Με μια αιφνιδιαστική κίνηση το Στέιτ Ντιπάρτμεντ της κυβέρνησης Τραμπ, με επίσημη ανακοίνωσή του, κατηγορεί ευθέως πλέον την Κίνα και ιδιαίτερα το ΚΚΚ ότι σκοπίμως εδώ και ένα χρόνο δεν έχει δώσει κανένα στοιχείο στη διεθνή κοινότητα για το αν ο COVID-19 διαδόθηκε ύστερα από μόλυνση από ζώντα οργανισμό (π.χ. πειραματόζωο) σε ζώντα οργανισμό (δηλαδή στον άνθρωπο) ή αν πρόκειται για τεχνητό εργαστηριακό ιό που ξέφυγε από λάθος στα Πρωτόκολλα Ασφαλείας.
Η επίσημη ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προχωρά ακόμα περισσότερο, επιμένοντας ότι από το 2017 το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Γιουχάν συνεργάζεται σε μυστικά προγράμματα με το υπουργείο Άμυνας της Κίνας.
Γι’ αυτό και η Ουάσιγκτον απαιτεί τώρα την απόλυτη, διαφανή πρόσβαση της διεθνούς κοινότητας στα εργαστήρια, τα data, το προσωπικό και τα εργαστηριακά ευρήματα του κινεζικού Ινστιτούτου, καθώς η «καταγωγή» του COVID -19, ακόμα και σήμερα-ύστερα από ένα χρόνο πανδημίας-παραμένει άγνωστη, επειδή η Κίνα δεν ανοίγει τους φακέλους της.
Η αμερικανική αυτή ανακοίνωση μπορεί να αποτελεί το «κύκνειο άσμα» της κυβέρνησης Τραμπ, παρά ταύτα θέτει ένα ουσιαστικό θέμα επί τάπητος- από που προήλθε ο ιός- και το κυριότερο, εγκλωβίζει την κυβέρνηση Μπάιντεν σε μια συγκεκριμένη εχθρική στάση της Ουάσιγκτον απέναντι στην Κίνα, συμπαρασύροντας μαζί και την Ε.Ε., που είναι «φιλική» προς το Πεκίνο.
Και τούτο, διότι η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν μπορεί να διαγράψει το υπαρκτό για ολόκληρη την ανθρωπότητα ερώτημα προς την Κίνα -για την καταγωγή του ιού (ανθρώπινος ή εργαστηριακός)- όπως δεν μπορεί να διαγράψει το αίτημα να επιτρέψει η Κίνα πλήρη και διάφανο εργαστηριακό έλεγχο στα εργαστήρια της Γιουχάν, «γενέθλιο τόπο» του COVID-19.
Επομένως, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν μπορεί να αντιστρέψει πάραυτα την πολιτική Τραμπ με τον εμπορικό πόλεμο απέναντι στην Κίνα, δημιουργώντας έτσι το πρώτο αγκάθι στις νέες σχέσεις ΗΠΑ-Ε.Ε., τις οποίες και οι δύο πλευρές θέλουν να αναμορφώσουν μέσω στενότερης συνεργασίας, μακριά από την αντιπαλότητα και περιφρονητική στάση του Τραμπ προς τις Βρυξέλλες.
Αυτή τη στιγμή η διατλαντική σχέση περνά πρώτα μέσα από την τριγωνική σχέση Ουάσιγκτον- Βρυξέλλες- Πεκίνο και δευτερευόντως από τη διμερή σχέση ΗΠΑ- Ευρώπης μέσω του ΝΑΤΟ.
Η Ε.Ε., κυρίως λόγω Βερολίνου, ουδέποτε ακολούθησε την επιθετική πολιτική Τραμπ απέναντι στο Πεκίνο με κορωνίδα την ολική απαγόρευση της κινεζικής τεχνολογίας 5G μέσω της HUAWAY σε ΗΠΑ και Ευρώπη λόγω πιθανής κινεζικής διείσδυσης σε data εθνικής ασφαλείας. Η Ε.Ε. όλο το προηγούμενο διάστημα «πήγε με τις μπάντες», αφήνοντας στις χώρες μέλη την τελική απόφαση για την κινεζική 5G, ενώ λίγες μόνον ημέρες πριν αναλάβει καθήκοντα ο Μπάιντεν η Ε.Ε. έσπευσε να συνάψει νέα Συμφωνία Επενδύσεων με την Κίνα, κίνηση που μπορεί να θεωρηθεί «χτύπημα κάτω από τη μέση» στην κυβέρνηση Μπάιντεν.
Οι σχέσεις με την Κίνα δεν είναι το μόνο δύσκολο σημείο των διατλαντικών σχέσεων. Ομοίως δύσκολο σημείο είναι οι σχέσεις με την Ρωσία. Η κυβέρνηση Τραμπ είχε εφαρμόσει τους «οικονομικούς πολέμους» απέναντι στους αντιπάλους της και στην περίπτωση της Ρωσίας το μεγάλο θέμα ήταν να μην αποδεσμευθεί η Ευρώπη από το φυσικό αέριο της Ουκρανίας προς όφελος της Ρωσίας. Γι’ αυτό και είχε επιβάλει βαριές κυρώσεις σε όποιο φυσικό πρόσωπο και εταιρεία είχε σχέση με την κατασκευή του αγωγού NORD STREAM-2 για την παροχή ρωσικού φυσικού αερίου στη Β. Ευρώπη, παρακάμπτοντας το Κίεβο, Αν και οι κυρώσεις αυτές ανανεώθηκαν προσφάτως στις ΗΠΑ, οι Ευρωπαίοι, κυρίως η Γερμανία, ολοκλήρωσαν το έργο του αγωγού αφήνοντας τις ΗΠΑ στα κρύα του λουτρού.
Με δεδομένο πλέον ότι οι σχέσεις ΗΠΑ-Ε.Ε. δε βασίζονται αποκλειστικώς μόνον ούτε περιορίζονται μόνον στο ΝΑΤΟ, αλλά αποτελούν ένα σύμπλεγμα πλέον οικονομικών και εμπορικών ανταγωνισμών συνεργασιών και συμμαχιών, οι σχέσεις Ουάσιγκτον – Βρυξελλών έχουν πολλές πλευρές και προβλήματα, παρά την αμοιβαία θέληση για αγαστή συνεργασία.
Της Κύρας Αδάμ