Αν σας αρέσουν τα βιβλία του Νταν Μπράουν (Κώδικας Da Vinci, Inferno, Αρκτική παγίδα κ.τ.λ.), θα λατρέψετε την εργογραφία του Φώτη Κατσιμπούρη! Με πέντε βιβλία στο ενεργητικό του και (τουλάχιστον) ένα ακόμη… στα σκαριά ο Καλαματιανός εκπαιδευτικός και συγγραφέας έχει καταφέρει να γνωρίσει σημαντική καταξίωση στο χώρο της λογοτεχνίας του φανταστικού, αποκτώντας φανατικό κοινό. Κάτι που μόνο τυχαίο δεν είναι, καθώς όλα τα έργα του ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις για υψηλή λογοτεχνία, ρέουσα γραφή και αφήγηση, έντονες στιγμές και συναισθήματα, μυστήριο και ανατροπές, αγωνία… για το παρακάτω, σε βαθμό που εκατοντάδες σελίδες να διατρέχονται ή, καλύτερα, να διαβάζονται με καθήλωση, μέσα σε λίγες μέρες, αν όχι ώρες.
Η ζωντάνια και η εντυπωσιακή αληθοφάνεια και ειδικά οι περιγραφές των τοπίων βοηθούν τον αναγνώστη να βιώσει σαν να είναι παρών τα όσα συναρπαστικά συμβαίνουν στα βιβλία του κ. Κατσιμπούρη.
Επιπλέον, τα κείμενά του προσφέρουν εύληπτα μαθήματα Ιστορίας, μέσα από αυτή την αναπαράσταση ολόκληρων κόσμων και εποχών, αποζημιώνοντας διπλά τις δικές του πολύωρες ερευνητικές προσπάθειες για την ανέγερση του λογοτεχνικού σκηνικού.
Η λαογραφική παράδοση αποτελεί επίσης βασικό συστατικό έμπνευσης για τον ίδιο, με την πασίγνωστη παραλογή (δημοτικό τραγούδι) του Νεκρού Αδερφού να παντρεύεται αριστοτεχνικά με το σκανδιναβικό Βορρά μέσα από την πένα του Μεσσήνιου συγγραφέα, από την οποία γεννήθηκε το 2011 «Ο Όρκος». Είχε προηγηθεί το 2005 «Ο Σκιοφύλακας» (εκδόσεις Διόπτρα) που εκτυλίσσεται στη Μάνη, ενώ ακολούθησαν τα βιβλία «Ανάμεσα σε δύο Αγγέλους» (Ωκεανός 2012), «Μάργω φως και φωτιά» (Κλειδάριθμος 2015) και το 2019 το «Οδυσσέας Ντεσάντ-η ερωμένη του σπαθιού και του ρόδου» (εκδόσεις Αέναον)- ένα πολύ δυνατό αστυνομικό θρίλερ, με αποκρυφιστικά στοιχεία, κώδικες και αινίγματα, κρυμμένα μυστικά, αδελφότητες, συνωμοσιολογίες, μεταφυσική αύρα και, φυσικά, παθιασμένους έρωτες…
Για τον κόσμο των βιβλίων του, το διάβασμα και τη «μάχη» με την ηλεκτρονική εποχή και την πανδημία του κορωνοϊού μίλησε στο «Θ» ο ίδιος ο Φώτης Κατσιμπούρης, μέσα από την παρακάτω συνέντευξη:
-Πότε ξεκίνησες να γράφεις, τι σου έδωσε το ερέθισμα;
Η προσπάθεια να γράψω κάτι ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια. Η πρώτη ολοκληρωμένη προσπάθεια ήρθε με το μυθιστόρημά μου «Ο Σκιοφύλακας», που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Διόπτρα το 2005. Το ερέθισμα ήταν τα δικά μου αναγνώσματα, η λαχτάρα να δημιουργήσω μια ιστορία σαν αυτές που διάβαζα.
-Πώς προέκυψαν οι μυστηριώδεις ήρωες και το «σκοτεινό» τοπίο;
Οι μυστηριώδεις ήρωες και το σκοτεινό τοπίο προέκυψαν από κάποια αγαπημένα μου βιβλία της λογοτεχνίας του φανταστικού και, φυσικά, από τη λαογραφική παράδοση της πατρίδας μας, που είναι πλούσια σε σχετικές αναφορές.
-Τι στοχεύεις μέσα από τη γραφή;
Ο στόχος της γραφής μου είναι το ταξίδι, η περιπέτεια με τις λέξεις, τις εικόνες, τους χαρακτήρες και τα συναισθήματα, το βίωμα της ιστορίας μέσα από τις λευκές σελίδες που περιμένουν να γίνουν το όχημα της φαντασίας μου.
-Ποιος είναι ο αγαπημένος ήρωας των βιβλίων σου και ποια φράση, ιστορία ή «εύρημα» σε κάνει να χαμογελάς από ικανοποίηση;
Θα ξεχώριζα το «Σκιοφύλακα», επειδή είναι ο πρώτος κεντρικός χαρακτήρας των βιβλίων μου, αλλά δε θα μπορούσα να μην αναφέρω και τον Κωσταντή ή την Αχερώ από τον Όρκο, τη Μάργω από το ομώνυμο βιβλίο μου, τον Αρχάγγελο, όπως και τον Οδυσσέα Ντεσάντ από το τελευταίο μου βιβλίο.
-Υπάρχουν κάποια άλλα βιβλία και συγγραφείς που ξεχωρίζεις, που σε εμπνέουν ή σε αφήνουν εκστασιασμένο;
Κλασικοί συγγραφείς όπως ο Ντοστογιέφσκι, ο Πόε, ο Χέμινγουεη, ο Παπαδιαμάντης και άλλοι πιο σχετικοί με τη λογοτεχνία του μυστηρίου και του φανταστικού, όπως ο Στίβεν Κινγκ και ο Ντιν Κουντζ. Ο αγαπημένος μου, ωστόσο, είναι ο Ουμπέρτο Έκο με το αριστούργημά του το Όνομα του Ρόδου.
-Τα σημερινά παιδιά διαβάζουν ή η τεχνολογία τα έχει εγκλωβίσει στον ηλεκτρονικό κόσμο και τι συνέπειες μπορεί να έχει η πολύωρη ενασχόληση με κομπιούτερ, τάμπλετ και κινητά;
Δυστυχώς, στην αναμέτρηση ανάμεσα στο βιβλίο και στο ηλεκτρονικό περιβάλλον διαδικτυακών παιχνιδιών κερδισμένο βγαίνει το δεύτερο. Υπάρχουν, βέβαια, και παιδιά που διαβάζουν ή, τουλάχιστον, έχουν και το διάβασμα στις επιλογές του ελεύθερου χρόνου τους, αλλά είναι σαφώς λιγότερα σε σχέση με αυτά που επιλέγουν τον υπολογιστή και τα παιχνίδια στο διαδίκτυο.
-Εν τέλει αναγνωστικό κοινό υπάρχει στην Ελλάδα;
Βεβαίως και υπάρχει αναγνωστικό κοινό και μέσα σε αυτό και συστηματικοί αναγνώστες, αλλά είναι ένα μικρό ποσοστό πιστών της φιλαναγνωσίας που συναντάς στις εκθέσεις βιβλίου και στις παρουσιάσεις βιβλίων.
-Στη Μεσσηνία πώς είναι τα πράγματα; όπου νομίζω, ότι υπάρχει και πολύς κόσμος που γράφει και εκδίδει βιβλία…
Δεν έχω εικόνα για το πόσοι ασχολούνται με τη συγγραφή και πόσοι από αυτούς καταφέρνουν να εκδώσουν βιβλία, ωστόσο έχω να πω ότι υπάρχουν αξιόλογες πένες που έχουν δώσει πολύ ενδιαφέροντα πονήματα. Στην περιφέρεια είναι και πιο δύσκολα τα πράγματα για ένα συγγραφέα να προωθηθεί η δουλειά του. Όπως και να το κάνουμε, στην Αθήνα οι συγγραφείς έχουν ένα πλεονέκτημα, γιατί γίνονται περισσότερα πράγματα για το βιβλίο και μπορούν να προβάλουν τη δουλειά τους.
-Πώς θα είναι ο κόσμος μετά την πανδημία;
Θα ευχηθώ να είναι περισσότερο ώριμος και να εκτιμά απλά καθημερινά πράγματα που του στερούν οι απαγορεύσεις που ισχύουν λόγω πανδημίας. Ελπίζω, λοιπόν, να μάθει να εκτιμά τις μικρές ελευθερίες που τώρα στερείται.
-Η έμπνευσή σου ευνοείται ή αναστέλλεται στην εποχή της καραντίνας και του covid-19;
Η απομόνωση πάντοτε βοηθά την έμπνευση, αλλά δε θα έλεγα πως υπάρχει και μεγάλη διαφορά σε σχέση με την εποχή προ της καραντίνας. Σημασία για μένα έχει να υπάρχει ολοκληρωμένη η κεντρική ιδέα για το τι θέλω να γράψω. Από εκεί και μετά, είναι και θέμα ελεύθερου χρόνου και προτεραιοτήτων της καθημερινότητας.
-Υπάρχει κάτι που ετοιμάζεις εκδοτικά για το επόμενο διάστημα;
Υπάρχει ένα μυθιστόρημα που οδεύει στην ολοκλήρωσή του. Ελπίζω να βρει κι αυτό το δρόμο της έκδοσης στο προσεχές μέλλον.
Της Χριστίνας Ελευθεράκη