 χρόνια, μέσα από καταγραφές σε περιοδικά, άρθρα, κοινές εκδόσεις και δύο πολύ ενδιαφέροντα προσωπικά βιβλία, μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα την ιστορία της χώρας και την πολιτιστική κληρονομιά μας.
Στις σελίδες του «Ιππότες στον Μοριά» ο Μεσσήνιος συγγραφέας εξερευνά δεκάδες κάστρα της Πελοποννήσου (πλην της Αργολίδας, το έτοιμο υλικό για την οποία θα ακολουθήσει σε ξεχωριστή έκδοση) με πολυάριθμους «σταθμούς» και στη Μεσσηνία (μεταξύ άλλων, τα Κάστρα Καλαμάτας, Σπιταλίου, Ανδρούσας, Μεθώνης και Παλαιομεθώνης, Πηδήματος, Μίλα, Κρεμπενής ή Διμάνδρας, Αρχαγγέλου, Αρκαδιάς, Παλαιόκαστρο και Νιόκαστρο του Ναβαρίνου, Στρέφι, Βελίκας, Πέρα, Βούταινας, Κογχυλίου).
Η ιστορία της σχέσης του Μιλτιάδη Τσαπόγα με την εξερεύνηση των κάστρων και την ιστορία τους είναι αρκετά παλιά. Για το πώς ξεκίνησε, πώς τη βιώνει και το τι φέρνει το νέο του βιβλίο, μας μιλάει στην παρακάτω συνέντευξη:
«Ήμουν ακριβώς δέκα ετών, όταν πρωτοπήγα για ένα καλοκαίρι σχεδόν στα Κύθηρα και τότε είχε κυκλοφορήσει ο δίσκος του Διονύση Τσακνή “Το Φάντασμα από το Παρελθόν”. Το τελευταίο ήταν ένα τραγούδι που μιλούσε στην ψυχή μου πολύ έντονα και κυρίως όταν χανόμουν στα καστέλια του νησιού. Έκτοτε, κάποιες ταινίες και κυρίως βιβλία με φόντο τα κάστρα, με έκαναν να ξεκινήσω το μεγάλο μου ταξίδι στο Μεσαίωνα. Ξεκίνησα να αρθρογραφώ στα είκοσί μου, ίσως και ενωρίτερα. Σήμερα είμαι τριάντα έξι ετών και παρόλα αυτά, δεν έχω κουραστεί καθόλου στο να αναζητώ μαγευτικές εικόνες ή και ιστορίες/θρύλους από τα Κάστρα του Μορέως».
-Μα …υπήρχαν μεσαιωνικοί ιππότες στην Πελοπόννησο;
Αντιλαμβάνομαι πως ακούγεται κάπως παράξενο, αλλά ναι, υπήρχαν. Ήλθαν με την Τέταρτη Σταυροφορία στην αυγή του 13ου αιώνα και σε ένα βάθος χρόνου περίπου μισού αιώνα, κατέκτησαν ολοκληρωτικά τον Μοριά. Είχαμε, δηλαδή, για περίπου δύο αιώνες μια αυθεντική, δυτικού τύπου Ιπποτοκρατία. Τα κάστρα, οι μεμονωμένοι πύργοι και οι ναοί των ιπποτών, είναι ό,τι απομένει σε μορφή αρχιτεκτονημάτων για να μας θυμίζει τη μακρινή εκείνη εποχή κατά την οποία αφέντευαν τον τόπο μας.
-Πόσο δύσκολη ήταν η έρευνα γι’ αυτό το βιβλίο και πού βασίστηκε;
Υπάρχουν δύο βασικές πηγές του 14ου αιώνος, που μας μιλούν για τα χρόνια εκείνα. Η πρώτη και σημαντικότερη είναι το Χρονικό του Μορέως (αγνώστου συγγραφέως) και η δεύτερη το Istoria di Romania του Βενετσιάνου συγγραφέα, Μαρίνο Σανούδο Τορσέλλο. Από εκεί και ύστερα, αρχίζουν οι «δυσκολίες», οι οποίες είναι άκρως ευχάριστες, μιας και πρόκειται για ένα «παιχνίδι» σαν το «κρυφτό» που παίζαμε παιδιά. Κάθε στοιχείο, ιστορικό ή λαογραφικό, μπορεί να κρύβεται μέσα σε κάποιο πολύ σπάνιο πόνημα ή σε κάποιο αρκετά παλαιό άρθρο. Κατόπιν, υπάρχει και η επιτόπια έρευνα που κάνει το «παιχνίδι» τούτο ακόμη πιο περιπετειώδες. Στο τέλος-αν υπάρχει τέλος- ως είναι φυσικό, προσπαθείς με όσα στοιχεία-ψηφίδες έχεις συλλέξει να «στήσεις» το μωσαϊκό σου. Και σε αυτό το σημείο διαχωρίζεται ο απλός φιλίστορας από τον ακούραστο ερευνητή.
-Τι σε έχει εντυπωσιάσει στην έρευνά σου;
Θα έλεγα το γεγονός ότι η γνωστή παροιμία που λέει ότι «όποιος ψάχνει βρίσκει», επαληθεύεται στην έρευνά μου σχεδόν πάντοτε.
-Ποιο είναι το αγαπημένο σου ιστορικό «κομμάτι» στον τόπο και στο χρόνο;
Η Πρώτη Σταυροφορία. Όποιος/όποια έχει ασχοληθεί έστω και ελάχιστα με αυτό το «ιστορικό τεμάχιο», αντιλαμβάνεται πως είναι απορίας άξιο το πώς κατόρθωσαν οι πρώτοι σταυροφόροι να κατακτήσουν την Ιερουσαλήμ, καθώς και άλλες πόλεις της Ουτρεμέρ, κατά το πέρασμά τους, όπως η Αντιόχεια.
-Υπάρχει «μαγεία» στα κάστρα που επισκέπτεσαι, εισπράττεις κάποιου είδους εξωκοσμική αίσθηση; Ίσως μια πιο «ζωντανή» αναπαράσταση της μεσαιωνικής ζωής εκεί που δε θα «νιώσει» ο αδιάφορος περιηγητής;
Τώρα βουτάμε σε βαθιά νερά… Ναι, υπάρχει «μαγεία» όπως την εννοείς σε κάθε μεσαιωνικό και κυρίως φραγκικό-ιπποτικό κάστρο και είναι σύνηθες για εμένα να τη βιώνω, ακόμη κι αν το μνημείο που επισκέπτομαι βρίσκεται σε κακά χάλια (Παράδειγμα, το κάστρο «Cisterna Rubea», όπως μ’ αρέσει να αποκαλώ το Κάστρο του Λεύκτρου στη Δυτική Μάνη). Η εξωκοσμική αίσθηση στην οποία αναφέρεσαι, είναι πανταχού παρούσα σε αυτά τα μνημεία, δεν εξηγείται και αποτελεί, θα έλεγα, έναν αόρατο «μαγνήτη», ο οποίος έλκει τον ερευνητή-περιηγητή, ακόμη κι αν το μνημείο που εξετάζει είναι ολοκληρωτικά κατεστραμμένο.
-Ποια ήταν τα σχόλια του εκδοτικού οίκου για την ιδέα του βιβλίου και πόσο δύσκολο είναι να εκδώσει κάποιος ένα βιβλίο στις μέρες του κορωνοϊού;
Η βασική ερώτηση των εκδοτών μου ήταν σε τι θα διαφέρει τούτο το πόνημα από το προηγούμενο έργο μου, το «Πέτρα & Ξίφος». Η απάντησή μου ήταν «Κυρίως στα ιστορικά ευρήματα», καθώς εκτός από το περιηγητικό άρωμα, έχει να προσφέρει αρκετά περισσότερα στην έρευνα. Και συμφωνήσαμε. Όσο για το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σου, θα απαντούσα πως ένα καλό βιβλίο μπορεί να εκδοθεί και να ξεχωρίσει σε κάθε περίπτωση. Ο τρόπος διαφήμισης πιθανόν να διαφέρει ως ένα βαθμό, αφού ναι μεν οι εκθέσεις βιβλίου έχουν σταματήσει, αλλά το διαδίκτυο και μια καλή θέση σε κάποιο βιβλιοπωλείο έχουν τη δυνατότητα να συμπληρώσουν το κενό αυτό.
-Ποιες είναι οι αντιδράσεις του κόσμου και στο βιβλίο και στα ιστορικά στοιχεία που φέρνεις στο φως, όπως μέσα από τη φωτογραφική έκθεση με τα κάστρα της Πελοποννήσου που είχαμε δει παλιότερα στο Πνευματικό Κέντρο;
Το κοινό στις εκθέσεις φωτογραφίας που έχω πραγματοποιήσει σε Μεσσηνία και Ρόδο, έχει μείνει ευχαριστημένο, μιας και προσέχω όσο γίνεται να του παρουσιάζω εικόνες εντυπωσιακές και πολλές φορές από κάστρα των οποίων την ύπαρξη αγνοεί. Στα περί των ιστορικών στοιχείων είναι γεγονός ότι τις περισσότερες φορές πρέπει να «πέσεις» σε άνθρωπο φιλίστορα, για να αισθανθείς πως δε μεταδίδεις μάταια τις γνώσεις τις οποίες κατέχεις.
-Το βιβλίο σου προβάλλει γνωστά και άγνωστα κάστρα, τα οποία σχεδόν πουθενά δεν έχουν αναδειχθεί επαρκώς. Με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν αυτοί οι χώροι και να ζωντανέψουν στο σήμερα;
Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα εδώ και μερικά χρόνια άρχισε να «πουλάει» κάπως ως θέμα μέσα από βιβλία και άρθρα, και τούτο το αντιλαμβανόμαστε από μια απλή επίσκεψη σε κάστρα που μέχρι πριν από δεκαπέντε χρόνια ήσαν σχεδόν άγνωστα στο ευρύ κοινό, ενώ σήμερα αποτελούν σπουδαίους τουριστικούς προορισμούς. Τα κάστρα Χλεμουτσίου, Καρυταίνης και Γερακίου, στα οποία έχουν γίνει από τους ειδικούς έργα σημαντικά, επιβεβαιώνουν το γεγονός αυτό.
-Ξεχωρίζει και η γλώσσα σου. Τι κάνει ένα νέο παιδί να επιλέγει αυτή την ιδιότυπη γραφή και πώς πιστεύεις ότι την προσλαμβάνει ο αναγνώστης;
Είναι αλήθεια πως το γλωσσικό μου ιδίωμα αρέσει κυρίως σε μεγαλύτερες ηλικίες. Τούτο συμβαίνει, επειδή οι επιρροές μου στη γραφή είναι παλαιοί «γίγαντες» όπως ο Μωραϊτίδης, ο Κόντογλου, ο Κρυστάλλης, και η λίστα δεν έχει τελειωμό. Οι νεότεροι αναγνώστες δεν έχουν τόσο μεγάλη επαφή με τους παλαιούς αυτούς λογοτέχνες, κάτι που έχει ως επακόλουθο να παραξενεύονται όταν απαντούν ένα είδος γραφής παλαιότερου «αρώματος».
-Τι άλλο μας ετοιμάζεις;
Βγαίνοντας από τα «νερά» μου, ένα βιβλίο για την αρχαία Φιγαλεία και τον Επικούριο Απόλλωνα σε συνεργασία με κάποιο πρόσωπο «έκπληξη», καθώς και την πρώτη μου προσπάθεια στο ηρωικό μυθιστόρημα, η οποία θα έχει να κάνει με την εποχή της εν Ελλάδι Ιπποτοκρατίας.
Της Χριστίνας Ελευθεράκη
Το βιβλίο «Ιππότες του Μοριά» του Μ. Τσαπόγα -όπως και το πρώτο του το 2015, «Πέτρα και Ξίφος»- κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Δαιδάλεος, και θα τα βρείτε και διαδικτυακά.