Την ποικιλίαν των χρωμάτων, των μορφών, των σχημάτων που βλέπει κανείς κάθε Σάββατο εδώ, νομίζω, ότι εις καμίαν άλλην πόλιν δεν ημπορεί να την έχη. Όλα τα όντα, όλα τα πράγματα.
Η κίνησις της Καλαμάτας ολοκλήρου μόλις την ημέραν εκείνην διαφαίνεται, κίνησις παροδική μεν, αλλ’ ιλιγγιώδης, αρκετή ώστε να παρέχη την ζωή και την εργασίαν και εις τας υπολοίπους της εβδομάδος ημέρας.
Όλοι οι κάτοικοι θα κάμουν τας προμηθείας των της εβδομάδος. Οι μανάβηδες και οι μπακάληδες θ’ αγοράσουν ποσότητας λαχανικών, πατατών, τυριών, βουτύρων, οι κηπουροί θα καταναλώσουν όλα τα φρούτα των, και οι διάφοροι έμποροι τότε και μόνον θα εύρουν την ενέργειάν των από το καθισιό όλης της εβδομάδος.
Ένας αέρας ζωηρός εργασίας, προόδου, που λείπει δυστυχώς από κάθε Καλαματιανό, την ημέρα εκείνην του γενικού παζαριού φυσά με τόλμην και θέλησιν ακούραστον.
Κάθε Σάββατον μέχρι το μεσημέρι τα κύματα του λαού ανεβοκατεβαίνουν την μεγάλην σχετικώς πλατείαν, σε χιλιάδες χρώματα, μορφάς, ποιότητας, στριμώχνονται και αλληλοξεκουφαίνονται από τις φωνές και το θόρυβο.
-Πόσο τ’ αυγά, γρηά; ακούεται η φωνή ενός μόρτη
-Μια δεκάρα τώνα, παιδάτσι μου.
-Μπα σε καλό σου! Τα δίνεις… εικοσιπέντε δύο!! επαναλέγει μισοκλίνων πονηρώς το ένα του μάτι ο γαβριάς.
-Όχι, όχι παιδάτσι μου, εγώ ήρθα από τη… ζαλωμένη, και να μη βγάλω δυο λεπτά;
Και ο μορτάκος φεύγει πηδών και ξεκαρδιζόμενος από τα γέλοια, για να τσιμπήση κανένα ρόιδο ή κυδώνι από κάποιον περβολάρη, ή να πειράξη καμμιά ώμορφη δούλα που ψωνίζει με τ’ αφεντικό της.
Θα χάση όποιος περάση από το παζάρι, την ιουδαϊκή αυτή χάβρα, και δεν προσέξη την κίνησι με μάτι παρατηρητικό. Εδώ οι Μανιάτισσες με τις ντρίλινες πόλκες των, πωλούν αυγά, σαπούνι, ορνίθια, γρηούλες, καμμιά φορά και μεσόκοπες με βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο από τον κόπο και την κούραση, πολυβασανισμένες, σε κάμνουν να αισθανθής βαθειά τη θλίψι της φτώχειας, αλλά και την εντύπωσι της τιμιότητος. Λίγο πέρα στέκονται οι κουτσαβιτοπούλες με τα ροδοκοκκινίζοντα μάγουλά τους, τα τρίχινα πολύχρωμα γιορντάνια τους, και τα λαδιά τους φακιόλια. Μπροστά στο ορθωμένο σακκί με τις πατάτες των, με το χαμόγελο της καλωσύνης στα ατόρνευτα πλην κατακόκκινα χείλη των, σε προκαλούν λες με την αγρία ωμορφιά των να ξυπνήσης.
-Πόσο οι πατάτες; ρωτώ μια ώμορφη μαυρομάτα με καινούργια, καθαρά, με χίλια δυο χρώματα ρούχα και με δύο – τρία μπρούτζινα δαχτυλίδια στα χέρια.
-Πόσο, μάνα; γυρίζει και ρωτά δειλά την πλησίον της ευρισκομένην μητέρα της, κουβεντιάζουσαν με έναν θεόρατον συμπατριώτην τους.
-Τριάντα, παιδί μου, η οκά… Είναι πολύ καλή πατάτα. Ενώ η μαυρομάτα κόρη της ξανάφερνε πάλι κατ’ επάνω μου τα αβυσσώδη μάτια της με δειλία παρθενική.
Έφυγα κι από εδώ. Το κεφάλι μου τριγυρίζει τρομακτική αντάρα. Φωνές, όλο φωνές σ’ όλους τους τόνους της μουσικής κλίμακος, λες και δεν χρειάζεται εδώ άλλο, παρά φωνές μέχρι τρίτου ουρανού για να γίνη κανείς ικανός να πουλήση πιο καλύτερα και γρηγορώτερα.
-Μαντήλια και κάλτσες! Κάλτσες και μαντήλια!! κύριοι!!! … ακούεται σφυρίζουσα η φωνίτσα κανενός μικρού ψιλικαντζή τριγυρίζοντος σαν σβούρα ανάμεσα στην κίνησι, με καταλερωμένη την τρίλινη φορεσιά του. Έναν τέτοιον τον παρακολουθώ εβδομάδες τώρα. Μ’ έχει κάνει εντύπωσι η επιμονή του. Ένα παιδί, τόσο δα, δέκα μόλις χρόνων καθαρό με μάτια σπινθιροβολούντα, αεικίνητο.
Εκείνη την ημέρα είχε σταθή μπροστά στην κολόνα του Ηλεκτρικού κι εφώναζε με όλη του την δύναμιν τα πολυποίκιλα μικροπράγματά του, για να καταφέρη τους αγοραστάς. Πέρασαν χιλιάδες, ο ένας κατόπιν του άλλου αδιάφοροι στις φωνές του μικρού καταστηματάρχου, άλλοι χασκαρίζουν μασώντες κάστανα ή ξεφλουδίζοντες ρόδια, άλλοι βιαστικοί, και κανένας δεν αξιοί έστω και μια ματιά στον μικρό πραγματευτή.
Δύο – τρία χαμίνια τον πειράζουν γελώντα.
-Κυρ έμπορε!!! Δως μας μια δεκάρα «Σουλειπηνούς»!! Αλλ’ ο πραγματευτής τίποτε. Σαν να μη του συνέβη τι παραμικρόν, εκεί στην επιμονή του.
-Σαπούνια!!! Α!! α… έχουμε και μυρουδάτα!! Α!α!! Πέρασα από κοντά του τη στιγμή που προσπαθούσε να πουλήση ένα χαρτί βελόνες, και στάθηκα για ν’ ακούσω λιγάκι το μικρόν του στόμα να βγάζη χίλια δύο επιχειρήματα, ψευτιές, αλήθειες με θαυμασία πειστικότητα.
-Στη ζωή μου!!… κύριε, είναι από αγγλικό ατσάλι οι βελόνες. Και για ν’ αποδείξη τη θεωρία του παίρνει μία και με τα μικρά του δαχτυλάκια προσπαθεί να τη λυγίσει. Και όμως ο πελάτης του έφυγεν, ο μόνος τον οποίον οι φωνές έφεραν μέχρις αυτού και εις τον οποίο ωρκίσθη τη ζωή του, τη μικρούλα του ζωή, την ανήξερη, τον άφησε απηλπισμένον, τώρα ποιος ξέρει με πόση θλίψι στη μικρή καρδιά του.
Τα μάτια του βούρκωσαν, πήγαν να χύσουν δάκρυα ποτάμια δάκρυα πόνου, αλλά η ιδέα της εργασίας του, του μικρού του εγωισμού τα στέρεψαν. Μόνο δύο δεν μπόρεσε να κρατήση. Κόλλησαν σαν χοντρά διαμάντια στα δύο μαυριδερά μάγουλά του, ενώ τα μάτια του πέταγαν φωτιές.
Τώρα όλος του ο πόνος είχε διοχετευθή στην καρδιά μου, ήθελα να τον αποτρέψω από την απελπισία του προς τη δουλειά του, και του έρριψα δύο δεκάρες στο κουτί του. Πήρα αφηρημένος μια δαχτυλήθρα, κι έκαμα να φύγω. Εκείνος όμως με μια φωνή, μ’ εσταμάτησε.
-Κύριος!! Δεκαπέντε ρέστο.
-Δεν πειράζει, του λέγω, δεν πειράζει.
Ο μικρός πραγματευτής εσήκωσε ψηλά τη μουρίτσα του, προσεπάθησε στην παιδική του φυσιογνωμία να δώση λίγη σοβαρότητα και με κύτταξε με απορίαν, ωσάν να ήθελε να μου πη:
-Τότε γιατί μου έδωσες εικοσαράκι, κύριε; Εγώ πουλώ δεν ζητιανεύω!
-Αύριο μου δίνεις τα ρέστα, του λέγω, μαντεύσας την απόκρισίν του και έφυγα γρήγορα δια να σωθή ο εγωισμός του μικρού πραγματευτή, όστις ήρχισε να τακτοποιή τα ψιλικά του με ύφος ανθρώπου απησχολημένου πολύ στη δουλειά του!
-Άλλος!! Κύριοι! οι! οι! κουβαρίστρες και μαντίλια…α…α…!!!…
ΜΙΜΗΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