Στη συζήτηση του νομοσχεδίου του υπουργείο Επικρατείας στη χθεσινή συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής τοποθετήθηκε η βουλευτής του Κινήματος Αλλαγής, Νάντια Γιαννακοπούλου.
Στην αρχή της ομιλίας της η βουλευτής αναφέρθηκε στα πολύ σοβαρά γεγονότα που βιώνει η ελληνική κοινωνία αυτές τις μέρες, τονίζοντας ότι «το συγκεκριμένο νομοσχέδιο έρχεται προς ψήφιση σε ένα αρρωστημένο, σε ένα φορτισμένο κλίμα. Οι καταγγελίες των θυμάτων παιδεραστίας, βιασμών, σεξουαλικών και άλλων παρενοχλήσεων είναι πολύ σημαντικές και δημιουργούν ένα κοινωνικό κίνημα».
Η κα Γιαννακοπούλου τόνισε συγκεκριμένα: «Οφείλουμε να συμβάλλουμε στο να ανοίξουν τα στόματα, στο να σπάσει το απόστημα, το νυστέρι της Δικαιοσύνης να φτάσει παντού και σε βάθος, να τιμωρηθούν παραδειγματικά όλοι οι ένοχοι και να προβληματιστούμε σχετικά για τις διαστάσεις αυτών των φαινομένων συνολικά στην ελληνική κοινωνία, προκειμένου να κάνουμε τις απαραίτητες τροποποιήσεις, τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στον Ποινικό Κώδικα, στον οποίο δυστυχώς επί της προηγούμενης κυβέρνησης τα όρια παραγραφής πολλών από αυτά τα εγκλήματα μειώθηκαν σημαντικά. Οφείλουμε να δούμε τις αλλαγές που πρέπει να κάνουμε στην Παιδεία για να θωρακίσουμε τα παιδιά, που θα πατούν πολύ πιο δυνατά μέσα τους, με πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και δύναμη να πουν “όχι” και βεβαίως τις απαραίτητες αλλαγές με τη δημιουργία κώδικα δεοντολογίας και συμπεριφοράς εκεί που δεν υπάρχει».
Ως προς τη δημόσια συζήτηση που επικρατεί και τις ευθύνες της κας Μενδώνη έθεσε τα εξής ζητήματα: «Υπάρχουν δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Ένα είναι η πολιτική κριτική για τα λάθη και τις παραλείψεις, για τις ξεκάθαρες πολιτικές ευθύνες της κυρίας Μενδώνη, η οποία όφειλε να ξέρει για ποιον λόγο αποπέμφθηκε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου πριν από κάποια χρόνια ο κ. Λιγνάδης, όφειλε να ξέρει για ποιον λόγο τον είχαν διώξει από τον “Ίασμο” πριν από κάποια χρόνια επίσης. Και βεβαίως, έχει, επιπλέον, πολιτική ευθύνη γιατί, αντί να ακολουθήσει μία προκήρυξη, έναν ανοικτό διορισμό, επέλεξε να διορίσει έναν εκλεκτό της. Αυτό, λοιπόν, είναι μια ξεκάθαρη πολιτική ευθύνη, την οποία θα έπρεπε να έχει αναλάβει και να έχει παραιτηθεί.
Είναι, όμως, άλλο αυτό, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, και τελείως διαφορετική η λάσπη στον ανεμιστήρα, η χυδαιολογία, ο τυχοδιωκτισμός, που δυστυχώς έχουμε δει πάρα πολύ τον τελευταίο καιρό.
Δυστυχώς, όμως, βλέπουμε όλα αυτά να χρησιμοποιούνται σε ένα ευτελές κομματικό παίγνιο, που πληγώνει τη δημοκρατία και εμποδίζει τη νηφάλια συζήτηση για την αντιμετώπισή τους. Αντιμετωπίζουμε ανοιχτά φαινόμενα αμέτρητης χυδαιότητας, που κανείς μας δεν μπορεί να ανεχτεί και που θα έπρεπε όλος ο πολιτικός κόσμος να απομονώσει. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε τη μετατροπή του “Metoo” σε ένα σκανδαλοθηρικό, συνωμοσιολογικό, τοξικό παιχνίδι».
Επιπλέον, ως προς το νομοσχέδιο η βουλευτής έδωσε ιδιαίτερη έμφαση ερωτώντας τον υπουργό: «Τα ερωτήματα είναι αμείλικτα. Είναι δυνατόν στο όνομα του δικαιώματος επιλογής να μπαίνει σε κίνδυνο η ζωή ανθρώπων οι οποίοι εισέρχονται σε ένα νοσοκομείο και μάλιστα από αυτούς οι οποίοι έχουν αποστολή να προστατεύσουν τη δημόσια υγεία; Πόσο επιτρεπτή είναι η άρνηση από νοσοκομειακούς του εμβολιασμού, αφού μπορούν να λειτουργούν ως φορείς μέσα σε δομές υγείας; Γιατί, άραγε, υπάρχει αυτή η μέχρι τώρα άρνηση απέναντι στο πιστοποιητικό εμβολιασμού, που για την Ελλάδα ως τουριστική χώρα παίζει τεράστιο ρόλο ώστε να ανοίξει ο τουρισμός με ασφάλεια; Και τι θα κάνουν τα κράτη, συνολικά η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν αύριο οι μεγάλες αεροπορικές εταιρείες διεθνώς θέσουν ως απαραίτητο προαπαιτούμενο για να ταξιδέψει κάποιος ένα πιστοποιητικό εμβολιασμού;».
Κλείνοντας, ως προς την Επιτροπή Βιοηθικής και Βιοτεχνολογίας, η βουλευτής τόνισε ότι ο εκσυγχρονισμός της και η προσαρμογή της στις ανάγκες της νέας εποχής, κάτι το οποίο θα περίμενε από τον υπουργό με ακόμη μεγαλύτερη γενναιότητα, αποτελεί ένα πάρα πολύ σημαντικό ζήτημα. Αυτό διακρίνει τη συσσώρευση γνώσεων και δεδομένων, προσωπικών δεδομένων των χρηστών, που τις περισσότερες φορές λειτουργούν εκτός δικαιοδοσίας και δημοκρατικής εποπτείας.