Ο δανεισμός ξένων λέξεων είναι κάτι κοινό και συνηθισμένο σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Έτσι και η ελληνική γλώσσα, ανάλογα με τις ιστορικές περιπέτειες και τους λαούς με τους οποίους ήλθαν σε επαφή οι Έλληνες – είτε η επαφή αυτή ήταν ειρηνική είτε βίαιη – υπέστη μικρές ή μεγάλες επιδράσεις κατεξοχήν στο λεξιλόγιό της. Αυτό συνέβη, μάλιστα, από την πανάρχαιη εποχή, όταν τα ελληνικά φύλα άρχισαν σταδιακά να κατεβαίνουν προς τα νότια της χερσονήσου του Αίμου και να εγκαθίστανται στον ελλαδικό χώρο, όπου κατοικούσαν, ως γνωστόν, οι λεγόμενοι συλλήβδην Πελασγοί, δηλαδή οι προέλληνες.
Ποιος θα πίστευε πράγματι ότι κοινές και εύχρηστες λέξεις, όπως: δάφνη, ελαία, άμπελος, θάλασσα κ.ά. δεν είναι ελληνόρριζα γλωσσικά στοιχεία, αλλά προέρχονται από τις γλώσσες που μιλούσαν οι προέλληνες; Είναι, με άλλα λόγια, δάνεια που υιοθετήθηκαν από τους νεήλυδες. Ποιος, επίσης, θα πίστευε ότι γνωστά κύρια ονόματα, όπως: Κόρινθος, Λάρισα, Θάσος, Λέσβος, Λυκαβηττός κ.ά. δεν ανάγονται στην ελληνική γλώσσα, αλλά σε γλώσσες που μιλούσαν οι φυλές, οι οποίες κατοικούσαν στην Ελλάδα, συνέζησαν με τους νεοφερμένους, αφομοιώθηκαν από αυτούς και τους δάνεισαν τα προαναφερθέντα ονόματα;
Ανάλογα ξενικά γλωσσικά στοιχεία εισέρρευσαν στην ελληνική και κατά τη διάρκεια των μετέπειτα αιώνων από τους λαούς που κατέκτησαν την Ελλάδα, όπως: οι Ρωμαίοι (πβ. Μάρτιος, Απρίλιος, κάστρο, μαντάτο κ.ά.) και οι Τούρκοι (πβ. κέφι, ζόρι, αμπάρι, βερεσέ κ.ά.). Εξάλλου, οι Έλληνες ήλθαν σε επαφή και με πολλούς άλλους λαούς στην πολυαίωνη ιστορία τους και πήραν από αυτούς ένα μεγάλο αριθμό λέξεων: από τους Ιταλούς (λ.χ. βόλτα, γούστο, καπρίτσιο), Γάλλους (λ.χ. γκαρσόνι, ρετιρέ, μενταγιόν), Σλάβους (λ.χ. καρβέλι, λαγκάδι, τσαντίλα) και, φυσικά, από τους Άγγλους. Λόγω, μάλιστα, της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας της η αγγλική συνεχίζει να επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την ομιλουμένη, η οποία εξ ανάγκης υιοθετεί, όπως και άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, πολυάριθμες λέξεις και εκφράσεις από την ακατάσχετη εισβολή αυτής της παντοδύναμης γλώσσας.
Πράγματι, η πρόσφατη επέλαση αγγλικών λέξεων και εκφράσεων εξαιτίας των ειδικών συνθηκών της πανδημίας αναζωπύρωσε άλλη μία φορά τη συζήτηση, τη σχετική με τα γλωσσικά δάνεια και γενικότερα την ετοιμότητα της ελληνικής γλώσσας να αντισταθεί σε αυτόν τον κατακλυσμό επείσακτων όρων και εννοιών.
Από τη μία πλευρά, προβλήθηκαν καθησυχαστικά επιχειρήματα, ότι η γλώσσα μας παραμένει ισχυρή και δεν κινδυνεύει από τέτοιες εισροές αλλογενών και άκλιτων λεκτικών σχημάτων, αφού στο μέλλον θα επινοηθούν πιθανότατα τα ελληνοπρεπή ισοδύναμα που θα αντικαταστήσουν τους οθνείους όρους.
Από την άλλη πλευρά, σήμανε εύλογος συναγερμός με το δικαιολογημένο σκεπτικό ότι η αθρόα εισέλευση ξενόγλωσσου υλικού στην ομιλουμένη δεν αποτελεί σημάδι άκρας υγείας και ευέλικτης προσαρμοστικότητας, αλλά αντίθετα επικίνδυνης αδυναμίας και ανεπίτρεπτης ενδοτικότητας.
Όπως προείπαμε, ο γλωσσικός δανεισμός είναι τωόντι φυσιολογικός και αποδεκτός εν τινι μέτρω – η αδικαιολόγητη κατάχρησή του όμως είναι αφύσικη και απαράδεκτη. Προφανές είναι ότι η γλώσσα μας προχωρεί στο δύσβατο δρόμο της αναμόρφωσης και του εμπλουτισμού της με γνώμονα την όσο το δυνατόν προσφορότερη υπηρέτηση των ομιλητών της, αλλά η όλη αυτή διεργασία πρέπει να έχει οπωσδήποτε «άρωμα ελληνικό», αφού ανά πάσα στιγμή διαθέτουμε την ευτυχή δυνατότητα να εξελληνίσουμε το λεξιλόγιό μας μέσω της αξιοποίησης απειράριθμων όρων και σημασιών που μπορούμε να αντλήσουμε από τη λόγια παράδοσή μας. Οι ελληνικώ τω τρόπω πλαστουργημένες λέξεις αφομοιώνονται συχνά με θαυμαστή ταχύτητα από τη λαλουμένη δημοτική (πβ. ανελκυστήρας αντί ασανσέρ, χώρος στάθμευσης αντί πάρκινγκ, διαδίκτυο αντί ίντερνετ κ.ά.). Ακόμη και στην περίπτωση, όπου το γλωσσικό αίσθημα αρνείται να τις προσδεχτεί με την απαιτούμενη άνεση και ομαλότητα, επειδή φαίνονται ίσως κακόηχες, δυσπρόφερτες, ανακριβείς, άστοχες ή ανυπόφορα και κωμικά πλατειαστικές, οφείλουμε να επιμείνουμε να επινοήσουμε άλλα ελληνολεκτικά ισοδύναμα με την πεποίθηση ότι θα συναντήσουν εν τέλει την κατάφαση των ιθαγενών ομιλητών. Εξυπακούεται ότι απαιτείται αδιάλειπτη ενημέρωση του κοινού από τους ειδικούς και ιδίως από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και κοινωνικής δικτύωσης.
Εκείνο που πρέπει να αποφύγουμε και στο προκείμενο ζήτημα είναι κυρίως η άγονη και αλυσιτελής αντιπαράθεση, για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω και η οποία τόσο μας έχει βλάψει στο παρελθόν. Αντίθετα οφείλουμε να τηρήσουμε ψύχραιμη και νηφάλια στάση και σε αυτό το τόσο σημαντικό θέμα, αναλογιζόμενοι το θαυμαστό ιστορικό βάθος της γλώσσας μας, το οποίο αν το εκμεταλλευτούμε σωστά έχει τη δύναμη να ενισχύει και να εμπεδώνει κάθε φορά την εκάστοτε συγχρονική φάση της. Αναμφίβολα δεν πρέπει ποτέ να σταματάμε την ιερή προσπάθεια να δημιουργούμε αμέσως και συνεχώς αμιγώς ελληνικές λέξεις, αξιοποιώντας γλωσσικά στοιχεία από την ανεξάντλητη παρακαταθήκη της αρχαίας και της βυζαντινής παράδοσής μας, για να υποκαταστήσουμε, όσο το δυνατόν εγκαιρότερα, ξενόφερτους όρους και αλλογενείς εκφράσεις, που δεν προσαρμόζονται στο κλιτικό σύστημα της γλώσσας μας. Όσοι συνέλληνες το επιχειρούν και, μάλιστα, προτείνουν προσφυείς λύσεις, είναι βεβαίως αξιέπαινοι.
Του Ανδρέα Γ. Μαρκαντωνάτου
-Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού.