«Κάναμε επαγγελματική συνάντηση με σαγιονάρα και μαγιό σε μια από τις, φτιαγμένες με καλάμια, καλύβες μας στην παραλία»
Σε ένα σπίτι στην καρδιά ενός ελαιώνα, με θέα τη θάλασσα της Μεσσηνίας, κάποιο προ-πανδημικό καλοκαίρι βρεθήκαμε με τον Λαυρέντη να ανατρέχουμε στο κοινό μας επαγγελματικό παρελθόν – εκείνος σε ατελιέ, εγώ σε συντακτικές ομάδες περιοδικών. Στο μικρό παράδεισο που είχε δημιουργήσει, γεμάτο χρώματα, εικόνες της φύσης, υλικά δημιουργίας, παιδικές φωνές, ζήλεψα τη διαδρομή ζωής που πολλοί έχουμε ονειρευτεί, αλλά λίγοι αποφάσισαν να ακολουθήσουν. Ο Λαυρέντης Χωραΐτης είναι ένας από αυτούς που, έπειτα από χρόνια εργασίας στην Αθήνα, επέστρεψε, με την οικογένειά του, στη γενέτειρά του: τους Γαργαλιάνους.
Τα παιδικά πάρτι υπήρξαν το κομβικό γεγονός για να χαράξει μια νέα επαγγελματική διαδρομή. Εκεί γνώρισε έναν ακόμα γραφίστα -και μπαμπά-, τον Παναγιώτη Ψυχογιό, με τον οποίο άρχισαν να γράφουν την ιστορία επιτυχίας του γραφείου design Flipping Bird, που επιβεβαιώνει ότι αν αγαπάς τη δουλειά σου, «όπου κι αν είσαι θα βρεις το δρόμο σου».
Οι εμπνευσμένες δημιουργίες τους, το εντυπωσιακό πελατολόγιο που έχουν δημιουργήσει (Sony Music, Cosmote, Nestle, 3Ε, ΤGI Fridays, Lakis Gavalas, Epavlis, Katogi-Strofilia, Our World, Nερά Σέλι & Διός κ.λπ.) και η πρώτη σειρά T-shirts που βρίσκεται στα σκαριά έγιναν αφορμή για μια ακόμα συνάντηση με τον Λαυρέντη, αυτή τη φορά, μαζί με το συνεργάτη του, διαδικτυακή, και με το βλέμμα στραμμένο περισσότερο στο μέλλον παρά στο παρελθόν.
Λαυρέντης: «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ζωγράφιζα. Ήμουν στο Δημοτικό, όμως, όταν αγόρασα μια τσίχλα από το περίπτερο και ξετυλίγοντάς την, κοίταξα το χαρτί. Η πεποίθηση πως θα μπορούσα να το σχεδιάσω καλύτερα ήταν πολύ έντονη. Αναγνωρίζω πλέον εκείνη τη στιγμή, ως τη στιγμή που μολύνθηκα με το μικρόβιο του design. Η γραφιστική ήταν μονόδρομος. Τα επόμενα χρόνια έλιωσα στο διάβασμα και πέρασα πρώτος στη Σχολή Γραφιστικής στα ΤΕΙ Αθηνών. Τελειώνοντας δούλεψα στην Imako, στο Real Simple και στο ατελιέ του Esquire. Παράλληλα, όμως, έκανα εικονογραφήσεις για όλα τα περιοδικά του ομίλου και για πολλές διαφημιστικές εταιρείες. Στον ελεύθερο χρόνο μου ξεκίνησα να γράφω και να σχεδιάζω κόμικ και ήρθαν και οι πρώτες εικονογραφήσεις σε παιδικά βιβλία».
Παναγιώτης: «Εγώ σπούδασα στον ΑΚΤΟ και έκανα μεταπτυχιακό στο Middlesex University. Οι πρώτες συνεντεύξεις με διαφημιστικές εταιρείες, κατά τη διαδικασία εύρεσης εργασίας, ήταν λίγο τρομακτικές. Οπότε αποφάσισα να μπω στην αγορά με τις δικές μου δυνάμεις και να κολυμπήσω στα βαθιά χωρίς μπρατσάκια. Για 20 χρόνια, λοιπόν, πριν από το Flipping Bird, δούλευα ως freelancer γραφίστας. Μία από τις πιο ευχάριστες συνεργασίες μου ήταν με τη .LAK και αυτό επειδή μου έδινε μεγάλη ελευθερία δημιουργίας. Το να σχεδιάζω T-shirts για το παραπάνω brand δεν συνδύαζε απλώς το τερπνόν μετά του ωφελίμου: ήταν περισσότερο απόλαυση και λιγότερο δουλειά. Αυτό ισχύει γενικότερα στο design. Όταν υπάρχουν ιδανικές συνθήκες επικοινωνίας και εμπιστοσύνη από τον πελάτη, η μισή αμοιβή είναι η ικανοποίηση που παίρνεις μέσα από τη δουλειά».
-Γιατί αποφασίσατε να αφήσετε την Αθήνα –μια πόλη, θεωρητικά, με περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες– για να ζήσετε και να εργαστείτε στην περιφέρεια;
Π.: «Αν και γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, έφυγα γιατί, όπως λέει και το τραγούδι, ήταν “κόμπος στο λαιμό”. Επαγγελματικά η πρωτεύουσα μας χάρισε ένα καλό όνομα και ακόμα καλύτερο πελατολόγιο. Παρόλα αυτά, οικονομική σιγουριά δε σημαίνει και ποιότητα ζωής. Και τα νεογέννητα τότε παιδιά μας, μας έκαναν να δούμε τι ήταν σημαντικό. Η αλήθεια είναι πως, με μωρά στην αγκαλιά, πήραμε μεγάλα ρίσκα και αφήσαμε πίσω πολλές ευκαιρίες. Τον ήλιο και τη θάλασσα τα πληρώσαμε “ακριβά”, αλλά δεν το μετανιώσαμε ούτε μια μέρα. Έτσι κι αλλιώς, εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε πως ευκαιρίες υπάρχουν και μακριά από την πόλη. Αν αγαπάς τη δουλειά σου και την κάνεις με συνέπεια και υπευθυνότητα, όπου κι αν είσαι θα βρεις το δρόμο σου».
Λ.: «Αυτό που είπε κι ο Παναγιώτης. Με τη μόνη διαφορά πως εγώ μεγάλωσα στη Μεσσηνία και έβλεπα πάντα την Αθήνα ως αναγκαίο κακό. Τώρα τη βλέπω μόνο ως κακιασμένη πρώην. Κάθε φορά που τη συναντώ φροντίζει να μου θυμίζει όλους τους λόγους για τους οποίους έφυγα…».
-Πώς προέκυψε η ίδρυση του Flipping Bird; Γιατί επιλέξατε αυτό το όνομα;
Λ.: «Με τον Παναγιώτη είναι σαν να λειτουργούσαμε για χρόνια σε παράλληλα σύμπαντα. Και οι δύο ήμασταν από τη Μεσσηνία και δουλεύαμε στην Αθήνα παντελώς άγνωστοι μεταξύ μας. Την ίδια εποχή μετακομίσαμε στο ίδιο μέρος της Μεσσηνίας για τους ίδιους λόγους. Δε γνωριστήκαμε ούτε όταν περνούσαμε τα καλοκαίρια μας σε διπλανές καλύβες στην παραλία. Μέχρι που οι κόρες μας βρέθηκαν μαζί στον παιδικό σταθμό. Έγιναν φίλες και αρχίσαμε να συναντιόμαστε εκεί όπου οι γονείς ξεσαλώνουν… σε παιδικά πάρτι».
Π.: «Εκεί άρχισαν να ξεδιπλώνονται οι βίοι παράλληλοι και τα κοινά μας στοιχεία και κάποια στιγμή κάναμε μια πιο σοβαρή επαγγελματική συνάντηση. Μια συνάντηση με σαγιονάρα και μαγιό σε μια από τις, φτιαγμένες με καλάμια, καλύβες μας στην παραλία. Αν και το θέμα της κουβέντας ήταν να έχουμε μια κοινή λογική κοστολόγησης για να μη λειτουργούμε ανταγωνιστικά, προέκυψε πως εκτιμούσαμε πολύ ο ένας τη δουλειά του άλλου και ήταν πλέον αυτονόητο πως το καλύτερο θα ήταν να ενώσουμε τις δυνάμεις μας. Αυτό κάναμε και η πορεία μας έδειξε ότι ήταν μια σοφή απόφαση.
