Η πρώτη μου επαφή με τις εφημερίδες ξεκίνησε όταν ήμουν 10 χρόνων πουλώντας λαχεία στην Καλαμάτα. Στα τραπέζια των καφενείων της εποχής, ειδικά στην κεντρική πλατεία, όπως το «Παλλάς» – σημερινό GOODYS – και του «Mούστου»- νυν BISTROTECA -υπήρχαν το «ΘΑΡΡΟΣ» και «Η ΣΗΜΑΙΑ».
Λειτουργώντας εντός μου ένα Deja vu, διάβαζα κατά προτίμηση πρώτα το «ΘΑΡΡΟΣ», ξεκινώντας ανάποδα από την τελευταία σελίδα, σαν Άραβας. Στην τελευταία σελίδα υπήρχαν, βλέπετε, οι κηδείες που από μόνες τους ήταν είδηση. Τότε, οι τοπικές εφημερίδες είχαν ευρεία αναγνωσιμότητα, παρότι τετρασέλιδες, και αποτελούσαν τα πρώτα καθημερινά αναγνώσματα των πολιτών. Ακολουθούσαν οι πρωινές των Αθηνών και μετά το μεσημέρι οι απογευματινές. Μιλάμε για πραγματικό οργασμό. Έξω από τα εξαφανισμένα, πλέον, περίπτερα υπήρχαν στοίβες και της προηγούμενης μέρας, που έφερναν ζάλη στους περιπτεράδες μέχρι να τις μετρήσουν και να τις δέσουν για να τις επιστρέψουν στα πρακτορεία διανομής «Παπαχρήστου» και «Κονταργύρη».
Θυμάμαι, μάλιστα, εκεί στο τέλος της Χούντας το 1973, η δεξιά, αλλά αντιπολιτευόμενη το καθεστώς των συνταγματαρχών «Βραδινή» να γράφει στην πρώτη της σελίδα: «Της Αγιά Αικατερίνης χθες εγίνηκε το θαύμα. Έφυγε φίλοι μου ο Ταρζάν και η τσίτα του αντάμα». Η τσίτα ήταν ο Σπύρος Μαρκεζίνης που είχε πειστεί από το δικτάτορα (Ταρζάν) Γεώργιο Παπαδόπουλο να αναλάβει πρωθυπουργός με σκοπό να προωθήσει την πολιτικοποίηση, την ανάληψη της εξουσίας από εκλεγμένους πολιτικούς. Η όλη κατάσταση οδήγησε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Περνώντας τα χρόνια, στον πηγαιμό προς την πρωτεύουσα πέρασα πολλές μεταμεσονύκτιες ώρες στα περίπτερα μπροστά από το ιστορικό φαρμακείο «Μπακάκου» στην πλατεία Ομονοίας, τόπο συνάντησης πολλών επαρχιωτών, περιμένοντας κυρίως τις αθλητικές εφημερίδες «Αθλητική Ηχώ» και «Φως των Σπορ».
Εποχές που, μάλλον, δε θα ξαναζήσουμε. Από τότε κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι φθάνοντας σήμερα που τίποτα δεν είναι όπως παλιά, καθώς η τηλεόραση με τους ιδιοκτήτες επιχειρηματίες δημοσίων έργων, το διαδίκτυο, η 11ετής κρίση και η πανδημία έχουν αλλάξει ολοκληρωτικά το τοπίο, με τις εφημερίδες να καταγράφουν το 2020 απώλειες 18,4% έναντι του 2019, πουλώντας 8.627.866 λιγότερα φύλλα συνολικά σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.
Οι πολιτικές εφημερίδες έχασαν 4.650.990 φύλλα και οι αθλητικές 3.684.489 φύλλα.
Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα τίθενται ζητήματα λειτουργίας της δημοκρατίας παγκοσμίως, αλλά και στη χώρα μας, γιατί τον έντυπο Τύπο έχει αντικαταστήσει η ζούγκλα του διαδικτύου, όπου ο καθένας μ’ ένα φθηνό site κλέβει ή αναπαράγει ειδήσεις και τις πασάρει όπως θέλει ή στη συνέχεια τις εξαφανίζει, έχοντας κάνει τη ζημιά, σε μια εποχή που αμφισβητούνται τα πάντα και κανένας δεν πιστεύει κανέναν, ενώ στον έντυπο Τύπο ό,τι γράφεται δεν ξεγράφεται.
Ο έντυπος Τύπος είναι εκείνος που κρίνει την εξουσία και αποτελεί θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας, παρά τις όποιες αδυναμίες του. Πέραν τούτου, οι εφημερίδες με τα τεράστια έξοδα για χαρτί, πιεστήρια, δημοσιογράφους, υπαλλήλους, διανομείς, πρέπει να ανταγωνιστούν sites του one man show, τα οποία έχουν σχεδόν μηδενικά κόστη.
Στο δια ταύτα, αν στη χώρα μας εν προκειμένω δεν εξορθολογιστεί το τοπίο, η δημοκρατία θα κινδυνεύει όλο και περισσότερο να διαβρωθεί, καθώς ο ρόλος του έντυπου Τύπου, και δη του επαρχιακού, θα συρρικνώνεται ολοένα και περισσότερο. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι από την περίφημη λίστα Πέτσα ο τοπικός Τύπος εισέπραξε ψιχία, καθώς η πίτα της διαφημιστικής καμπάνιας και των εμβολιασμών ήταν λεόντειος υπέρ των ΜΜΕ της πρωτεύουσας.
Του Δημήτρη Γιατράκου