Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ
Από την ταπεινήν φάτνην της Βηθλεέμ εξεπέμφθη το ανέσπερον φως, όπερ δια μέσου των αιώνων φωτίζει την ανθρωπότητα εις την οδόν της Αληθείας και της Δικαιοσύνης.
Η αχλύς του σκότους και της αμαθείας, ήτις επίεζε την ανθρωπότητα από αιώνων, διεσπάσθη προ των τηλαυγών ακτίνων του αστέρος της Βηθλεέμ και η ανθρωπότης θαμπωθείσα επροσκύνησε δια των μάγων τον γεννηθέντα Σωτήρα.
Σκιρτά ήδη και αγάλλεται πάσα χριστιανική ψυχή επί τη εορτή των Χριστουγέννων και γονυκλινής η ανθρωπότης αναπέμπει δόξαν προς το ένθεος βρέφος της πολίχνης Βηθλεέμ.
Η γέννησις του Σωτήρος υπήρξεν η αναγέννησις της ανθρωπότητος. Η δεισιδαιμονία και η πρόληψις ερειδόμεναι επί του ψεύδους και της επιπολαιότητος κατέπεσαν και επί των ερειπίων των υψώθη η αλήθεια η σφραγισθείσα δια του αγίου αίματος του λαλήσαντος ταύτην επί του Γολγοθά.
Και ο αστήρ της Βηθλεέμ μετεβλήθη εις τηλαυγή φάρον φωτίζοντα την ανθρωπότητα από του τόπου του φρικτού μαρτυρίου.
Το μειράκιον της πτωχής φάτνης υπήρξεν η ενσάρκωσις του θείου φωτός. Και από του στόματος αυτού εξήλθον τα θεία εκείνα ρήματα, ων ενωτισθείσα η ανθρωπότης προσετενίζει ήδη προς την τελείαν αλήθειαν.
Πτωχοί ή πένητες, τιτλούχοι ή απλοί αστοί την αυτήν αισθάνονται γλυκύτητα εις την ψυχήν προ του καταυγάζοντος φωτός της αληθείας. Και άπαντες εν τω αυτώ επιπέδω της ισότητος αναπέμπουσιν ύμνους προς τον γεννηθέντα Σωτήρα και περί την οικογενειακήν εστίαν σκορπίζεται η χαρά η εκπηγάζουσα από την ειρήνην και γαλήνην της ψυχής.
____________________
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
«ΘΑΡΡΟΣ» 24 Δεκεμβρίου 1905
Ήτανε παραμονή των Χριστουγέννων. Όξω στο χωριό ο άγριος βορηάς φυσούσε με δύναμη που έκανε τα δένδρα να στενάζουν βαθειά. Οι δρόμοι και τ’ αντικρινά βουνά ήτανε κάτασπρα από το κατάλευκο χιόνι που είχε πέση. Στους στενούς και μικρούς δρομίσκους του χωριού τα προβατάκια τουρτουριστά από το διαπεραστικό κρύο με το μέσα στη χονδρή κάππα του χωμένο τσοπάνη, τρέχανε στο μαντρί των.
Ο πυκνός πέπλος της νύχτας είχε σκεπάση τώρα το μέσα στα δένδρα χωμένο ώμορφο χωριουδάκι. Οι χωρικοί είχανε τελειώση νωρίς όλες τις δουλειές των, αι χωρικαί είχαν μαζέψη τα ζωντανά των και είχαν τοιμασμένα τα μικρά, αλλά ώμορφα σπιτάκια των και τάχαν ντυμένα με τη γιορτινή στολή των. Όλα εν τάξει για την αυριανή μεγάλη γιορτή. Από νωρίς όλη η οικογένεια που έμενα – γιατί μ’ είχε κρατήση για λίγες μέρες η αστατοσύνη της τύχης – είχε καθίση στη μεγάλη και πλούσια φωτιά. Η χαρωπή κυρούλα με το καμπουριασμένο κορμί της σταυροπόδι, διηγιώτανε στα εγγονάκια της παραμυθάκια: πώς γεννήθηκε ο Αφέντης μας ο Χριστός, πώς προφυλάει τα παιδάκια που τον ακούνε και άλλα παρόμοια. Παράμερα η μητέρα τοίμαζε προσεχτικά το πρόχειρο πρωινό φαγί.
Εγώ ασυνήθιστος από τέτοιες εικόνες, από τέτοιες συνήθειες, είχα αρχίση να καταμαγεύωμαι. Στη φωτιά τριζοβολούσαν τα χοντρά ξύλα. Τα παιδιά με ολάνοικτα τα μάτια άκουγαν την καμπουριασμένην στη φωτιά κυρούλα τους. Η Αθηνά, το μεγαλύτερο κορίτσι του σπιτιού, ένα ώμορφο και προκομμένο κορίτσι, βοηθούσε τη μητέρα της στις δουλειές του σπιτιού πρόθυμη και πεταχτή, με κάποια ανέκφραστη χαρά στα μάτια.
Η θλίψη και η απόγνωση που μου είχε πλακώση βαρηά την καρδιά μου, αρχίσανε τώρα σιγά σιγά να φεύγουνε. Στην ψυχή μου άρχισε να βασιλεύη η χαρά, βλέποντας την ζηλευτή εκείνη εικόνα του σπιτιού. Διέκρινε τον πόθο τους, το μεγάλο, την επιθυμία τους τη δυνατή για κάτι που περιμένανε.
***
Άξαφνα της κυρούλας τη διήγηση και των παιδιών την προσοχή διακόφτουν φωνές γλυκές όξω στην πόρτα:
Καλήν εσπέραν άρχοντες
αν είναι ορισμός σας…
Καλαντόπαιδα ψέλνανε με αρκετήν περιπάθεια τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Η φωνίτσα των λυγερή ερχότανε και χτυπούσε μες στην καρδιά καταμεσής. Μας έλεγε τη γέννηση του Χριστού μας. Τόσο καλύτερα μας τώλεγε, γιατί τη βοηθούσε η άγρια, αλλά επιβάλλουσα μουσική του βορηά, ο οποίος όξω δυνατά, άγρια και ρυθμικά βογγούσε. Όλοι μας χαρήκαμε κατάκαρδα. Τα παιδάκια άρχισαν να χοροπηδούν τρελλά από τη χαρά τους. Όλοι τοιμαστήκαμε γλήγορα – γλήγορα για την εκκλησιά.
***
Δεν πέρασε λιγάκι και ο λίγο –λίγο παύων βορρηάς μας έφερνε τη γλυκειά και τρεμουλιαστή φωνίτσα της καμπάνας. Ντιγκ! Νταγκ!… που καλούσε τους χωρικούς στην εκκλησιά να λειτουργηθούνε και ν’ ακούσουνε το «Χριστός γεννάται δοξάσατε…»! Το οποίον με τόση αγωνία όλοι τώρα περιμέναμε.
Τρεχάτοι σε λιγάκι βρεθήκαμε με την καρδιά γεμάτη χαρά και αγαλλίαση στο «Σωτήρα» – έτσι λέγανε την εκκλησίτσα, που ήτανε χτισμένη της μουριοφυτεμένης πλατείας τη πάνω μεριά κοντά σε μια βρυσούλα, της οποίας το καθάριο νεράκι έπεφτε γλυκά και μεθυστικά γλιστρούσε κάτω στα μάρμαρα της βρυσούλας, ενώ από την πίσω μεριά της ώμορφης εκκλησούλας κυλούσε μουρμουριστά και έπεφτε με βοή το λίγο νεράκι κάτω στον γκρεμό του μικρού ποταμακιού.
Νόμιζες πως με την αφάνταστη μουσική της βρυσούλας και του ποταμακιού τούτου και των βελασμάτων των προβάτων απόξω, και τη γλυκειά φωνή του παπά – Βασίλη, ερχόντανε όλα να μας πουν τη γέννηση του Σωτήρα του Κόσμου.
Όλοι οι χωρικοί μαζεμένοι. Ο ψάλτης Μαστρογιάννης και ο παπα – Βασίλης με την ξάστερη και βροντερή φωνή του ψέλνανε γλυκά και κατανυχτικά. Και μένα τον ασυνήθιστον στας τέτοιας απολαύσεις που δεν τας βρίσκει κανείς τακτικά, και αι οποίαι αφήνουν σπουδαία ανάμνηση, με έτερπαν.
Σε λιγάκι τελείωσε η λειτουργία και οι χριστιανοί χαρούμενοι βγήκαν από την εκκλησία και τρεχάτοι πηγαίνανε στα σπίτια των να φαν το έτοιμο πια φαγί των, ύστερα από τόσες μέρες νηστεία και προσευχή. Όξω άρχιζε να ξημερώνει. Γλύκα σ’ όλη τη φύση. Νόμιζες πως γελά ο ουρανός κι η γη.
***
Έτσι πέρασα και γω θαυμάσια μέσα σ’ ένα αγνό, σ’ ένα φυσικό περιβάλλον, που μου αφήκε μέσα στα κατάβαθα της καρδιάς μου μια μεγάλη, πολύ μεγάλη ανάμνηση που δεν λησμονώ ποτέ μου. Με κάνει δε να την θυμάμαι και να την επιθυμώ πιο πολύ φέτος που όλως διαφορετικά θα γιορτάσω τη Γέννηση του Χριστού μας, σε άλλο περιβάλλον, με άλλες συνήθειες, με άλλους τρόπους τελείως αλλιώτικους, προσποιητούς, φτιαστούς. Μέσα σε περιβάλλον κρύο, ψυχρό, τα οποία καμία όρεξη δε μου κάνουν για τη Μεγάλη αυτή Γιορτή της Εκκλησίας.
Με κάνει να θυμούμαι τι ωραία που πέρασα, τι λιτά, τι ώμορφα, τι φυσικά και να ενθουσιάζωμαι με τα έθιμα των χωρικών μας και να επιθυμώ πολύ πάρα πολύ να βρισκώμουνα και εφέτος εκεί!
Πλάνος Διαβάτης
Στράτος Κτεναβέας
_____
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΙΣ
«ΘΑΡΡΟΣ» 27 Δεκεμβρίου 1905
Ετελείωσε, το είχα αποφασίσει. Εσκέφθην, ότι έπρεπε τέλος πάντων να φύγω και εγώ δια να εορτάσω Χριστούγεννα μαζί με το σπίτι μου. Και τούτο δεν ήτανε εκείνο που με έκαμνε να αισθάνομαι κάποιαν ευχαρίστησιν. Με κατελάμβανε μεγάλη χαρά όταν εσκεπτόμην, ότι θα εορτάσω τα Χριστούγεννα στο μικρό εκκλησάκι του χωριού μου, εκεί που άλλοτε μικρός ελάμβανα μερικά χαστουκάκια από τον παππά, διότι δεν εδιάβαζα καλά τον Απόστολο ή τους ψαλμούς του Δαυίδ. Εκεί μέσα που άλλοτε με τα συνομήλικα παιδιά του χωριού μου βοηθούσαμε τον ψάλτη, ένα γέρο που τα έλεγε όλα απέξω χωρίς ν’ ανοίξη βιβλίο και όλοι ημείς εχάσκαμε για τη σοφία του.
Εσκεπτόμην, ότι μέσα εις το εκκλησάκι εκείνο τώρα τα συνομήλικά μου εκείνα παιδιά θα είναι άνδρες και τα μικρά εκείνα κοριτσάκια που μαζί τότε επαίζαμε έξω από την εκκλησία θα είναι όμορφες χωριατοπούλες και αι περισσότεραι καλαί νοικοκυράδες.
Έτσι ήμην γιομάτος χαρά και εις τας τέσσαρες το πρωί ευρισκόμην εις τον Σιδηροδρομικόν Σταθμόν χωρίς να αισθάνομαι την φοβερά παγωνιά που εκράτη εκείνη την ώρα.
Μία οχλοβοή γιομάτη από κλάματα, γέλια, χαρές, επιφωνήματα, ευχάς και τόσα άλλα επεκράτουν κατ’ εκείνην την ώραν εις τον Σταθμόν.
Μετ’ ολίγον ο κώδων του Σταθμού εσήμανε την τρίτην και τελευταίαν πρόσκλησιν, το ωρολόγιον εσημείωνε την 5ην πρωινήν ώραν και ένας οξύς συριγμός ώθησε την αμαξοστοιχίαν προς τα εμπρός.
Είχα τυλιχθή με το παλτό μου και ήμην στριμωγμένος σε μια γωνιά. Το λάδι της λάμπας είχε σωθή και η λυχνία άφηνε τας τελευταίας της πνοάς.
Απέναντί μου δύο κοριτσάκια τυλιγμένα στα ρούχα των εφαίνοντο ανήσυχα και από καιρού εις καιρόν εφαίνοντο ότι εζήτουν κάτι τι, παρατηρούντα έξω από τα τζάμια του βαγονιού.
Εσκέφθην αν ηδυνάμην να μάθω, πώς μονάχα τους εταξείδευον. Εφοβούμην μήπως φανώ αδιάκριτος. Επί τέλους αφήκα να φύγουν μερικαί λέξεις από το στόμα μου, και προς μεγάλην μου έκπληξιν έμαθον ότι τα δύο εκείνα κοριτσάκια μετέβαινον εις τας Αθήνας για να εορτάσουν Χριστούγεννα, και ότι εδώ ήλθον για να εργασθούν.
Είχον έλθει από τας Αθήνας για δύο δραχμάς την ημέρα! Και τώρα έφυγον από εδώ αποκομίζοντα τον άρτον της εργασίας των εις την οικογένειάν των.
Δεν ηθέλησα περισσότερον να εξετάσω την δυστυχίαν, ταις ηδυνήθην το κατευόδιον, και απεβιβάσθην εις ένα σταθμόν για να υπάγω ν’ ακούσω την επομένην τον παππά που με έδερνε και τον ψάλτην τον σοφόν που ακόμη η παγωνιά δεν του έκλεισε το στόμα.
Εγώ