Όσο για την ονομασία μας, πιαστήκαμε από την εικόνα. Ένα πουλί που βλέπει τον κόσμο ανάποδα, που χαλαρώνει και αντικρίζει τα πάντα αλλιώς. Η διαφορετική οπτική είναι ένα κοινό μας χαρακτηριστικό. Οι αντισυμβατικές σχεδιαστικά ιδέες και το design που θα ξεχωρίσει από το πλήθος είναι αυτό που μας κάνει κάθε πρωί να πηγαίνουμε με τόση όρεξη στο γραφείο».
-Πώς θα περιγράφατε την αισθητική ταυτότητα του Flipping Bird;
Λ.: «Μας αρέσουν οι μίνιμαλ προσεγγίσεις, οι λιτές γραμμές και το έξυπνο κόνσεπτ. Σε κάθε δουλειά καλούμαστε να καλύψουμε κάποιες πρακτικές ανάγκες. Αυτό όμως προσπαθούμε να το κάνουμε με δημιουργικότητα και φαντασία».
-Περιγράψτε μια τυπική μέρα στη Flipping Bird. Η έμπνευση, η σύλληψη κάθε ιδέας έρχεται μέσα από ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα ή το δημιουργικό χάος;
Π.: «Πιστεύουμε ότι μια φρέσκια ιδέα μπορεί να έρθει μόνο από ένα φρέσκο μυαλό. Γι’ αυτό ξεκινάμε την ημέρα μας από νωρίς το πρωί. Στο κάτω κάτω έχουμε και παιδιά που πρέπει να πάμε μέχρι το σχολείο. Μόλις τελειώσουμε με τη διανομή των τέκνων βρισκόμαστε στο γραφείο, όπου ξεκινάμε με τον πρωινό καφέ και την πρώτη κουβέντα. Ένα recap της προηγούμενης ημέρας, ένας προγραμματισμός για το workflow, λίγη μουσική για να μπούμε σε mood και η μέρα παίρνει το δρόμο της.
Αναγνωρίζοντας πολύ καλά τα εκατέρωθεν δυνατά μας σημεία, ξέρουμε σχεδόν αυτόματα πως θα κατανεμηθούν οι εργασίες και μπορούμε να είμαστε πολύ αποτελεσματικοί αλληλοσυμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον».
Λ.: «Όσο για την έμπνευση, η γραφιστική έχει προθεσμίες και δεσμεύσεις τις οποίες πρέπει να τηρείς χωρίς εκπτώσεις. Μια καλή ιδέα, πάντως, δεν είναι ποτέ επιφοίτηση εξ ουρανού. Έρχεται μόνο αν είσαι εργάτης και έχεις “κλειδώσει” το μυαλό σου σε ένα κόνσεπτ. Και το κυριότερο… για τη μουσική είπαμε;».
Π.: «Είπαμε…».
-Τι απολαμβάνετε περισσότερο στη διαδικασία του design (εκτός από τη μουσική);
Λ.: «Είναι τόσα τα στάδια… Πάντα μας άρεσε το μότο: “Think more, design less”. Προτού ξεκινήσουμε να σχεδιάζουμε κάτι έχουμε περάσει μέρες έρευνας και μελέτης για το κάθε πρότζεκτ. Έπειτα από αυτό αρχίζει η πραγματική διασκέδαση για εμάς. Με τη διαδικασία του πραγματικού σχεδιασμού. Είναι μια ωραία μάχη, σαν να προσπαθείς να δώσεις σάρκα και οστά σε κάτι άυλο, να πλάσεις κάτι εκ του μη όντος.
Αυτό είναι μια πολύ ευχάριστη εμπειρία, ειδικά από τη στιγμή που οι πελάτες μάς δείχνουν εμπιστοσύνη. Γιατί τότε είναι που έχουμε να αναμετρηθούμε μόνο με τους εαυτούς μας και να εξελίξουμε την τέχνη μας».
Π.: «Και ας μην ξεχνάμε την απόλυτη στιγμή που υπάρχει σε κάθε πρότζεκτ, όταν φανερώνεται μπροστά σου το τελευταίο κομμάτι του παζλ, με τη διαφορά πως το έχεις μόλις σχεδιάσει. Και τότε ξέρεις πως τα κατάφερες.
Η αλήθεια είναι πως είμαστε πολύ τυχεροί που κάνουμε μια δουλειά η οποία μας γεμίζει καθημερινά ικανοποίηση. Και πάντα είναι τεράστια ανταμοιβή ο ενθουσιασμός των πελατών μας».
-Μπορείτε να αναφέρετε, ενδεικτικά, μερικά από τα έργα/τα brands που έχετε αναλάβει μέχρι σήμερα; Θα μπορούσατε να πείτε ότι «ειδικεύεστε» σε συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων – ή ότι αγαπάτε ιδιαίτερα συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων;
Π.: «Sony Music, Cosmote, Nestle, 3Ε, ΤGI Fridays, Lakis Gavalas, Epavlis, Katogi-Strofilia, Our World, Νερά Σέλι & Διός είναι μόνο λίγα από τα πρότζεκτ που έχουμε αναλάβει.
Ειδικευόμαστε στο design και την αισθητική και αυτά τα συναντάς σε τόσο πολλές εφαρμογές, που θα ήταν λάθος να αναφέρω μόνο κάποιες κατηγορίες.
Σίγουρα όμως αγαπάμε κάποια πράγματα περισσότερο, όπως το branding, το packaging και την εικονογράφηση».
-Πώς έχει αλλάξει η ψηφιακή τεχνολογία το design; Για εσάς η διαδικασία υλοποιείται πλέον εξ ολοκλήρου ψηφιακά ή συνεχίζετε να σχεδιάζετε, τουλάχιστον σε κάποια στάδια, στο χέρι;
Λ.: «Δουλεύουμε τις αρχικές ιδέες στο χέρι. Ακόμα κι αν το χαρτί και το μολύβι αντικαταστάθηκαν από ένα iPad Pro και ένα Apple Pencil, το χέρι μας εξακολουθεί να σχεδιάζει τις αρχικές ιδέες μας και το μάτι μας να φιλτράρει τα πάντα μέσα από την αισθητική μας».
-Ποιοι παράγοντες συμβάλλουν ώστε το ελληνικό design, ειδικά το industrial design, να παρουσιάζει τέτοια φρεσκάδα και δημιουργικότητα, σε μια τόσο μικρή αγορά;
Π.: «Η αγορά μπορεί να είναι μικρή σε σχέση με το εξωτερικό, αλλά η παγκοσμιοποίηση έχει ανεβάσει τον ανταγωνισμό. Οι άνθρωποι του design αλλά και οι ίδιοι οι πελάτες είναι ενημερωμένοι για τις τελευταίες τάσεις. Η χώρα μας έχει δυνατά δημιουργικά μυαλά που μπορούν να λειτουργούν με έμπνευση, μοναδικότητα και πρωτοτυπία. Αυτό αποδεικνύεται με το ότι φέρνουν σε πέρας απαιτητικά έργα τα οποία προέρχονται από όλο τον πλανήτη. Δεν είναι λίγες οι εταιρείες του εξωτερικού που εμπιστεύονται την εικόνα τους σε ελληνικά δημιουργικά γραφεία. Παράλληλα, η ίδια η ελληνική αγορά εκτιμά την υπεραξία που μπορεί να δώσει ένα καλό design και απαιτεί δυνατά αποτελέσματα».
-Η πανδημία έχει επηρεάσει το Flipping Bird, με κάποιον τρόπο; Πώς μπορεί να επιβιώσει μια μικρή επιχείρηση όπως η δική σας κάτω από αυτές τις συνθήκες;
Λ.: «Παραδόξως δεν το έχει επηρεάσει. Η πανδημία λειτούργησε σαν μια παύση σε πολλές πτυχές της οικονομικής αλυσίδας. Μια παύση, όμως, που έφερε τους επιχειρηματίες αντιμέτωπους με όσες ανάγκες τους είχαν παραταθεί επ’ αόριστον. Ένα redesign του brand τους, μία καινούρια ιστοσελίδα και πολλά άλλα βρήκαν τη θέση τους στο διάλειμμα της καραντίνας και σε ό,τι ακολούθησε».
Π.: «Όντως, τα υγειονομικά μέτρα προστατεύουν τους πολίτες, αλλά από την άλλη παγώνουν την αγορά. Πάντως αυτό που βιώνουμε εμείς το τελευταίο διάστημα είναι ένα πελατολόγιο που συνεχώς μεγαλώνει. Όταν η εντροπία δε σε πιάνει ούτε μέσα στο απόλυτο χάος, ξέρεις πως, όταν τελειώσουν όλα αυτά, τα πράγματα θα γίνουν ακόμη καλύτερα. Ίσως να έχει να κάνει και με τη φύση της δουλειάς μας. Μπορεί να είμαστε ένα δημιουργικό γραφείο στη δυτική ακτή της Μεσσηνίας, αλλά το ίντερνετ μας δίνει τη δυνατότητα να δημιουργούμε για εταιρείες σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό».
-Ποια έργα σας βρίσκονται, σε αυτή τη φάση, σε εξέλιξη;
Λ.: «Την παρούσα χρονική στιγμή “τρέχουν” περισσότερα από 10 πρότζεκτ στο γραφείο τα οποία αφορούν λογότυπα, rebranding, συσκευασίες, εικονογραφήσεις, videos και websites.
Ταυτόχρονα, “ξεκλέβουμε” κάποια απογεύματα για να σχεδιάσουμε τη δική μας σειρά T-shirts, η οποία είναι εμπνευσμένη από το λογότυπό μας και το συμβολισμό που έχει η φράση Flipping Bird στη βρετανική αργκό. Είναι ένα κόνσεπτ που μας δίνει αστείρευτη έμπνευση σε παραγωγή σχεδίων που απευθύνονται σε όλους και φυσικά στα παιδιά. Τα δικά μας πάντως ανυπομονούν να τα φορέσουν».
-Πώς συνδυάζετε δουλειά και οικογένεια; Η περίφημη ισορροπία μπορεί να επιτευχθεί ή είναι μύθος;
Π.: «Στην πόλη νομίζω ότι αυτή η ισορροπία είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Ενώ στην επαρχία, αν πραγματικά το θέλεις, μπορείς να συνδυάσεις και τα δύο. Το γραφείο απέχει οκτώ λεπτά από τα σπίτια μας και όταν η δουλειά τελειώσει βρισκόμαστε σε περιβάλλον διακοπών. Αυτό σημαίνει ότι μέσα στην ίδια ημέρα μπορείς να συνδυάσεις εξοντωτική εργασία με μια υπέροχη ποδηλατάδα, ένα μπάνιο στη θάλασσα ή μια πεζοπορία με τη σύζυγο και τα παιδιά. Άλλωστε, πιστεύω πολύ στη δεμένη οικογένεια και είναι μια από τις ισχυρότερες αξίες μου. Η ζωή είναι τώρα και θέλω να έχω πολλές στιγμές και εικόνες με τους δικούς μου ανθρώπους».
Λ.: «Εγώ θα διακινδυνεύσω να ακουστώ σαν γκουρού σε βουνοκορφή, αλλά η ισορροπία βρίσκεται μέσα μας. Ήρθαμε στην επαρχία γιατί ξέρουμε τι είναι σημαντικό και τι όχι. Κάθε απόγευμα μπορούμε να κάνουμε μια βόλτα στη φύση με την οικογένειά μας. Ό,τι λοιπόν υπήρξε ανισόρροπο μέσα στη μέρα, ισορροπεί εκείνη τη στιγμή που αγναντεύουμε τον ήλιο να βυθίζεται στη θάλασσα».
WomanToc.gr/ της Γεωργίας Καρκάνη