Ήμην ακόμη υπό το κράτος του ύπνου και εγρηγορώσα ακόμη η φαντασία μου συνελάμβανεν εις τα τόσον εύκολα ταξείδια της τα μεγαλείτερα πράγματα και… λαγούς με πετραχήλια, ότε οξείαι οξύταται κραυγαί έφθασαν μέχρι των ώτων μου και ως να ήμην καμμιά μηχανή με εξετίναξαν αμέσως εις απόστασιν βήματος από της κλίνης μου.
Τι διάβολο, εμονολόγησα, πυρκαϊά έπιασε ή κανέν άλλο ξεφάντωμα συνέβη και άρχισε αυτό το κακοφωνητό πρωί πρωί;
Και αι οξείαι φωναί εξηκολούθουν πλέον έντονοι, αναμεμιγμέναι με έναν θόρυβον σωστόν διαβολικόν.
Από αυτομάτου τότε έτρεξα στο παράθυρό μου, το ήνοιξα, έβγαλα το κεφάλι μου και εζήτησα τα αίτια του τόσου θορύβου.
Καμμιά δεκαριά γυναίκες όλαι μαζί με μια ταχύτητα γλώσσης που θα την εζήλευε και ο καλλίτερος ποινικολόγος, με χειρονομίας σατανικάς, συνεζήτουν τόσον θορυβώς, που η παραγομένη σύγχυσις εκ των φωνών δεν άφησε την ακοή να αντιλήφθη τι ακριβώς συμβαίνει.
Παρηκολούθησα την συζήτησιν αυτή, καίτοι διέτρεχον τον κίνδυνον να φωραθώ και να στρέψη εναντίον μου κανέν πρωινόν λούσιμον, δια να κατορθώσω επί τέλους να μάθω την ιστορίαν αυτής της φασαρίας και πού θα καταλήξη αυτή η πρωινή λίμα.
Για να φαντασθήτε δε ακριβώς, καίτοι νομίζω ότι όλοι θα έχετε πείραν, ιδία οι συμβίοι, μετά πόσης ταχύτητος συνεζήτουν και κατά πόσον η ηλεκτρική αύτη ταχύτης δέκα ταυτοχρόνως γλωσσών (γυναικείων) εξήγουν λόγους ακατανοήτους, σκεφθήτε προς στιγμήν την γυναίκα εκείνη, ήτις έχουσα όρεξιν πρωί πρωί δια την λύσιν γλωσσικών ζητημάτων, αρχίζει τον εξάψαλμον από την υπηρέτριαν, από μίαν μικράν λαδιάν εις την κουζίνα, από μίαν τέλος πάντων αιτίαν ανεπαίσθητον, αλλ’ αισθητήν μόνον εις την γλώσσαν της γυναικός. Σχηματίσατε ένα συμβούλιον δέκα τοιούτων γυναικών και έχετε εκείνο το οποίον είχε σηκώσει την γειτονιά στο ποδάρι και έκαμε πρωί πρωί να τρίξωσι τα παραθυρόφυλλα από τα έξαφνα ανοίγματα.
Επί τέλους εδέησε μετά τρίωρον συζήτησιν κατά την οποίαν αυταί μεν κατόρθωσαν πληρέστατα να συνεννοηθώσι, διότι έχουσιν αυτό το προτέρημα αι γυναίκες, ώστε δέκα να ομιλούν και να συνεννοώνται ταυτοχρόνως, να κοπάση ολίγον η μανιώδης θύελλα της γλωσσαλγίας και να κυριαρχήση κάπως η ειρηνική συζήτησις.
Μία μία εκφέρουσα και την γνώμην της απήρχετο εξακολουθούσα ακόμη να λέγη ή να μουρμουρίζει κάτι τι το οποίον μόνον αύτη εννόει. Απέμεινε δε τελευταία μία και μόνη η οποία ως έστρεψε να φύγη εθεάθη φέρουσα μίαν κότταν εις τα χέρια της.
Τι είχε συμβή; Μία κόττα είχε διανυκτερεύσει εις το κοτέτσι μιας άλλης γειτόνισσας, όπου ανεκαλύφθη την πρωίαν από την κυρίαν της και εγένετο αυτό το νταβαντούρι, το οποίον εδέησε να σηκώση την γειτονιά στο ποδάρι και μονάχα κανέναν αστυφύλακα δεν εξύπνησε, αλλά πού ν’ ακούση, που οι αστυφύλακες ξέρουν την δουλειά τους και από της δωδεκάτης της νυκτός ξαπλώνονται φαρδιά μακρυά στο κρεβατάκι τους.
Ο γνωστός σας