«ΘΑΡΡΟΣ» 17 Ιουλίου 1907: Από τα ανεξήγητα φαινόμενα – Μια κόρη εβρυκολάκιασε

«ΘΑΡΡΟΣ» 17 Ιουλίου 1907: Από τα ανεξήγητα φαινόμενα – Μια κόρη εβρυκολάκιασε

-Ένα χωριό ανάστατο

-Φόβος και τρόμος εις τους χωρικούς

-Τι λέγεται και πιστεύεται

-Πώς έχει η υπόθεσις

Το κατωτέρω, το οποίον θ’ αφηγηθώμεν εις τα ανεξήγητα φαινόμενα υπαγόμενον δι’ όπερ η επιστήμη ειδικώς ασχολείται ενδελεχώς κατά τους χρόνους τούτους, συνταράσσει τας ημέρας ταύτας ολόκληρον χωρίον. Έχει δε την αρχήν του από τον θάνατον μιας δυστυχούς κόρης, το τραγικόν του θανάτου της οποίας και άλλα περιστατικά ενεδυνάμωσαν την πρόληψιν και έδωσαν πλουσίαν τροφήν εις την φαντασίαν, ώστε ήδη να πιστεύεται, ότι η ατυχής κόρη εβρυκολάκιασεν.

Η ελληνική φαντασία από τους μυθολογικούς χρόνους μέχρι σήμερον πλουσίαν τροφήν ευρίσκει εις τοιαύτα συμβαίνοντα. Η νεωτέρα επιστήμην σοβαρώς ασχολουμένη επ’ αυτών ευρίσκει θέμα σπουδαίως ενδιαφέρον, και ουδόλως τα καταδικάζει, δεν εξηγεί όμως και ευκρινώς αυτά.

Το κατωτέρω, πόρω φυσικά απέχον του να είναι αληθές, δεικνύει την αντίληψιν της ελληνικής ψυχής επί του θανάτου και σταματά προ του, ούτως ειπείν, εμπαθούς και εκδικητικού, με το οποίον η ψυχή της δυστυχούς κόρης απήλθε του κόσμου τούτου, ευρόντος θανάτου του σώματος βεβιασμένου και οιωνεί μαρτυρικού.

Εν τω παρόντι εν περιλήψει θα αναγράψωμεν την όλην υπόθεσιν, ότι το χωρίον Μικρομάνη του γειτονικού Δήμου Θουρίας εστί εν αναστατώσει με το διαδοθέν, ότι μία κόρη προ ολίγων ημερών αποθανούσα εβρυκολάκιασεν. Ο πρώτος διαδώσας τούτο, γυνή συγγενής της κόρης, είπεν ότι μεταβάσα εν τω νεκροταφείω εύρε τον τάφον αυτής βυθισμένον και ενώ εκστατική ίστατο, είδεν όραμα και της εφάνη, ότι είδε την κόρην διελθούσαν έμπροσθέν της. Η γυνή αύτη περιδεής γενομένη έσπευσεν εις το χωρίον και το ανήγγειλε. Ούτως η πρώτη διάδοσις.

Πώς βυθίζεται ο τάφος
Μίαν των ημερών της παρελθούσης εβδομάδος εν τω νεκροταφείω των Αγίων Πάντων του χωρίου Μικρομάνη της Θουρίας κατά τύχην είχεν υπάγη μία μεσόκοπος γυνή συγγενής της ατυχούς κόρης Ελένης, διότι ούτως ονομάζετο η αποθανούσα.

Περιδιαβαίνουσα δε το νεκροταφείον εσταμάτησε προ του νεοσκαφούς τάφου της Ελένης, δια την οποίαν ανέβλυσαν δάκρυα εις τα μάτια της, όταν ενεμνήσθη τον άδικον θάνατον της νεαράς ατυχούς κόρης. Ολίγον μακράν σταθείσα παρετήρει μετά πόνου το πενιχρόν μνήμα. Όλος ο μαρτυρικός βίος και ο θάνατος της Ελένης επέδρασεν επ’ αυτής και την εκράτησαν απολιθωμένην εις την θέσιν εκείνην.

Ο ήλιος μόλις είχε δύση και ελαφρόν σκιόφως ήρχισε ν’ απλώνη τον πέπλον αυτού.

Όλος ο χώρος εκείνος εις ον επεκράτει νεκρική σιγή εφαίνετο μυστυριωδέστερος. Και άπλουν βλέμμα επ’ αυτού παρήγε πένθιμα συναισθήματα.

Σιγή και ησυχία. Ενίοτε φωναί και θόρυβος μόλις ακουόμενα των διερχομένων ολίγον μακράν χωρικών ετάρασσον την ηρεμίαν του πενθίμου εκείνου περιβάλλοντος.

Η γυνή ούτω ευρεθείσα εσκέφθη προ στιγμήν να ανάψη εν κηρίον επί του τάφου της Ελένης και να απέλθη εκείθεν ευχαριστημένη, διότι έχυσεν ολίγα δάκρυα δια το ατυχές αυτό πλάσμα.

Έσπευσε προς τον ναΐσκον, ήναψε κηρίον και διηθύνθη προς τον τάφον.

Εν αυτή επάλαιον τα ισχυρώτερα των συναισθημάτων. Ο πόνος και η λύπη επίεζον τα στήθη της φρικτά, ώστε να αισθάνεται εσωτερικήν στενοχώριαν, εις την οποίαν δεν ηδύνατο να δώση καμμίαν εξήγησιν.

Όσον επλησίαζε προς το μνήμα επί τοσούτον ησθάνετο κορυφουμένην την στενοχωρίαν αυτής, η οποία ήρχισε να γεννά κάποιον φόβον. Μετά δέους η εις τοιαύτην θέσιν ευρεθείσα γυνή εβάδιζε, ίνα εκπληρώση την απόφασίν της.

Με το κηρίον αναμμένον, τα δάκρυα εις τα όμματα, ξένη εν τω περιβάλλοντι εκείνω, ως μυστηριώδης τις ύπαρξις εφαίνετο.

Προ του τάφου
Πλησιάζει τον πτωχόν τάφον. Εις σχήμα σταυρού σανίδες με μίαν επιγραφήν εδείκνυον, ότι εκεί ανεπαύετο εν ταλαιπωρηθέν σώμα. Λίθοι τινές εις σωρίσκον συγκρατούντες τον σταυρόν ελαφρά βεβυθισμένον εν τη γη συνεπλήρουν το πενιχρόν του τάφου.

Με αναβλύσαν δάκρυ εις τους οφθαλμούς, με ευλάβειαν, την οποία της εγέννα ο πόνος της καρδιάς της, γονατίζει να ασπασθή τον σταυρόν και να αφήση το κηρίον.

Δεν είχε τοποθετήση το κηρίον η γυνή εκείνη πλησίον του σταυρού του μνημείου και εξαίφνης αισθάνεται να βυθίζεται. Έξαλλος υπό τρόμον προσπαθεί να ίδη τι συμβαίνει. Εννοεί, ότι επήγαινε προς το μνήμα. Μόλις που δεν ελιγοθύμησε. Τα έχασε κυριολεκτικώς. Δεν ηδύνατο να κινηθή, δεν είχε δύναμιν να φωνάξη, εκστατική και περιδεής απολιθωμένη έμεινεν επ’ αρκετή ώραν εκεί.

Συνέρχεται μετ’ ολίγον και υπό την επήρειαν απεριγράπτου φόβου τρέχουσα απομακρύνεται του νεκροταφείου σπεύδουσα προς το χωρίον.

Η αναγγελία εις το χωρίον

Μετ’ ολίγα λεπτά της ώρας ευρίσκετο εις το σπίτι της, οι οικείοι της όταν την είδαν εις τοιαύτην κατάστασιν ημιαφηρημένην, να παραληρή, εξεπλάγησαν.

Δεν ήρχισε δε να τους ομολογήση το πάθημά της.

Προσέθεσε μάλιστα, ότι όταν εβύθισε το μνήμα ήκουσεν ένα βαθύ βογγητό να βγαίνει από μέσα από τον τάφο.

Κάτι δε της εφάνη πως είδε σαν λάμψη εμπρός της.

Τους εξέφρασε δε την έκπληξίν της πώς εφάνη ψύχραιμος και δεν απέθαναν από το φόβο της με το ό,τι είδε.

Στο σπίτι εκείνο επί ώρας ολοκλήρους απησχολούντο με το πάθημα της γυναικός και ποικιλοτρόπως το εσχολίαζον.

Το πρωί το ήξευρεν όλο το χωριό. Από τον έναν στον άλλον διεδόθη από το βράδυ και το πρωί δεν ήτο κανείς να μη ηξεύρη το συμβάν αυτό και να συζητή δια το πάθημα του μνήματος και να πιστεύουν όλοι ότι εβρυκολάκιασεν η κόρη, διότι αυτό εσήμαινε το βύθισμα  και το βογγητό.

-Έφυγε από τον τάφο της που πρόωρα μπήκεν εις αυτόν το ατυχισμένο κορίτσι, έλεγον.

Εξήγουν δε διατί εβρυκολάκιασεν από ένα συμβάν κατά τον θάνατόν της, που κατά την δοξασίαν των χωρικών είναι αληθές.

Δεν υπήρχε λοιπόν άλλη συζήτησις την ημέραν εκείνην ειμή το βρυκολάκιασμα της κόρης. Στα σπίτια, στα μαγαζιά, παντού η συζήτησις αύτη.

Την άλλην μέρα παρουσιάσθη μια γρηά εκεί στην αγορά και ενώ ήτο η συζήτησις αύτη, είπε πως την είδε στην αυλή της την Ελένην την νύκτα και της εφάνη πως ήκουσε και την μιλιά της.

-Όπως την ξέραμε, έτσι ήτανε, έλεγε η γρηά. Παραπονεμένο, κλαμένο το κορίτσι, περίλυπο.

Εγώ, εξηκολούθει, το λυπήθηκα τότε και χωρίς να σκεφθώ πως είναι πεθαμένο έτρεξα να το πλησιάσω και ενώ εζύγωσα, αμέσως εχάθη από μπροστά μου.

Σταυροκοπήματα και κακό έδινον και έπαιρνον, θαύμα μεγάλο, έλεγαν όλοι.

Και έτσι επί ημέρας εξηκολούθει σ’ όλο το χωριό να είναι η καθημερινή συζήτησις.

Άλλος έλεγεν ότι την είδεν εκεί, άλλος εδώ και σ’ όλο το χωριό ήρχισε να επικρατή φόβος.

Τα παιδιά και οι γυναίκες εφοβούντο να βουν την νύκτα έξω.

Πώς εξηγείται το βρυκολάκιασμα

Το χωριό λοιπόν τόσας ημέρας έχει να κάμη με το βρυκολάκιασμα αυτό της κόρης. Το πιστεύουν δε, διότι μία πρόληψις, η οποία είναι γνωστή σ’ όλο το χωριό, ότι όταν από τον πεθαμένο περάση γάτα εξάπαντος αυτός θα βρυκολακιάση.

Όταν τον θάψουν κάνουν διαφόρους ιερουργίες, διαβάζουν ευχάς και παρακλήσεις δια να προλάβουν τούτο, το οποίον ελάχιστα το προλαμβάνουν. Θεωρείται δε το βρυκολάκιασμα ως μεγάλο κακό, δι’ αυτό όποια οικογένεια πάθη τούτο, όποιο σπίτι, αισθάνεται, ότι της έγινε προσβολή μεγάλη. Το όνομα του βρυκολακιάσαντος θα φέρεται ούτω από στόματος εις στόμα επί μακρούς χρόνους.

Ο βρυκολακιάσας θα εμφανίζεται κατά περιστάσεις και θα ενοχλή τους οικείους του, ή θα λέγη το παράπονό του εις άλλους χωριανούς.

Τοιουτοτρόπως η υπόθεσις αύτη δεν τελειώνει αμέσως. Δι’ αυτό άμα εγνώσθη το βρυκολάκιασμα της Ελένης ανεστατώθη ολόκληρον το χωρίον και ο ένας έλεγε πως την είδεν εδώ, ο άλλος εκεί, ο τρίτος συνωμίλησε και ούτω καθεξής επί τόσας τώρα ημέρας.

Το βρυκολάκιασμα δε είχε την αιτίαν του, ότι η κόρη επέθανε δυσαρεστημένη, με μεγάλο παράπονο, γιατί δεν είδε κανέναν στο θάνατο, ούτε πατέρα, ούτε μητέρα, ούτε συγγενή. Μοναχή της, κλεισμένη μέσα στο σπίτι εξεψύχησε και την βρήκαν ύστερα από δύο ημέρες.

Ετυραννήθη το σώμα της εις την ζωήν, εβασανίσθη και πεθαμένη. Έπασχεν η δυστυχισμένη κόρη και κανείς δεν πήγαινε να πλησιάση κοντά της. Κανείς δεν πήγαινε να την βγάλη, ως λέγουν, να τη θάψη σαν όλο τον κόσμο.

Η Ελένη, είκοσι χρόνων, παχουλή και ώμορφη, είχε την ατυχίαν να χάσει τους γονείς της και τους αδελφούς της και να μείνη με μία μεγαλύτερη αδελφή, η οποία προ ολίγου είχεν υπανδρευθή. Έμεινε λοιπόν η Ελένη μόνη με ένα μικρότερον αδελφόν της.

Εζητούσε παρηγορίαν και βοήθειαν και δεν εύρισκεν πουθενά. Πού να τείνη το χέρι της, μάνα δεν είχε… η μεγαλύτερη δυστυχίας που την βασάνιζε, δεν έβλεπε κανένα προστάτη και έλυωνε το δυστυχισμένο το κορίτσι. Τι να κάμη, πού να πάη, πού να σταθή…

Όλα δύσκολα. Δυστυχισμένο πλάσμα. Κανένας προστάτης για το ορφανό, το μοναχό.

Με παράπονο βαθύ στην καρδιά περνούσε τον καιρό του συλλογισμένο πάντοτε την μητέρα του, την γλυκειά του μάνα, της οποίας δεν εχόρτασε τα φιλιά και την ποθητήν αγκάλην.

Το παράπονο, η στενοχώρια αυτή, ήρχισε να της γίνεται πάθος στην καρδιά και η Ελένη ημέρα τη ημέρα εμαραίνετο, έλυωνε…

Εν τω μεταξύ όμως κάποιος συγγενής της την ωδήγησεν εδώ εις την πόλιν να μάθη τέχνη, να γίνη μοδίστρα για να μπορέση να ζήση το δυστυχισμένο πλάσμα.

Η κόρη πάσχουσα
Η Ελένη, εργατική και προσεκτική, επήγαινε τακτικά στη δουλειά της. Είχεν απόφασιν να γίνη μοδίστρα δια να ζήση. Αλλά η στενοχώρια της, ο πόνος της καρδιάς της, ο μαρασμός, την κατέβαλαν και το δυστυχισμένο το κορίτσι έπαθεν, ησθένησε. Από ροδαλό και ώμορφο που ήτο έχασε το χρώμα του αμέσως, απέκτησε μία όψι αρρωστιάρικη. Εφαίνετο ασθενής, πάσχουσα. Κατέφυγεν εις ιατρούς, αλλά η ασθένεια εξηκολούθει το έργον της.

Η Ελένη διέκοψε την εργασίαν της και έσπευσε προ ολίγων μηνών να μεταβή στο σπίτι της. Αλλά εκεί αντί να γιατρευθή έγινε χειρότερα.

Η Ελένη πάλιν εις την εργασίαν

Επέρασε αρκετόν καιρόν εις την κατάστασιν ταύτην. Έγινε καλά τέλος και δεν ήργησε το καλό κορίτσι να αρχίση πάλιν την εργασία του όπως και πρώτα. Επίστευσε και αυτή και οι συγγενείς και οι χωριανοί της, ότι η Ελένη έγινε καλά. Αλλά οία διάψευσις!

Η τελευταία ασθένεια

Δεν παρήλθεν ειμή ολίγος χρόνος και η Ελένη ήρχισε να επανέρχεται εις την πρώτην κατάστασίν της, ολίγον κατ’ ολίγον. Κατεβλήθη εντός ολίγου το άμοιρο κορίτσι και έφυγεν από την πόλιν δια να μη επανέλθη δυστυχώς πλέον, εγκατέλειψεν την εργασίαν της και επήγε εις το χωριό του και εκλείσθη εις το σπίτι του.

Δεν έτρωγεν ούτε έπινε. Μόνον ανεστέναζε το δύστυχο. Μάνα μου, κατόρθωσε και εψιθύριζε, αχ! Πού είσαι, μανούλα μου…

Μάνα μου…
Και προ ημερών ενώ έξω το χωριό είχε γλέντια και εώρταζε τα εκλογικά, μέσα στο σπίτι μία δυστυχής ύπαρξις παρέδιδε το πνεύμα. Ξαπλωμένη που ήτο στο φτωχικό κρεβάτι της η Ελένη με τον τοιούτον θόρυβον έλαβε προς στιγμήν δυνάμεις και εβάδισε προς την θύραν. Το τελευταίον βήμα. Μόνη της. Σιωπή παντού μέσα νεκρική. Σιγά – σιγά επήγε στην πόρτα. Δεν μπόρεσε να σταθή στα πόδια της, έπεσε. Αχ μανούλα μου, είπε και ξεψύχησεν, ενώ έξω εχαλούσεν ο κόσμος από τις φωνές και τα τραγούδια…

Απέθανε το δύστυχο κορίτσι και κανείς δεν το ήξευρε. Μετά δύο ημέρας το έμαθον και πήγαν και το έθαψαν.

Ορφανή εν τη ζωή, εγκαταλελειμμένη μετά θάνατον, οίον φρικτόν μαρτύριον!

Και τώρα το χωριό, για το άτυχο αυτό κορίτσι χίλια δύο πλάττει πράγματα ή φαντασία των χωρικών. Το άμοιρο…