Εν όψει της κατάθεσης του νέου νόμου-πλαισίου για τη μεταρρύθμιση των ημεδαπών πανεπιστημίων θα ήθελα να παραθέσω ορισμένες σκέψεις και απόψεις για περαιτέρω διερεύνηση και προβληματισμό.
Στην Ελλάδα τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα θα έπρεπε να λειτουργούν ως χώροι πνευματικής ανάτασης, επιστημονικής καινοτομίας και ερευνητικής δημιουργικότητας• η πραγματικότητα, ωστόσο, πόρρω απέχει από αυτόν τον επιθυμητό στόχο, όταν μάλιστα μόνον ευάριθμες νησίδες αριστείας προβάλλουν πλέον μέσα σε ένα τρικυμιώδες πέλαγος αναξιοκρατίας, ανομίας και ανοργανωσιάς. Αμείλικτο τίθεται το ερώτημα: γιατί φτάσαμε σε τέτοια αξιοθρήνητη κατάπτωση; Θα μπορούσα να παραθέσω πλήθος από εύγλωττες δικαιολογίες και να προσκομίσω αμέτρητα επιχειρήματα για τούτη την αλγεινή παρακμή, όμως, καθώς νομίζω, μία είναι κατ’ ουσίαν η γενεσιουργός αιτία που προξενεί αυτόν τον ασυγκράτητο εκφυλισμό του ελληνικού πανεπιστημιακού συστήματος.
Η αδιανόητη στρέβλωση των δημοκρατικών κανόνων και αξιών υποσκάπτει καθημερινά τα ήδη σαθρά θεμέλια του παραπαίοντος οικοδομήματος• η ασύδοτη αυτοκυβέρνηση ειδικότερα των πολυάριθμων πανεπιστημιακών τμημάτων ανά την επικράτεια μέσα από πλήρως αυτονομημένες ολιγομελείς συλλογικότητες, οι οποίες αρκετές φορές ενεργούν σαν αδωσίλογα τάγματα κατοχής χωρίς όρια και φραγμούς, αποκλείει κάθε δυνατότητα υπεύθυνης λογοδοσίας και αναστέλλει κάθε απόπειρα βελτιωτικού ελέγχου. Αυτή η ιδιόμορφη εκδοχή κολεκτιβιστικής αυτεξουσιότητας αλά Γκρέκα καταλήγει νομοτελειακά στο φρικιαστικό όσο και τερατογενές φαινόμενο του δημοκρατικοφανούς σατραπισμού εντός των ακαδημαϊκών τμημάτων, αφού ακόμη και στην περίπτωση ύπαρξης κάποιων εχεφρόνων ανθρώπων η εκάστοτε ηγεμονεύουσα πλειοψηφία καταδυναστεύει τη συνεχώς αμυνόμενη μειοψηφία δίχως η τελευταία να είναι ποτέ σε θέση να αναθερμάνει βάσιμες ελπίδες ανατροπής του παρηκμασμένου status quo σύμφωνα με το μέγιστο δημοκρατικό πρόταγμα, το σχετικό με την ανάγκη αυστηρής αποτίμησης του διοικητικού έργου των αρμοδίων και ακολούθως την ευεργετική εναλλαγή των προσώπων στην ηγεσία ύστερα από αδιάβλητη εκλογική δοκιμασία.
Πράγματι, η πλειοψηφούσα ομάδα, ή ενίοτε δυστυχώς για διδάσκοντες και διδασκομένους η ανυπόλογη εξουσιαστική φράξια, όχι μόνο δεν αισθάνεται υποχρεωμένη να δώσει την ελάχιστη αναφορά για τις πράξεις της, αλλά επίσης, και έτι χειρότερον, δύναται εκ του νόμου και ελέω της κραυγαλέας απουσίας οποιουδήποτε θεσμικού αντίβαρου να παρατείνει επ’ άπειρον τη συχνά καταστρεπτική παρουσία της με το να εκλέγει στις λιγοστές αλλά νευραλγικές διοικητικές θέσεις τον εαυτό της! Με άλλα λόγια, κατά τακτά χρονικά διαστήματα οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι καλούνται να βαθμολογήσουν τους χειρισμούς και τις αποφάσεις τους, παραμερίζοντας σκόπιμα ευρύτερους στρατηγικούς σχεδιασμούς και δεσμευτικές πιστοποιήσεις εξωτερικών εμπειρογνωμόνων, καθώς συνάμα συναγείρονται, για να αποφανθούν για τις παραλείψεις και τις αστοχίες τους.
Πρόκειται για την απόλυτη σύγκρουση συμφερόντων, διότι ολοφάνερα ο κρίνων είναι ταυτοχρόνως και κρινόμενος, ο ελέγχων είναι παραλλήλως και ελεγχόμενος. Όποιος μάλιστα αποπειραθεί να θέσει εν αμφιβόλω ακόμη και εκδήλως παράνομες ή τελείως εξωφρενικές γνωματεύσεις και ετυμηγορίες μιας πεπλανημένης και ετεροκίνητης πλειονοψηφίας, διαπιστώνει μετ’ εκπλήξεως ότι η πρόταξη του αυτοδιοίκητου ως προσχηματικής αιτιολογίας είναι τόσο ισχυρή σε όλα τα επίπεδα διοίκησης, ώστε να μπορεί να αποπλένει αδιάκοπα και δραστικά οποιαδήποτε αμαρτία. Δεν υπάρχει, επομένως, ένα σώμα ανεξάρτητων και ακηδεμόνευτων εκλεκτόρων, οι οποίοι θα προσέλθουν να αξιολογήσουν με αντικειμενικότητα τα έργα και τις ημέρες των κυβερνώντων, όπως ισχύει ασφαλώς σε κάθε ευνομούμενη δημοκρατική πολιτεία και ειδικότερα στα περισσότερα ανώτατα ιδρύματα της αλλοδαπής, με αποτέλεσμα η περιεσκεμμένη διαχείριση των κρίσιμων υποθέσεων και το ιδανικό μιας αφατρίαστης διεύθυνσης να συντρίβονται επανειλημμένως επάνω σε αδιαπέραστα τείχη ιδιοτέλειας και κακονομίας.
Αυτό το ειδεχθές μόρφωμα αυταρχικού λαϊκισμού και εξανδραποδιστικής υποτέλειας προϋποθέτει οπωσδήποτε, πλην των άλλων, ειλωτική συγκατάνευση εκ μέρους των χαμηλόβαθμων μελών του συλλογικού οργάνου, τα οποία πολλές φορές ανταλλάσσουν την ψήφο τους με κάθε είδους δωροληψία, αποσκοπώντας έτσι να μακροημερεύσουν στο πανεπιστήμιο και συνακολούθως, ει δυνατόν, να ανελιχθούν στις ανώτερες βαθμίδες ευχερέστερα και ανεξαρτήτως της ποιότητας του ερευνητικού έργου τους. Δεν είναι, επίσης, σπάνιο το φαινόμενο μέσα σε αυτόν τον αποτρόπαιο «λειμώνα» να φύονται σαρκοβόρα φυτά υπό μορφή βυσσοδόμων καθοδηγητών δεδηλωμένης συμπλεγματικής εμπάθειας και εμμονικής εχθροπάθειας προς καθετί που αποκλίνει από την περιρρέουσα μετριότητα και το υπηρετικό προσκύνημα. Πρόδηλο είναι ότι αυτό το δηλητηριώδες μείγμα εθελούσιας δουλοφροσύνης και μοχθηρού αυταρχισμού, το οποίο βεβαίως ουδεμία σχέση έχει με τον άδολο και ευγενή κοινοβουλευτισμό, δε συμβάλλει ουδέ κατ’ ελάχιστον στη διαμόρφωση ενός υγιούς κλίματος, το οποίο με τη σειρά του θα μπορούσε να προαγάγει την έρευνα και να υποβοηθήσει τη διδασκαλία, πολλώ δε μάλλον να παρακινήσει ξενιτεμένους φωστήρες να πάρουν τον δρόμο του γυρισμού στην πατρίδα τους.
Εις επίρρωση των ανωτέρω αξίζει να επισημανθεί ότι σε όσες περιπτώσεις ελληνικά πανεπιστημιακά τμήματα και ακαδημαϊκά ιδρύματα διακρίθηκαν για την υψηλή επίδοσή τους στο στίβο της έγκυρης και έντιμης επιστήμης εντοπίζεται πάντοτε εκεί μια κρίσιμη μάζα χαρισματικών και συνάμα λογοκρατούμενων ατόμων, τα οποία έχουν επιλέξει να κρατούν ασφαλείς αποστάσεις από τη συναλλακτική νοοτροπία που υποθάλπουν οι καταπιεστικές εξαρτήσεις παντός είδους και οι μετριοκρατικές τυραννίες ανεύθυνων και ευκαιριακών πλειοψηφικών συμμαχιών. Είναι αναμφήριστο ότι μόνο ψευδεπίγραφες δημοκρατίες αναπαράγουν αιμομικτικά τον κακό και άφρονα εαυτό τους μέσα σε έναν διάλληλο κύκλο εξαχρειωτικής παρακμής, καθώς είναι απογυμνωμένες από κάθε αίσθηση ηθικού χρέους και δυσμενείς προς οποιαδήποτε υποχρέωση εμπεριστατωμένης λογοδοσίας ενώπιον χειραφετημένων και νηφάλιων κριτών. Καιρός είναι, επομένως, και μάλιστα επί τη ευκαιρία της αναμενόμενης νομοθετικής παρέμβασης εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας να επιστρέψει ολοδύναμη και στιβαρή η γνήσια δημοκρατία της ευθύνης και της αξιοκρατίας στα ελληνικά πανεπιστήμια, προτού η κατάσταση αποβεί μη αναστρέψιμη.
Του Ανδρέα Γ. Μαρκαντωνάτου
-Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού και επόπτης Αρχαίων Ελληνικών στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής.