Το πρώτον βράδυ του χειμώνος που θα περάσητε εις φιλικόν σπίτι, είναι ωρισμένως μελαγχολικόν. Πιθανόν να ευρεθήτε εις μάους. Πιθανόν εις κουβέντα. Πιθανόν εις φλυαρίαν. Αλλ’ αν ευρεθήτε εις τέχνην, σαν να πούμε εις μίαν απαλήν μουσικήν που χύνεται ως φθινοπωρινή βροχή από το ανοιγόμενον και πάλιν πιάνο, θα φύγετε λυπημένος.
Τι έχουν λοιπόν αυταί αι πρώται βραδυναί συγκεντρώσεις εις ένα σπίτι;
Όλα συνωμοτούν να σας σφίξουν την ψυχήν: Φωνές αγαπημένες, σιλουέττες γυναικών τρεις αγαπημένες, έπιπλα ράθυμα, μία σιωπή που βγαίνει από το σαλόνι, μια βαθειά σιωπή που αναδίδεται από τα βελούδα των επίπλων, μια θαλασσογραφία, μια μορφή που ξαναβλέπετε σοβαράν μέσα εις κορνίζαν και σας κυττάζει από τον τοίχον, κάτι συγκεντρωτικόν, χαϊδευτικόν, ένας θάλπος φωληάς, όλα σας τριγυρίζουν.
Εις το παράθυρον έξω σφυρίζουν αι πρώται πνοαί. Ω λύπη, αι πρώται πνοαί!
Έρχονται μεσταί, φέρουν τον θρίαμβόν σου ή την ταπείνωσίν σου, την χαράν σου ή το άλγος σου, την ζωή σου ή την λήξιν σου, ποιος ξέρει;
Ένα πιάνο εκεί εις την γωνιά ανοίγει. Ωραία μάτια σπιθοβολούν από την λάμψιν των κηρίων, δάκτυλα παίζουν με τους ήχους, κυνηγούν της ήχους, ξυπνούν τα λαλήματα όλα της χαράς και των στεναγμών. Ένα μουσικό βιβλίο ανοίγεται και ανοίγει έναν κόσμον. Οι νότες ζητούν μίαν ψυχήν για να ζήσουν. Η γυναίκα κάθεται εις το πιάνο, η ψυχή της κλίνει εις το βιβλίον, οι νότες ξυπνούν και ζουν. Σεις εις τη γωνία είσθε ευτυχής.
Είναι πολύς, αρκετός καιρός που η βεγγέρα μού φαίνεται ως κάτι που έχει λόγον επιδείξεως δαχτυλιδιών, δοντιών, τέχνης, εις το βράσιμο του τσαγιού, ανοησίας ή ημιανοησίας, εξυπνάδας – φευ! Τι είναι και αυτό το κοινωνικό συγχωροχάρτι εξυπνάδας! Τι εστί εξυπνάδα; Και όλων όσα η επίδειξις μπορεί να βγάλη εις φως. Είναι καιρός που η βεγγέρα μού φαίνεται ως κάτι δολοφόνον, και ωρισμένως δολοφόνον της τέχνης, της ιεράς τέχνης, ειδικώτερον της μουσικής, αφού κορίτσια, νέοι, γρηές, γέροι, παιδιά εξαναγκάζονται να πάνε εις το πιάνο, να κάμουν κρότον ή να τραγουδήσουν, και ποίος μπορεί να τους πη ότι δεν τραγουδούν καλά αφού πρέπει να λεχθή το αντίθετον, αφού βεγγέρα έχομε και πρέπει να ακουσθή το κομπλιμέντο, ο μέγας ούτος ψεύτης, ο οποίος μόνον εκεί που δεν υπάρχει αξία μπορεί να λέγεται, εκεί δε που υπάρχει δεν μπορεί να λεχθή από ειλικρινή χείλη, διότι γίνεται κάτι εσώτερον και βωβόν, γίνεται θαυμασμός και αγάπη.
Δεν έχω όμως αυτήν την ιδέαν δια την βεγγερίτσαν. Βεγγερίτσα θα ειπή να είμαστε ολίγοι όσον το δυνατόν ολιγώτεροι μα πολύ ολίγοι, αν είναι δύο, διότι τρεις θα φλυαρήσουν. Βεγγερίτσα θα ειπή δύο, η σιωπή γύρω εις τους δύο. Τότε το πιάνο έχει λόγον ν’ ανοίξη, τα ωραία μάτια να πυρποληθούν από την λάμψιν των κηριών, οι νότες να ξυπνήσουν από τον καλοκαιρινόν ύπνον και είτε χεράκια λευκά επάνω εις τα ελεφάντινα πλήκτρα, είτε φωνή το ύψιστον δώρον του Θεού, φωνή που χτυπά ως από θυμώδες τόξον εις την καρδιά, να σκορπίση εις το σαλόνι όλους τους αγαπημένους ήχους, τους ήχους από τους οποίους αγκαλιά η ψυχή τρέμει το πνεύμα!
Τι μυστήριον έχει αυτή η βεγγερίτσα;
Ποιος γεννά την θλίψιν; Είναι το φθινόπωρον;
Είναι η ξυπνήτρια των ήχων ύπαρξις που την προκαλεί;
Είναι αυτή η τελευταία εις την οποίαν Σαίξπηρ εν ομοία στιγμή, αφιέρωσεν ένα σονέττον, του, ζηλεύων, φθονών τα κόκκαλα του κυμβάλου, τα οποία εφιλούσαν τα χέρια της; Είσαι συ;
Έξω πέφτει ψιλή βροχή, φθινοπώρου βροχή. Είμαι λυπημένος. Μου επανέρχεται στοίχος του Φερλαίν: «Βρέχει στην ψυχήν μου, όπως βρέχει στην πόλι!».
Μακκαβοίας
_________________
ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
«ΘΑΡΡΟΣ» 11 Νοεμβρίου 1906
Όσον και αν έχουν καταντήσει τετριμμένα μερικά πράγματα παρίσταται πολλάκις ανάγκη να επαναλαμβώνονται με όλην την βεβαιότητα, ότι η εξ αυτών παραγομένη εντύπωσις δεν θα είναι διάφορος εκείνης, την οποίαν προκαλεί εις το σαλόνι της αιθούσης των εορταζόντων το παρά των επισκεπτών άνοιγμα της ομιλίας δια τον καιρόν.
Και εγώ ως είπον, κινδυνεύων να χαρακτηρισθώ αδέξιος επισκέπτης και να προκαλέσω τα σκώμματα των αναγνωστών μου, θα εγκαινιάσω την παρουσίαν μου με το αυτό σύνηθες περί καιρού θέμα του χρονογραφήματός μου, διότι φρονώ, ότι κατ’ εξοχήν ο εφετινός χειμερινός καιρός των Καλαμών παρουσιάζει κάτι τι το έκτακτον και ασύνηθες φαινόμενον δια το οποίον αξίζει πολύ να γίνη συζήτησις.
Είμαι δε βέβαιος περί της τοιαύτης εντυπώσεώς μου, διότι το φαινόμενον του φθινοπωρινού αυτού σαιζόν δεν υπέπεσεν εις την ιδίαν μου μόνον περιέργειαν, αλλά φαίνεται ότι σπουδαίως απασχολεί και τους εντοπίους αργοσχόλους, οι οποίοι εις την μετ’ αυτών συνάντησίν μου και την περί των κοινωνικών της πόλεως νέαν συνομιλίαν μας έσπευσαν να μοι αναγγείλωσι το όλως νέον και πρωτοφανές αυτό λαμβάνον χώραν ενταύθα κατά τον εφετινόν χειμώνα.
Ένας οίστρος παρατηρείται εφέτος δια την συγκρότησιν πολλών χορευτικών οικογενειακών εσπερίδων κατά τον κατ’ εξοχήν ανιαρόν και πληκτικόν καλαματιανόν χειμώνα. Το πράγμα ίσως εις άλλον τόπον δεν κάμνει καμίαν εντύπωσιν, μάλιστα δε δύναται να εκπλήξη πως θεωρείται τούτο τόσον άξιον λόγου ενταύθα και να προκαλέση όχι πολύ κολακευτικές κρίσεις δια τους Καλαμίους.
Πλην όμως εδώ εις τον κόσμον τον συνηθισμένον να βλέπη κατά τας νύκτας τας οικίας φωτιζομένας μόνον όταν ένεκεν εορτάζοντος τινός μέλους της οικογενείας παρατίθεται το εορτάσιμον τραπέζι εις το οποίον ο αριθμός των συνδαιτυμόνων δεν επεκτείνεται πέραν των ατόμων τα οποία κλείνει κάθε βράδυ η πόρτα του σπιτιού, ο δε χορός να είναι αποκλειστικόν προνόμιον των γυναικών και κορασίων του λαού εις γάμον ή εορτήν με το σουρτό και αρβανίτικο, βεβαίως ισχυράν εντύπωσιν θα κάμη η ετοιμαζομένη κατά τον χειμώνα οικογενειακοκοινωνική να είπωμεν αυτή χειραφεσία δια της εισαγωγής των ευρωπαϊκών χορευτικών εσπερίδων.
Και έως εδώ το πράγμα εξεταζόμενον παρουσιάζει μίαν μεταβολήν ή πρόοδον, ήτις πάντοτε είναι αναπόφευκτος δια του συγχρωτισμού μετά ξένων στοιχείων, τα οποία μεταδίδουσι τας εαυτών γνώσεις και συνηθείας, εάν εννοείται κατορθώσωσι ταύτα να υπερισχύσωσι και μη καταποθώσιν από τους διέποντας νόμους το νέον περιβάλλον των.
Αλλά έχει και άλλην φάσιν, την κωμικοτραγικήν.
Η πρώτη οφείλεται εις την νευρικότητα και τον μετά σπουδής ζήλον των κυριών και νεανίδων να εκμάθωσι τους ευρωπαϊκούς χορούς, αφ’ ου πλέον εγένετο η απόφασις και ετέθησαν αι βάσεις των προσεχώς επισήμων χορών.
Όλα σχεδόν τα σπίτια έχουν μεταβληθή εις χοροδιδασκαλεία, όπου αναμίξ προβεβυκυίαι δέσποιναι και νεαρά κοράσια φιλικών οικιών εκμανθάνουσι το μποστόν, διότι ο χορός αυτός θεωρείται ως κυριαρχούσα μόδα. Και μία φοβερά άμιλλα ήρχισε να γενικεύεται όχι πλέον μεταξύ μόνον των διαφόρων χορευτικών κέντρων, αλλά μεταξύ των Καλαμών και του εν Παραλία συνοικισμού, περί του ποίος των δύο συνοικισμών θα παρουσιάση τους λαμπροτέρους χορούς.
Η δευτέρα φάσις είναι η γενική παρά τω λαώ εντύπωσις λόγω του μοναδικού εντοπίου αισθήματος της περιεργείας.
Διότι ο κάτωθεν χαζεύων απλοϊκός κόσμος, πληροφορούμενος ότι δεν πρόκειται περί γάμου ή εορτής δεν ικανοποιεί την περιέργειάν του με μόνην την εξήγησιν ότι αι χορευτικαί συναναστροφαί είναι προπονήσεις μελλόντων επισήμων ευρωπαϊκών χωρών, αλλ’ απομακρύνεται εκείθεν σταυροκοπούμενος και με καλαματιανόν! Χαρακτηρισμόν του φαινομένου με τον οποίον ίσως συμφωνούσι πολλοί των συζύγων και πατέρων.
Ιδού ο θόρυβος και το περί καιρού θέμα, το οποίον συγκινεί και ανησυχεί περισσότερον τον εδώ κόσμον ή όσον εμέ, τον με αυτόν πρώτον εγκαινιάζοντα την επίσκεψίν μου.
Παρατηρητής