Το πρώτον ψύχος είχομεν προχθές. Ήτο ολίγον, κατ’ έκφρασιν, πράγματι όμως πολύ. Και δια τούτο δεν εξητμίσθη αμέσως, αλλά εξηκολούθησε και χθες.
Την νύκτα δεν έβλεπε κανείς ψυχήν ζώσαν έξω. Η ωραία σελήνη δεν είχε ενδυμίωνας, αλλά τούτο δεν την εμελαγχόλει, διότι ήτο λαμπρά και θελκτική.
Η παραλία ορφανή, τα νυκτερινά κέντρα έρημα.
Ζωηρά και πραγματική εικών του χειμώνος. Και όντως το αρκετά τσουχτερό αεράκι, δεν ήρχετο παρά από την καρδιάν του λευκοπάγωνος γέροντος.
Τα τρανσπαράν είχον τραπή εις άτακτον και αι λευκαί και αραχνοειδείς αμφιέσεις δεν εφαίνοντο πουθενά.
Είχον υποχωρήση τα πάντα εις την χειμωνιάτικην πνοή.
Με έτσουξε το κρύο, αλλά δεν είμαι υπερβολικός. Η εμφάνισις αυτού ήτο δριμεία και ασφαλώς όλοι σας δεν θα την ησθάνθητε ολιγώτερον εμού.
Το σπουδαιότερον, το να κρυώνη κανείς, δύναται να προληφθή. Εάν δεν έχει και παλτό, ας ενθυμηθή την εφεύρεσιν του Βασιλέως Γεωργίου με τις εφημερίδες.
Δι’ αυτό λοιπόν εγώ είμαι χαρούμενος τώρα με την εμφάνισιν του χειμώνος. Δεν αμφιβάλλω δε ότι και σεις θα είσθε σύμφωνοι!
ΓΝΩΣΤΟΣ