«ΘΑΡΡΟΣ» 31 Ιουλίου 1909: Από την Δήμιοβαν

«ΘΑΡΡΟΣ» 31 Ιουλίου 1909: Από την Δήμιοβαν

Η νυξ γοργώς προχωρεί προς το τέλος της. Γλυκεία και μυρίπνοος εωθινή αύρα πνέει. Πέραν εκεί δίεται προς τον Ύψιστον η αστρογείτων του Ταϋγέτου κορυφή. Κάτω εκεί τρεμοσβύνοντα διακρίνονται τα φώτα των Καλαμών και η πόλις φαίνεται καλυπτομένη υπό βαρείαν αχλύν. Επάνω στον πετρωμένον γίγαντά της, στο Κάστρο, υπερήφανος έχει στήσει τον θρόνον του ο γλυκύς του ύπνου ο Θεός Μορφεύς.

Το παν εσίγα την στιγμήν εκείνην υπείκον την θείαν του υπερτάτου όντος προσταγήν.

Την μελανόπτερον νύκτα ταράσσει ο γλυκύς ήχος του κώδωνος της Μονής αναμιγνυόμενος με τας υλακάς των πέριξ της μονής φυλασσόντων ποίμνια και σκύλους.

Εκ του ναού του ευρισκομένου εις την αυλήν της μονής εξέρχεται βαρεία οσμή λιβάνου και μυστηριώδης ψίθυρος…

Είναι η υπέροχος των μοναχών πρωινή προσευχή αναμέλπουσα ευχάς προς τον Ύψιστον.

Ήρεμα ήρεμα αρχίζει ο βαρύς πέπλος της νυκτός να αποκαλύπτεται και η ροδοδάκτυλος Ηώς αναφαινομένη να διαλύη την αχλύν.

Κάτω εκεί φαίνεται ένα μικρό εκκλησιδάκι κτισμένο επάνω εις έναν τύμβον. Μονήρες, έρημον και λευκάζον υπό του λυκαυγούς της ανατελλούσης ημέρας…

Είναι το κοιμητήριον του χωρίου.

Εκεί οι νεκροί κοιμώνται πλέον ήσυχοι υπό το φως μιας τρεμοσβυνούσης κανδήλας.

Αντί λιβάνου έχουσι το δροσερό αεράκι το αναμιγνυόμενον με την οσμήν της δάφνης και το νεκρολάλημα ενός κούκου ή το ούρλιασμα ενός σκύλου, τα οποία ταράσσουν την γαλήνην των πέριξ φαράγγων.

Οι τάφοι των δεν είναι αριστουργήματα γλυπτικής. Μια δάφνη και ένα φρύγανον αποτελούν τας τελευταίας των νεκρών εκείνων κατοικίας.

Δένδρα σιωπηλά στρέφουσι τα στίλβοντα αυτών φύλλα προς τον ουρανόν την δρόσον εκείνον ποθούντα μυρίας σκορπίζουσι ευωδίας.

Εκείνοι υμνούσι. Αλλά ιδού ο ήχος του κώδωνος της Μονής και πάλιν ακούεται και μας καλεί εις τον ναόν ένθα μυσταγωγεί ο ταπεινός του Υφίστου υπηρέτης.

Μετέβημεν και ημείς, ίνα υμνήσωμεν τον ποιητήν του παντός…

ΑΕΡΟΠΛΑΝΟΣ