Η όμορφη πόλη της Καλαμάτας και ευρύτερα ο Νομός Μεσσηνίας με τον αξιοθαύμαστο πολιτιστικό και ιστορικό πλούτο του αποτελούν ιδανικό τόπο για να ιδρυθεί και ακολούθως να ακμάσει μία σχολή ανθρωπιστικών σπουδών, η οποία, πλην των άλλων, στοχεύει να θεραπεύσει με σοβαρότητα και πληρότητα τα απαιτητικά γνωστικά αντικείμενα της Φιλολογίας, της Ιστοριογραφίας και της Αρχαιολογίας. Πράγματι, ως γνωστόν, μία τέτοια σχολή ιδρύθηκε στην πόλη μας και τα τελευταία 15 χρόνια, παρά τα διάφορα εν πολλοίς εύλογα και αναμενόμενα προβλήματα, εμπέδωσε την παρουσία της και κατέστησε αισθητή την ερευνητική και διδακτική δράση της στο πλαίσιο του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Πρόσφατα, ωστόσο, ποικίλα δημοσιεύματα εκφράζουν έντονη ανησυχία ότι κάποια πανεπιστημιακά τμήματα της Καλαμάτας κινδυνεύουν να αποδυναμωθούν σε τόσο σημαντικό βαθμό λόγω των ριζικών αλλαγών που επιφέρει η νέα νομοθετική ρύθμιση του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, ώστε να προβάλλει εμφαντικά η πιθανότητα αυτά να τερματίσουν τη λειτουργία τους σε ένα απροσδιόριστο βάθος χρόνου.
Μολονότι ο γράφων δε συμμερίζεται τέτοιες κινδυνολογικές διαπιστώσεις και καταστροφολογικές εικοτολογίες, διότι πιστεύει ακράδαντα ότι οι πρόσφατες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις εντάσσονται σε ένα γενικότερο πλαίσιο αναβάθμισης και βελτίωσης του θλιβερά νοσούντος πανεπιστημιακού συστήματος, πρέπει να επισημανθεί ότι μέσα στο σημερινό άκρως ανταγωνιστικό περίγυρο τα καλαματιανά πανεπιστημιακά τμήματα, ιδίως μετά τη συγχώνευση του πρώην ΤΕΙ με το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, οφείλουν χωρίς χρονοτριβή, όχι μόνο να συγχρονιστούν με τις καταιγιστικές εξελίξεις στα πεδία της έρευνας και της εργασίας, αλλά επίσης να επιδιώξουν γόνιμες και δημιουργικές συνεργασίες, αφενός, με τους τοπικούς φορείς και, αφετέρου, με άλλα ανώτατα ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα της ημεδαπής και της αλλοδαπής σε επίπεδο προπτυχιακό και, έτι σπουδαιότερον, μεταπτυχιακό.
Ανείπωτη θλίψη προκαλεί το γεγονός ότι, λόγου χάριν, αντί να παρατηρείται αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος ως προς την άμεση θέσπιση και ανάπτυξη μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών σε δημοφιλή γνωστικά αντικείμενα, όπως είναι η Κλασική Φιλολογία, η Αρχαία και Σύγχρονη Φιλοσοφία, η Αρχαία Ιστορία και η Αρχαιολογία, διαπιστώνονται δυστυχώς ασύγγνωστη αδράνεια και αδικαιολόγητος εφησυχασμός. Άλλως ειπείν, τα πανεπιστημιακά τμήματα της Καλαμάτας, και ειδικότερα η ανθρωπιστικές σπουδές, κινδυνεύουν όχι από τις επιτακτικές και αναγκαίες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και τη διαφαινόμενη διολίσθηση των βάσεων εισαγωγής, αλλά από την έλλειψη οράματος για το τι μέλλει γενέσθαι μέσα σε μίαν εντελώς απρόβλεπτη και διαρκώς μεταβαλλόμενη παγκόσμια κατάσταση.
Ενδεδειγμένο θα ήταν, λοιπόν, η τοπική κοινωνία, η οποία έχει ομολογουμένως εναγκαλισθεί το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου με ανυπόκριτη ειλικρίνεια και θερμή προσμονή, να συμβάλει με τη σειρά της σε αυτήν την απαιτούμενη προσπάθεια να ενδυναμωθούν, αφενός, τα πανεπιστημιακά τμήματα της πόλης μας, με σκοπό να προσελκύσουν επαρκώς καταρτισμένους σπουδαστές και άρτια προετοιμασμένους φοιτητές, να παρακινηθούν, αφετέρου, οι αρμόδιοι φορείς, ώστε να ληφθούν εκείνα τα δραστικά μέτρα και εκείνες οι ορθές αποφάσεις, προκειμένου να καταστούν επιτέλους τα ανώτατα ιδρύματα της Μεσσηνίας εμπνέουσες δυνάμεις εκπαιδευτικής, πνευματικής, κοινωνικής και οικονομικής προόδου για την ευρύτερη περιοχή.
Επειδή οι απαιτήσεις είναι υψηλές και τα προβλήματα αποδεικνύονται δυσεπίλυτα, επιτακτικό είναι η πόλη της Καλαμάτας να σταθεί αλληλέγγυα με τα τοπικά πανεπιστημιακά τμήματα, τα οποία αποτελούν αναμφίβολα ζείδωρες πηγές σοφίας και γνώσης για όλους μας, και, έτι σημαντικότερον, να υποστηρίξει εμπράκτως ενέργειες και πρωτοβουλίες που στοχεύουν στην αποτελεσματική οχύρωση και δημιουργική ανάταξη της πανεπιστημιακής κοινότητας εντός ενός εξόχως συναγωνιστικού αλλά συνάμα συναρπαστικού και γεμάτου πολύτιμες ευκαιρίες εκπαιδευτικού και εργασιακού περιβάλλοντος. Οι διάφορες ιερεμιάδες και θρηνωδίες περί επικείμενων λουκέτων και άλλων δαιμονίων εκτρέπουν τη συζήτηση, τη σχετική τόσο με τον εκσυγχρονισμό και τον εμπλουτισμό των προγραμμάτων σπουδών όσο και με τη θεσμική κατοχύρωση της στιβαρής και τεκμηριωμένης ερευνητικής δραστηριότητας, σε άλλες ως επί το πλείστον ανώφελες και αδιέξοδες ατραπούς.
Του Ανδρέα Γ. Μαρκαντωνάτου
-Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού