Η δυτική Πελοπόννησος είναι γνωστό ότι αποτελεί μια περιοχή με έντονη σεισμική δραστηριότητα. Κάθε χρόνο σημειώνονται δεκάδες σεισμικά γεγονότα, ορισμένα εκ των οποίων αρκετά έντονα, προκαλώντας ανασφάλεια στους κατοίκους και σε κάποιες περιπτώσεις υλικές ζημιές ή ακόμη και θύματα. Το ερώτημα που γεννάται αφορά στο κατά πόσον είναι δικαιολογημένη η ανησυχία των πολιτών και θα απαντηθεί βάσει των παραμέτρων των αντισεισμικών κανονισμών που ίσχυαν και ισχύουν στη χώρα μας.
Αρχικά είναι δόκιμο να αναφερθεί η ερμηνεία των βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ που αποτελεί στις μέρες μας την πλέον διαδεδομένη κλίμακα μέτρησης σεισμικής έντασης. Τα ρίχτερ αποδίδουν την ενέργεια που εκλύεται από ένα ρήγμα και, κατ’ επέκταση, προσδιορίζουν το μήκος του ρήγματος στο οποίο προκαλείται θραύση των πετρωμάτων. Πρόκειται για λογαριθμική κλίμακα, κάτι που σημαίνει πως αύξηση μας μονάδας συνεπάγεται την έκλυση 30 φορές περίπου περισσότερης ενέργειας. Το μεγαλύτερο ρήγμα στη γη βρίσκεται στη Χιλή, έχει μήκος 1.500 χιλιόμετρα και μπορεί να αποδώσει έναν σεισμό της τάξεως των 9,5 Ρίχτερ.
Στον αντισεισμικό σχεδιασμό οι βαθμοί Ρίχτερ δεν έχουν σχεδόν καμία σημασία. Οι αντισεισμικές μελέτες βασίζονται κυρίως στη σεισμική επιτάχυνση, στο είδος του εδάφους, στη διάρκεια του σεισμικού γεγονότος και σε πληθώρα παραμέτρων που αφορούν στην κατασκευή και την κίνηση του εδάφους.
Ο πρώτος αντισεισμικός κανονισμός στην Ελλάδα εφαρμόστηκε το 1959 και βασίστηκε στις ερευνητικές προσπάθειες των δεκαετιών ’20 και ’30. Ήταν εξαιρετικά απλοϊκός εξαιτίας της έλλειψης έντονων σεισμικών γεγονότων εκείνη την περίοδο και βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην εφαρμογή οριζόντιων στατικών δυνάμεων στις στάθμες των ορόφων, δηλαδή δυνάμεων συγκεκριμένου μεγέθους, οι οποίες προέκυπταν από χαμηλούς συντελεστές σεισμικής επιβάρυνσης. Ο κανονισμός αυτός ουσιαστικά αφορά κτήρια που ανεγέρθηκαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, οπότε ξεκίνησαν οι ουσιαστικές βελτιώσεις του κανονισμού. Τα κτήρια αυτά, συνεπώς, μελετήθηκαν ανεπαρκώς, σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα, και τα αποτελέσματα της ανάλυσής τους υστερούν κατά πολύ σε σχέση με αυτά των σημερινών κατασκευών. Είναι δεδομένο πως σε περίπτωση απευκταίου σεισμικού γεγονότος τα παραπάνω κτήρια είναι εξαιρετικά ευάλωτα.
Όσον αφορά κτήρια σχεδιασμένα με το νεότερο αντισεισμικό κανονισμό, από το 2000 μέχρι σήμερα, όλα τα στοιχεία συνηγορούν σε αρκετά ικανοποιητική σεισμική επάρκεια. Στην περιοχή της Καλαμάτας συγκεκριμένα ο σχεδιασμός γίνεται για μια σεισμική επιτάχυνση της τάξης του 0,24g και για να δοθεί ένα συγκριτικό στοιχείο, ας αναφερθεί πως η μέγιστη καταγεγραμμένη επιτάχυνση στο σεισμό της Αχαΐας-Ηλείας, μεγέθους 6,5 Ρίχτερ, το 2008 ήταν 0,19g. Επίσης στη μελέτη σύγχρονων κτηρίων εισάγεται η έννοια της πλαστιμότητας, κάτι παντελώς άγνωστο στους παλαιούς κανονισμούς, που περιγράφει την ικανότητα των κατασκευών να απορροφούν ενέργεια χωρίς να επέρχεται θραύση και προσδίδει επιπλέον ασφάλεια στο σχεδιασμό. Στο σεισμό 6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, τον Ιανουάριο του 2014, στην Κεφαλλονιά μετρήθηκαν τιμές επιτάχυνσης, ακόμα και 0,60g, δηλαδή διπλάσιες από την τιμή αντισεισμικού σχεδιασμού της περιοχής που είναι 0,36g, αλλά οι ζημιές στα νέα κτήρια ήταν σχεδόν ανεπαίσθητες λόγω της καλής κατασκευής και των περιθωρίων ασφαλείας που επιτρέπουν οι σύγχρονοι κανονισμοί.
Ο σεισμός της Καλαμάτας το 1986, μεγέθους 6,2 Ρίχτερ, έφτασε σε επιτάχυνση τα 0,25g. Τα κτήρια από το 1985 μέχρι το 2000 περίπου κρίνονται σχετικά πιο ασφαλή σε σχέση με αυτά πριν από το 1985, αλλά υστερούν σε σχέση με τα νεότερα.
Στην περίπτωση της πόλης μας, ο μεγάλος σεισμός στις 13 Σεπτεμβρίου του 1986 προκάλεσε τεράστιες υλικές καταστροφές σε κτήρια μέσα στην πόλη, αλλά και στα γειτονικά χωριά. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας, από τα 9.124 κτήρια της πόλης το 20% κρίθηκαν κατεδαφιστέα. Επίσης, ο σεισμός προκάλεσε την κατάρρευση τεσσάρων πολυκατοικιών και την ολοκληρωτική καταστροφή του Ελαιοχωρίου. Ο τραγικός απολογισμός ανήλθε σε δεκάδες νεκρούς και πάνω από 300 τραυματίες. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία σίγουρα θυμούνται το χαρακτηριστικό κόκκινο, κίτρινο ή πράσινο χρώμα με το οποίο τα κλιμάκια των μηχανικών αποφαίνονταν για την καταλληλότητα ή μη των κτηρίων που είχαν πληγεί βάναυσα από τις σεισμικές δυνάμεις. Ο σεισμός της Καλαμάτας ήταν ο τελευταίος μιας αλληλουχίας φονικών σεισμών που έπληξε τη χώρα μας στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η οποία αποτέλεσε το εφαλτήριο για την κατανόηση της αναγκαιότητας αλλαγής και βελτίωσης των αντισεισμικών κανονισμών. Η ανοικοδόμηση της πόλης μας μετά το 1986 βασίστηκε σε πολύ αυστηρότερα κριτήρια κατασκευής και σε σύγχρονους κανονισμούς, που αποτέλεσαν εχέγγυο για την αποφυγή μιας παρόμοιας καταστροφής στο μέλλον.
Ο αντισεισμικός κανονισμός των νέων κτηρίων τα καθιστά αρκετά ασφαλή και βάσει της μέχρι τώρα εμπειρίας δύσκολα θα μπορούσαν να προκληθούν ανθρώπινες απώλειες από κάποιο σεισμικό γεγονός στην περιοχή μας, εκτός εάν υπάρχουν κακοτεχνίες και ελλιπής εφαρμογή της μελέτης από τον αρμόδιο μηχανικό.
Τα παλαιότερα κτήρια θα αντιμετωπίσουν μεγάλο πρόβλημα σε ενδεχόμενη έντονη “επίσκεψη” του Εγκέλαδου. Το ευτύχημα είναι πως πλέον η έρευνα έχει προσφέρει σημαντικά εργαλεία στους μηχανικούς μέσω των οποίων οι ιδιοκτήτες έχουν τη δυνατότητα να προβούν σε έλεγχο στατικής επάρκειας ή μελέτη βάσει της μεθόδου μη-γραμμικής ανάλυσης που περιέχεται στον ΚΑΝ.ΕΠΕ. (Κανονισμός Επεμβάσεων), που θα μπορούσε να τους γνωστοποιήσει τις σεισμικές δυνατότητες της οικοδομής τους.
Η λύση σε περίπτωση ανεπάρκειας θα ήταν μια επέμβαση ενίσχυσης, που βέβαια έχει υψηλό κόστος σε κάποιες περιπτώσεις. Το ίδιο κρίνεται αναγκαίο να πραγματοποιηθεί σε δημόσια παλαιά κτήρια, σχολεία, νοσοκομεία κ.λπ. από τους Δήμους και άλλους αρμόδιους φορείς.
Τέλος, θα πρέπει να υπάρξει, σε επίπεδο Δήμου, ιδιαίτερη προσοχή όσο αφορά στα ετοιμόρροπα κτήρια, εντός του αστικού ιστού, που συνιστούν πηγή κινδύνου για διερχόμενους πολίτες. Τα παλαιά ερειπωμένα κτίσματα συνήθως είναι αποτέλεσμα πολυϊδιοκτησίας ή έλλειψης χρημάτων. Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και το ελλιπές και δύσκαμπτο νομικό πλαίσιο. Η πρόληψη είναι πάντοτε προτιμότερη από οποιαδήποτε επέμβαση.
Του Βασίλη Κανάκη
Δημοτικού συμβούλου/ «Καλαμάτα Μπροστά», πολιτικού μηχανικού Πανεπιστημίου Πατρών, πτυχιούχου Φυσικής ΕΚΠΑ, MSc Σεισμική Μηχανική & Αντισεισμικές Κατασκευές ΕΑΠ