«ΘΑΡΡΟΣ» 24 Ιανουαρίου 1908: Ο τραυματίας του πολέμου

«ΘΑΡΡΟΣ» 24 Ιανουαρίου 1908: Ο τραυματίας του πολέμου

Όσον πολυάσχολοι και εάν διέρχησθε δια μέσου της πλατείας, δεν θα διέφυγε την αντίληψίν σας, εν λείψανον του ελληνοτουρκικού πολέμου. Ο Γιάννης, ο κινητός ψιλικοπώλης της πόλεώς μας, ο έχων «αλά Κάιζερ» εστριμμένους τους μύστακας, με το στρατιωτικόν παράστημα και αμπέχωνον Πεζικού, και τα δύο ξύλινα πόδια, αρχόμενα από της μασχάλης προς αναπλήρωσιν ενός φυσικού του μέλους, όπερ απώλεσε κατά την εν Γριμπόβω μάχην του 1897.

Συμπληρωματικώς επιπροσθέτω και τα λοιπά περιβλήματα της υπάρξεώς του, ίνα καταστήσω ταύτην γνωριμωτέραν.

Η πρόσοψίς του πλαισιούται με το κινητόν φορητόν κατάστημά του «τάβλαν», την μόνην περιουσίαν του. Επί δε των ώμων φέρει έτι ως λείψανον της στρατιωτικής του συνηθείας, σάκκον εξ υφάσματος στρατιωτικού σακκιδίου κατάστικτον εξ εφθαρμένων γραμμάτων, άτινα συνδυαζόμενα ως εν τοις αρχαίοις μνημείοις σχηματίζουσι διάφορα ποιημάτια, θούρια, επινίκια ή και παράπονα δια την έκτοτε αστοργίαν της Πολιτείας, ήτις φειδομένη του δημοσίου πλούτου, τον απηξίωσεν έστω και μικροσκοπικής συντάξεως, αφού καθ’ ό χωλός δεν ηδύνατο ν’ ανεβοκαταβαίνη τας κλίμακας των μεγάρων των πολιτευομένων της επαρχίας του.

Αμυνόμενος των ορίων της πατρίδος του, της εθνικής του τιμής, σφαίρα Τούρκου Νιζάμη τον εστέρησε του ποδός και τον κατέστησεν άχρηστον προς εργασίαν.

Τον κατεδίκασε εις ηθικόν θάνατον, να σύρη τα δεκανίκια του και επισύρη τον οίκτον, το μόνον εφόδιον δια την επί τω ψωμίζεσθαι επαιτείαν.

Πλην δεν επαιτεί. Η μάχη τον εστέρησε του ποδός, αλλ’ όχι και της φυσικής, ψυχικής αλκής, την οποίαν η επαναστατήσασα συνείδησίς του ώπλισε δια μεγαλυτέρας θελήσεως.

Είτε ίσταται στηριζόμενος επί των ξυλίνων ποδών του, είτε κάθηται εν τινί καθίσματι των παραπλατείων ρακοπωλείων, ουδέποτε διαλαλεί το εμπόρευμά του δια σπαραξικόων ικεσιών, ίνα προκαλέση τον οίκτον… εις αγοραστάς.

Τηρεί πάντοτε αρρενωπήν στάσιν (ως στρατιώτης σκοπός κατά τον κανονισμόν «πόλεων»). Και με την κεφαλήν κατακάθετον επί των ώμων έχει εστραμμένα τα όμματα προς τον αιθέρα, ως εάν αναζητή εκεί να συναντήση, ως εν κινηματογράφω παρελαυνούσας, τας αιθερίας εικόνας της αναπολητικής φαντασίας του.

Καθήμενος ομοιάζει προς αρματωλόν φυλάσσοντα επί της κορυφής λόφου «καραούλι» και υπενθυμίζει έναν ιδεώδη τύπον δαφνοστεφούς παλληκαριού, άλλης εποχής, αγιωτέρας.

Όταν ίσταται προσηλούται προς ωρισμένον σημείον. Ωσεί στρατιώτης σκοπός, εξ επάλξεως μεσαιωνικού φρουρίου.

Περιπατών με τα κροτούντα δεκανίκια του, σου επαναφέρει εις την μνήμην «τον δράκοντα των παραμυθιών».

Ουδέποτε σε διακόπτει προκαλών συζήτησιν. Αν δ’ εκ συμπτώσεως προκληθή τοιαύτη, η φωνή του θα σου επιβάλη το σέβας, θα σ’ εκβιάση εις προσοχήν. Είναι βραχεία και επιτεινομένη απειλητική, ισχυρά, μεγάλη. Ομοιάζει προς στρατιωτικόν παράγγελμα.

Εν τούτοις «τα κατά συνθήκην ψεύδην» του καθ’ ημάς πολιτισμού, τον καταδικάζουσι εις 8ης κοινωνικής τάξεως άνθρωπον, απαξιούμενον και του «καλημέρα» από τους έχοντας ελαστικήν την οσφύν, ίνα κραδαίνωσι ταύτην επιχαρίτως κατά τας υποκλίσεις και λοιπούς πιθηκισμούς, το μόνον προσόν της προόδου της συγχρόνου εποχής.

Θ.Μ. Φουριδάκος

__________________ 

Ο ΦΡΟΥΡΟΣ
«ΘΑΡΡΟΣ» 25 Ιανουαρίου 1908
Είναι νύχτα χειμερινή και νεφελώδης. Τα διάφορα στοιχεία της φύσεως μαίνονται λυσσωδώς, η δε θάλασσα βογκά απειλούσα να καταπίη παν το προστυχόν. Τα αγριότερα ζώα κατειλημμένα υπό πανικού συσπειρούνται εντός του βάθους της φωλεάς των, οι δε άνθρωποι υπό τα βαρέα στρώματα βυθισμένοι αδυνατούν ουδέ την κεφαλήν των να υψώσουν. Η φύσις ομοιάζει προς κόλασιν, οι δε αλλόκοτοι συριγμοί των ανέμων επί των φύλλων των καλάμων και λοιπών θάμνων ομοιάζουσι προς τας φωνάς των Ερινυών του Άιδου, αίτινες με χαίροντα στόματα προβάλλουσι τας ειδεχθείς κεφαλάς των κατατρομάζουσαι τας ψυχάς, τας αλυσσοδεμένας.

Κατά την νύκτα ταύτην μόνον μία ψυχή ζη, μόνο μία ύπαρξις κινείται, ο φρουρός στρατιώτης. Ο προ μικρού άσημος και απαίδευτος χωρικός, ο αφωσιωμένος εις την βοσκήν των λατρευτών του προβάτων, ο ενδιαιτώμενος εις τα σπήλαια και τους αγρους, αγνός και άδολος, ορεσίβιος ποιμήν, ο αγνοών ακριβώς Πατρίδα και Θρησκείαν, δια της ενδελεχούς διδασκαλίας των ανωτέρω του μορφωθείς και διαπλασθείς στρατιωτικώς, απορρίπτει τον σκοτεινόν της αγνοίας πέπλον, οπλίζεται με τα υψηλότερα αισθήματα της φιλοπατρίας, του καθήκοντος και της τιμής, θωρακίζεται με την πίστιν προς τον Χριστόν του τον αληθινόν και αναρτών επί του ώμου του το ιερόν της πατρίδος όπλον μετά θάρρους και καρτερίας αναλαμβάνει την φρούρησιν αυτής.

Από της στιγμής ταύτης αλλάσσει βίον, αλλάσσει χαρακτήρα, ανέρχεται εις ιδεώδη υψηλά, συλλαμβάνει εν εαυτώ το Μεγαλείον της Πατρίδος και εντός του κοχλιάζοντος εκ πατριωτικών αισθημάτων στήθους του, πλάττει αόρατον τέμενος έρωτος προς την Μεγάλην Μητέρα.

Και βηματίζων αγερώχως γύρωθεν της σκοπιάς του, περιφρονεί τας ψυχράς επιθέσεις του μαινομένου βορρά και του παγετού τώρα τον χειμώνα, καθώς περιφρονεί τας καυστικάς ακτίνας του καίοντος ηλίου το καλοκαίρι.

Η αϋπνία και αι παντοειδείς στερήσεις τού μεγαλώνουσι το αίσθημα, του εξαγνίζουσι την καρδίαν και του ζωογονούσι το αγνόν και παφλάζον εν ταις αρτηρίαις του αίμα, όπερ φυλάττει ως τιμαλφές κειμήλιον, ίνα χύση αυτό εκεί όπου θα τον καλέση το καθήκον, εις το οποίον εσυνήθισε να υπακούση, να υποτάσσεται ευχαρίστως, αισθανόμενος ενδόμυχον ηδονήν.
Και δεν φαίνεται με την δοκιμασίαν την οποίαν τώρα υφίσταται ο φρουρός στρατιώτης, ότι ακριβώς δι’ αυτό παρασκευάζεται;

Αρ. Οικ.