«Αναγκαίος όρος για τη σταθερότητα κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος είναι μια ενεργή κι ακμάζουσα μεσαία τάξη, αλλιώς θα είναι πάντοτε υπαρκτός ο κίνδυνος μετεξέλιξης της πολιτείας σε μια πλουτοκρατία ή ένα τυραννικό καθεστώς»
(Αριστοτέλης, «Πολιτικά»)
Οι επαναλαμβανόμενες υγειονομικές καραντίνες (lock-down) και τα περιοριστικά μέτρα που έφερε η πανδημία του covid-19 με τη συνακόλουθη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, που πλήττει σήμερα κυρίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τους αυτοαπασχολούμενους επαγγελματίες, τους επιστήμονες και τον κόσμο της εργασίας, επέτειναν την οικονομική ύφεση, η οποία είχε επανακάμψει δυναμικά μετά τις εθνικές εκλογές της 7ης/7/2019.
Έτσι, με βάση την ΕΛΣΤΑΤ, η ανάπτυξη στο τέλος του 2019 είχε μειωθεί στο 1,8%, υποχωρώντας σε σχέση με το 2,8% του τρίτου 3μήνου, για να καταλήξει σε ύφεση 0.9% στο πρώτο 3μηνο του 2020. Σήμερα, πλέον, η χώρα μας προδιαγράφει για το τρέχον έτος μια θλιβερή πρωτιά οικονομικής ύφεσης στην ευρωζώνη, με διψήφια νούμερα.
Κι αν στα τέλη του 2019, ως αιτίες της οικονομικής επιβράδυνσης καταγράφονται η πτώση των εξαγωγών, οι περικοπές του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (κατά 1,1 δισ.) και η μείωση του κοινωνικού μερίσματος (μείωση 700 εκ. ευρώ σε σχέση με το 2018), θα περίμενε τουλάχιστον κανείς ότι, κατά τη διάρκεια της τριπλής κρίσης που διανύουμε (υγειονομικής, οικονομικής και κοινωνικής), η κυβέρνηση και το οικονομικό της επιτελείο, έχοντας γεμάτο οπλοστάσιο («μαξιλάρι» ταμειακής ρευστότητας 37 δισ., χαλάρωση ευρώ-συμφώνου δημοσιονομικής σταθερότητας/πλεονασμάτων, ταμείο ανάκαμψης / ευρωπαϊκοί πόροι), θα λάμβαναν τα αναγκαία εμπροσθοβαρή μέτρα ενίσχυσης της πραγματικής οικονομίας, των εργαζομένων και της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Με σκοπό να ανακόψουν την ύφεση, τα λουκέτα και την ανεργία, ανταποκρινόμενοι, όχι μόνο στα συνεχή αιτήματα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κυρίως στις δραματικές εκκλήσεις των συλλογικών φορέων (Επιμελητήρια, Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπόρων, ΓΣΕΒΕΕ, ΓΣΕΕ).
Αντ’ αυτού, η κυβέρνηση, μετά την αποτυχία στην υγειονομική διαχείριση της πανδημίας, συνεχίζει να εφαρμόζει και στην οικονομία μια μίζερη πολιτική που έγκειται στο “βλέποντας και κάνοντας”. Οδηγώντας έτσι στον «ξαφνικό ή αργό θάνατο» χιλιάδες μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις και στην ανεργία χιλιάδες μισθωτούς, αλλά και αυτοαπασχολούμενους επαγγελματίες ή επιστήμονες, προς όφελος μόνο ολίγων ισχυρών εταιρικών αλυσίδων και πολυεθνικών επιχειρήσεων, που (και σε περιόδους κρίσης) διαθέτουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, κεφάλαια κίνησης, πιστοληπτική άνεση αλλά και υποδομές.
Απόδειξη τούτου ότι διαρκούσης της πανδημίας και των περιορισμών, αποτελούν προτεραιότητες για την κυβέρνηση, σωρευτικά, η απορρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας και της αγοράς εργασίας, η επιδότηση της ανεργίας, το “ακορντεόν” για τα μικρομεσαία καταστήματα και τις επιχειρήσεις που ανοιγοκλείνουν ανώφελα, χωρίς εισόδημα ή ουσιαστική ενίσχυση από το κράτος, υποβαλλόμενα σε πειράματα τύπου «click away», σε αντί-μέτρα δηλαδή, που δεδομένα πλήττουν τον τζίρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και την καταναλωτική ζήτηση ως όρο εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς
Είναι, όμως, τυχαία όλα αυτά ή αποτελούν την κυρίαρχη κυβερνητική στρατηγική της ολικής αναδιάρθρωσης προς ένα νέο μοντέλο οικονομίας και μια νέα αγορά μοιρασμένη σε ισχυρά ολιγοπώλια, αλλά και προς ένα μοντέλο αγοράς εργασίας που θα κινείται ανάμεσα στο χώρο της ανεργίας και της ευέλικτης χαμηλόμισθης εργασίας;
Η Ελλάδα είναι αλήθεια ότι μεταπολεμικά ανασυγκροτήθηκε στη βάση της αρχής της “μικροϊδιοκτησίας”, τόσο σε επίπεδο αγροτικής ανάπτυξης όσο και επιχειρηματικότητας. Είναι αλήθεια επίσης ότι, σε μεγάλο βαθμό, κατά την περίοδο της 10ετούς οικονομικής κρίσης, η οικονομία και το εμπόριο στη χώρα άντεξαν χάρις στις ΜμΕ.
Σήμερα, όμως, αυτή ακριβώς η ιστορική μικρό-ιδιοκτησία, ο μικρομεσαίος έμπορος κι επαγγελματίας, ενοχοποιούνται ως ο «βραχνάς της εξέλιξης». Αυτό ακριβώς προδίδει το σχέδιο της επιτροπής “Πισσαρίδη” που παρήγγειλλε η κυβέρνηση ως χάρτη για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και για την επόμενη ημέρα της οικονομίας: «η κυριαρχία μονοπρόσωπων και πολύ μικρών επιχειρήσεων αποτελεί κυρίαρχο και προβληματικό χαρακτηριστικό, καθώς η παραγωγικότητα στις επιχειρήσεις αυτές είναι γενικά χαμηλή», προτάσσοντας έτσι «να δοθούν κίνητρα για συγχωνεύσεις και εξαγορές εταιρειών με στόχο τη μεγέθυνση».
Αντί, συνεπώς, μιας γενναίας ρύθμισης του ιδιωτικού χρέους για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, αντί της μετατροπής της επιστρεπτέας προκαταβολής σε μη επιστρεπτέα, αντί για την ανακίνηση χρηματοδοτικών εργαλείων προς τις ΜμΕ, αντί της λήψης κι εφαρμογής έκτακτων μέτρων θωράκισης κι επιβίωσης που δικαιολογούνται από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και θα προσέδιδαν μια διέξοδο στους μικρομεσαίους, δεν είναι τυχαίο ότι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, προχωρά, ακάθεκτο από την πανδημία, στην ψήφιση και στην εργαλειοποίηση του νέου Πτωχευτικού Κώδικα. Παραδίδοντας ουσιαστικά στον πλήρη έλεγχο των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων που κρύβονται πίσω από τα funds, τα ευάλωτα νοικοκυριά και τις αποδυναμωμένες από την πολυετή κρίση ΜμΕ, με στόχο μια μεγάλη αναδιάρθρωση της αγοράς, που νομοτελειακά θα οδηγήσει σε λουκέτα, αλλά και σε μια νέα κρίση ανεργίας / ευάλωτης εργασίας στην χώρα
Κι έτσι εξηγείται ότι για όσα σχεδιάζει το νεοπαγές επιτελικό κράτος, διαμορφώνει συγχρόνως το πρόσφορο περιβάλλον, αφού, έχοντας επίγνωση της υποβάθμισης που θα φέρει η πολιτική της αδράνειας για τις πλειοψηφίες των μεσαίων στρωμάτων, αλλά και προεξοφλώντας την αντίδρασή της, βρίσκεται σε μια εντατική, νομοθετική και υλικοτεχνική προετοιμασία, για έναν διαρκή “κοινωνικό πόλεμο”, επιχειρώντας συγχρόνως να επιβληθεί επικοινωνιακά, με την εμπέδωση στην κοινή γνώμη της υπο-κουλτούρας μιας ψευδεπίγραφης “αριστείας”, που αποβλέπει κυρίως στο παράγωγό της, σ’ ένα γενικευμένο δηλαδή αίσθημα ενοχικής ανεπάρκειας, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Αυτό μαρτυρούν, το πρωτοφανές για τα ελληνικά κι ευρωπαϊκά χρονικά, διάταγμα αφαίρεσης της σωφρονιστικής – αντεγκληματικής πολιτικής από τις αρμοδιότητες του υπουργείου Δικαιοσύνης και υπαγωγής της στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (“αστυνομικοποίηση της δικαιοσύνης”) με γνώμονα την ενίσχυση της προληπτικής καταστολής, παρά το αντι-ευρωπαϊκό παράδοξο και παρά την αντίδραση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, η στοχευμένη δαιμονοποίηση του δημόσιου χώρου και ειδικότερα η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου αλλά και η ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας (ενώ η πραγματική εγκληματικότητα στην ύπαιθρο και τα αστικά κέντρα καλπάζει), ο περιορισμός κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως οι διαδηλώσεις με το νόμο για τη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, ο πλήρης έλεγχος της πληροφορίας και της ενημέρωσης με την υπαγωγή του ΑΠΕ-ΜΠΕ και της ΕΥΠ στο γραφείο του Πρωθυπουργού, ο νέος συνδικαλιστικός νόμος, ο Κώδικας Πτώχευσης νοικοκυριών κι επιχειρήσεων, η διάλυση του ΣΕΠΕ με την υποβάθμισή του από ανεξάρτητο φορέα σε διεύθυνση του υπουργείου Εργασίας, που επιφέρει την υποβάθμιση των θεσμικών εγγυήσεων για τους εργαζομένους σήμερα στον ιδιωτικό τομέα.
Επιβεβαιώνεται έτσι η κρίση του Αριστοτέλη ότι “η παρακμή της μεσαίας τάξης σε κάθε κοινωνία γεννάει την αυταρχικότερη διακυβέρνησή της”.
Αν, όμως, για τους θιασώτες του “τέλους της ιστορίας” και της πλήρους ενσωμάτωσης του νεοφιλελευθέρου καπιταλιστικού μοντέλου στις κοινωνίες, υπάρχει η βεβαιότητα ότι τα παραπάνω δε μοιάζουν με αδιέξοδο, αλλά με απλές παρενέργειες της μετάβασης σε μια περιοριστική αγορά, ακόμη κι αν αυτό προϋποθέτει μια πειθήνια κι ανασφαλή κοινωνία, είναι εξίσου βέβαιο ότι, σύντομα, οι χειμαζόμενες πλειοψηφίες θα αποδείξουν – για μια ακόμη φορά – ότι δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, διεκδικώντας και πάλι το δικό τους μέλλον.
Του Γεωργίου Μακρή
Δικηγόρου, ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου & Ποινικών Επιστημών, μέλους της Ν.Ε Μεσσηνίας του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία