Του έχουν μείνει μόνο πέντε έργα που ζωγράφισε το περασμένο καλοκαίρι. Όσα έργα είχε μέχρι τότε ζωγραφίσει, τα έχει δωρίσει. Μερικά τα έκλεψαν στο τέλος μιας έκθεσης. Κάποιος του είπε ότι ένα τουλάχιστον βρίσκεται στο γραφείο ενός δικηγόρου, αλλά δεν ήθελε να του πει το όνομα του δικηγόρου. Δεν τον πείραξε καθόλου. Είχε, άλλωστε, την πεποίθηση ότι αυτά τα έργα ήταν πειραματισμοί και μόνον. Μακάρι να άξιζαν για κάποιους και να τα κράτησαν. Κλεισμένος μέσα στο σπίτι λόγω καραντίνας με αδυναμία να ταξιδέψει, με περιορισμούς στην κίνηση κατά τη διάρκεια της νύχτας, με μάσκα σχεδόν υποχρεωτική, με τη βαθιά πεποίθηση ότι ένα νέο κύμα της πανδημίας έρχεται.
Ζωγράφισε θάλασσες σαν άσκηση, με στόχο να απεικονίσει το κύμα με την αιώνια κίνηση, που δεν είναι ποτέ ίδιο με το προηγούμενο, το παιχνίδισμα του ήλιου στον αφρό, τη σκοτεινάγρα του βυθού, τα χρώματα που σου δίνουν την αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας και εν τούτοις όταν πηγαίνει κανείς να τα αποδώσει, απαιτούν τόση αυστηρότητα, προσήλωση και ακρίβεια σαν να είναι ψηφίδες.
Του άρεσε να ζωγραφίζει από μικρός. Τα υλικά του εύκολα στη χρήση, ακρυλικά χρώματα που στεγνώνουν γρήγορα, επειδή ήταν ανυπόμονος και αγωνιούσε να δει το έργο τελειωμένο. Τα λάδια με το αργό τους στέγνωμα και την αργή, βασανιστική διαδικασία μείξης των χρωμάτων τον έκαναν να βαριέται. Ήθελε το έργο εδώ και τώρα! Μα και αν η σκηνή δεν είχε ζυγιστεί καλά στο κάδρο του καμβά, και αν ένα δέντρο ή ένας άνθρωπος ήταν μεγαλύτερα απ’ ό,τι επέβαλε η προοπτική, τι πείραζε; Αν ο ίδιος συγκινούνταν στο τέλος, αυτό ήταν ένα κριτήριο ότι το έργο είχε τελειώσει. Η ματ πλευρά πεπιεσμένου χαρτονιού, ή η πλάτη από τα παλιά πουκάμισα του πατέρα του ήταν τα υλικά του. Μια φορά τού έλειπαν πινέλα συγκεκριμένου πάχους και σχήματος. Ήθελε, όμως, να τελειώσει το έργο. Από μακριά είδε το γάιδαρο του σπιτιού να βόσκει αμέριμνος στο χορτάρι. Παίρνει ένα ψαλίδι, έπιασε την ουρά του ζώου πολύ απαλά επειδή ο γάιδαρος κλωτσούσε από καιρό σε καιρό, και έκοψε όλο το θύσανο της ουράς. Χώρισε τις τρίχες σε μικρά ματσάκια και έβαλε κάθε ματσάκι στην αυλάκωση της μπανέλας μιας παλιάς ομπρέλας. Στη συνέχεια με μια πένσα πίεσε τα τοιχώματα της αυλάκωσης και το πινέλο ήταν έτοιμο! Στο τέλος της ημέρας τοποθετούσε τον πίνακα απέναντι από το κρεβάτι του και τον απολάμβανε όλη τη νύχτα.
Εμπνεόταν από τα λαϊκά τραγούδια της δεκαετίας του εξήντα και τα τραγούδια του νέου κύματος. «Έγια μόλα το καΐκι Γιακουμή» έλεγε το τραγούδι και ενώ ζούσε σε ένα γούπατο που έβλεπε μόνο δέντρα τριγύρω και ουρανό, οραματιζόταν τους ανοιχτούς ορίζοντες των θαλασσών, νησάκια και σπίτια στο χρώμα της ώχρας μέχρι το κύμα, ή λιμανάκια ερημικά στην άκρη ενός φανταστικού χωριού και ζωγράφιζε με την ώχρα το μπλε, το πράσινο, το κίτρινο και το κόκκινο για τις στέγες των σπιτιών. Συνειδητοποιούσε ότι κάθε πινελιά είχε μια μοναδική θέση στο κάδρο, αν ήθελε να απεικονίσει κάτι με ακρίβεια. Πού και πού έβλεπε σε φωτογραφίες έργα του Σπύρου Βασιλείου ή του Τσαρούχη, λουσμένα στο χρυσάφι του φωτός, στο χρώμα της ώχρας των πωρόλιθων των σπιτιών και στο γαλάζιο του ουρανού και τα θαύμαζε. Η τέχνη είναι ελευθερία, αλλά την ίδια στιγμή η τέχνη απαιτούσε και αυστηρή προσήλωση στην ιδέα και πειθαρχία στους κανόνες. «Πήρες το μεγάλο δρόμο και το μονοπάτι» έλεγε το τραγούδι και ο δύστυχος ζωγράφιζε ένα φιδίσιο δρόμο μέσα στο δάσος και στα χωράφια που οδηγούσε σε ένα δίπατο σπίτι. Όλα ωραία, βαθιά γαληνεμένα…
Τα απογεύματα της Κυριακής (τα απογεύματα του Σαββάτου είχε σχολείο στις μέρες του), έκανε βόλτα στο κέντρο της μικρής του πόλης, της μεθυσμένης πολιτείας του Πατατζή, κοιτάζοντας μέσα από τις βιτρίνες των υαλοπωλείων διάφορους πίνακες που πουλούσαν μαζί με τα πιάτα, τα πολύφωτα, τις κατσαρόλες και τα σερβίτσια του τσαγιού οι καταστηματάρχες. Πρόσεχε τις πινελιές των ζωγράφων και πώς απεικόνιζαν το νερό ενός ρυακιού, τις πέτρες του ποταμού, το χορτάρι, τα δέντρα, τα σύννεφα! Τα υαλοπωλεία της μικρής του πόλης ήταν τα σχολεία του. Όλοι έκαναν βόλτες στην πλατεία (ωραία πλατεία για το μέγεθος της οποίας επαίρονταν οι εκάστοτε υποψήφιοι δήμαρχοι) και αυτός λοξοδρομούσε στους στενούς δρόμους γύρω από την πλατεία και χάζευε με τις ώρες στα υαλοπωλεία τους πίνακες ταπεινών και ανώνυμων ζωγράφων, που είχαν γίνει οι δικοί του δάσκαλοι, οι δικοί του άγιοι.
Στην τελευταία τάξη του ενιαίου εξαταξίου Γυμνασίου κάνει μια έκθεση ζωγραφικής με τα έργα που ετοίμαζε σιγά σιγά όλα τα μαθητικά του χρόνια μαζί με τον Νίκο, έναν αδελφικό φίλο και καλό, πολύ καλό παιδί. Η έκθεση έγινε στο εντευκτήριο του Σταδίου Μεσσήνης, ενώ προηγήθηκαν την ίδια μέρα οι γυμναστικές επιδείξεις των μαθητών της έκτης τάξης. Όπως τα θυμάται τώρα όλα ήταν μέσα στη χλιδή! Καθαρό γήπεδο, καθαροί χώροι και όλοι οι γονείς περνούσαν να δουν την έκθεση. Επιστάτης του γηπέδου ο Γιάννης ο Μπάτης (Μπάτης το παρατσούκλι). Ο Μπάτης αεικίνητος, εργατικός, διορισμένος από τον Ασλανίδη, αλλά ποτέ δεν προέβαλλε πολιτικές απόψεις, πάντα ευγενικός και εξυπηρετικός. Σκέφτεται ότι τη γνωριμία του με τη σύγχρονη έντεχνη μουσική και το νέο κύμα την οφείλει στον Μπάτη. Κάθε απόγευμα μετά τις ώρες κοινής ησυχίας ο Μπάτης έβαζε στα μεγάφωνα τραγούδια του Πλέσσα, του Σπανού, του Καλδάρα και άλλων με εκτελεστές των τραγουδιών καλλιτέχνες σαν τον Μπιθικώτση, τον Νταλάρα, τη Μοσχολιού την Αστεριάδη, τον Βιολάρη, τη Χωματά και άλλους.
Δε θυμάται τα ζωγραφικά έργα που παρουσίασε. Θυμάται μια ωραία προσωπογραφία του Ρίτσου και μία του Σεφέρη. Σίγουρα υπήρχαν θάλασσες, χωράφια και σπιτάκια που όλα χάθηκαν. Δε θυμάται αν υπήρχε στα έργα κάποιο συρματόπλεγμα, κάποιο τανκ, κάποιος εξόριστος, γιατί κάποιος έγραψε στο βιβλίο εντυπώσεων ότι τα έργα εμφορούνται υπό της κομμουνιστικής ιδεολογίας, αλλά όλες οι άλλες εντυπώσεις ήταν θετικές. Και τα δύο, αυτός και ο Νίκος, τα χαζά παιδιά, συνέταξαν μιαν απάντηση και την ενσωμάτωσαν στο βιβλίο εντυπώσεων και ήταν πολύ υπερήφανα για τη (γελοία προφανώς!) «επαναστατική» απάντησή τους!
Τα χρόνια πέρασαν, οι υποχρεώσεις των σπουδών ήταν πολλές και ξέχασε τη μεγάλη του αγάπη, τη ζωγραφική. Θυμάται ότι στα χρόνια των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο έζησε μια ωραία ζωή! Παρακολουθούσε τις παραδόσεις, αλλά σχεδόν ποτέ δεν διάβαζε. Ονειροπολούσε πολύ, αλλά δε διάβαζε. Ίσως αν διάβαζε και λίγο θα ήταν σε πολύ καλύτερο επίπεδο τώρα. Στο τέλος του πρώτου έτους έδωσε χωρίς δυσκολία όλα τα μαθήματα και τα πέρασε με καλό βαθμό.
Ήταν, όμως, πολύ αφρόντιστος. Θυμάται ότι στο πρώτο εργαστήριο Φυσικής οι φίλοι του ήρθαν όλοι με καλοσιδερωμένες λευκές μπλούζες αγορασμένες από την Αθήνα. Εκείνος πίστευε ότι στην οδό Ανεξαρτησίας των Ιωαννίνων θα εύρισκε μια μπλούζα. Εκείνη την εποχή, όμως, στα Γιάννενα οι επιχειρηματίες δεν είχαν αναπτύξει τους κατάλληλους «αισθητήρες» ότι μια νέα Ιατρική Σχολή είχε ιδρυθεί και οι φοιτητές σύντομα θα αναζητούσαν ακουστικά, ιατρικές μπλούζες, νευρολογικά σφυράκια και άλλα παρόμοια εξαρτήματα. Έτσι το μόνο που βρήκε ήταν μια μπλούζα από μουντό λευκό χασέ, μάλλον για χασάπη.
Στην αρχή της νέας χρονιάς τον κάλεσε ο πρύτανης. Παραξενεύτηκε! Τι να τον ήθελε; Με έκπληξη διαπίστωσε ότι του ανακοίνωσε υποτροφία λόγω αριστείας! Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ήταν τόσο καλός! Πρέπει, μάλιστα, να έδειχνε πολύ φτωχός και τελείως αφρόντιστος χωρίς να εντυπωσιάζει κανέναν, γιατί ένας από την παρέα του είπε: «Κοίτα, ρε, ποιοι παίρνουν υποτροφίες»! Ντράπηκε που πήρε αυτή την έρμη υποτροφία! Βέβαια, δεν την ξαναπήρε και ησύχασε και ο φίλος του! Κάτι το κόμμα, κάτι οι έρωτες, τα φόρτωσε στον κόκορα.
Στο δεύτερο έτος των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο αποφάσισε να ξαναζωγραφίσει με το φίλο του Νίκο, τώρα ώριμο και επαγγελματία ζωγράφο. Μελέτησε τα παλιά σπίτια της μεθυσμένης πολιτείας, εκεί που γυρίστηκαν οι σκηνές από τη τηλεοπτική σειρά «Μεθυσμένη πολιτεία», ένα έργο του Σωτήρη Πατατζή, αλλά και το έργο της αξέχαστης Φρίντας Λιάππα «Οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί».
Οι πρωταγωνιστές της ιστορίας (όχι της ταινίας) και τα σπίτια τους ήταν γνωστά σε αυτόν. Βάλθηκε να ζωγραφίζει παλιά σπίτια της πόλης πριν χαθούν από το πέρασμα της μπουλντόζας. Ζωγραφίζει τη γειτονιά του δρόμου που οδηγούσε προς το Μαυρομάτι, έξω στα χωράφια και ονόμασε αυτό το χαμένο έργο «Παλιά σπίτια της Μεσσήνης».
Πάντα τον συνέπαιρνε αυτή η γειτονιά, επειδή περνούσε από αυτήν για να πάει στο χωράφι του και έδινε μια αίσθηση ελευθερίας και διεξόδου έξω από την πόλη. Εκεί, επίσης, όταν ήταν μικρός και τον κυνηγούσαν αδέσποτα σκυλιά που τριγυρνούσαν στην περιοχή, υπήρχαν μεγαλύτερα παιδιά που τον προστάτευαν και ένιωθε ασφαλής. Έτσι αποφάσισε να απεικονίσει τη γειτονιά αυτών των ανθρώπων σε ένα έργο που χάθηκε. Ένα άλλο σημείο που του έκανε εντύπωση ήταν η απεραντοσύνη του κάμπου, που τον είχε όλον στα μάτια του όταν περνούσε από την περιφερειακή οδό Καλαμάτας –Πύλου.
Το τελευταίο κτίσμα της πόλης ήταν ο σιδηροδρομικός σταθμός, χτισμένος με το παραδοσιακό στυλ των κτηρίων του ΟΣΕ. Ζωγράφισε αυτό το σταθμό, επειδή και αυτός ήταν ένα μετερίζι που οδηγούσε «έξω». Τον δώρισε σε εξ αγχιστείας συγγενείς του που έχουν όλοι πεθάνει και το έργο χάθηκε. Ζωγράφισε απλά χαμόσπιτα με τη βεβαιότητα ότι σε λίγα χρόνια δε θα υπήρχαν. Τοίχοι από πλίνθους καλυμμένοι με ασβέστη, μισογκρεμισμένοι στο πάνω μέρος, ή φαγωμένοι από τη βροχή, όριζαν τις ταπεινές αυλές με τη μαντζουράνα, το βασιλικό, τα γαρύφαλλα, τα στενά, μικρά παράθυρα και το γλυκό του κουταλιού το απόγευμα της Κυριακής. Ζωγράφισε και απλά νεοκλασσικά σπίτια της μεθυσμένης πολιτείας, όπως το σπίτι του φίλου του Παναγιώτη, και του το χάρισε. Αυτό ανήκε στα «σπίτια με μωσαϊκά όπου είχαμε χορέψει τα πιο ωραία λαϊκά» όπως λέει η Λίνα Νικολακοπούλου, τα σπίτια της ανερχόμενης μικροαστικής τάξης, που εκείνα τα χρόνια με το εμπόριο, τη βιοτεχνία και την απλότητα της ζωής ζούσε όντως μια όμορφη ζωή.
Τα χρόνια πέρασαν και μαζί με τις προδομένες αγάπες είχε ξεχάσει και τη ζωγραφική. Άρχισε ειδικότητα στην Παθολογία. Σκληρή ζωή, αλλά όμορφη και ανέφελη! Σπαταλούσε τα νιάτα του στις εφημερίες και παρ’ όλα αυτά, το άλλο βράδυ έτρωγε κοψίδια και έπινε τοπικό γιαννιώτικο κρασί στου Ρέκατα. Κάποια στιγμή ένιωσε και αυτός την προδοσία. Η προδοσία ήρθε σιγανά, ύπουλα, με τρυφερότητα, με ένα σφιχταγκάλιασμα στον κινηματογράφο, με ένα φιλί. Έλιωσε! Γνώριζε ότι τέτοιες αποφάσεις δεν παίρνονται σε μια νύχτα. Σκέφτηκε ότι η αγαπημένη του ενώ εκείνος ήταν βλακωδώς ευτυχής, επεξεργαζόταν στο μυαλό της το τέλος. Πόσο καιρό, άραγε; Πόσα ίσως χρόνια; Πίκρα!
Ξαναθυμήθηκε την παλιά του αγάπη: τη ζωγραφική. Πόσο άδικο είναι, σκεφτόταν, όταν είσαι ευτυχής να μη ζωγραφίζεις και τώρα μέσα στην πίκρα, την εγκατάλειψη και τη μοναξιά να θέλεις να ζωγραφίσεις. Μέσα στη χαρά υπηρετείς σωστά την τέχνη. Μέσα στη λύπη απλά σε υπηρετεί αυτή. Πήρε καμβάδες, χρώματα και πινέλα από ένα μικρό μαγαζί στην οδό Ομήρου. Βάλθηκε στον ελεύθερο χρόνο του να ζωγραφίζει. Θάλασσες, σπιτάκια, παραλίες με άμμο, ταπεινά σπίτια στο χρώμα της ώχρας, όλα χαμένα σήμερα. Τα κρέμασε στον τοίχο του σπιτιού, ήταν καμιά δεκαριά. Είπε στους φίλους να έρθουν να δουν την έκθεση. Όρισε μια μέρα, αλλά οι φίλοι έρχονταν τμηματικά κάθε μέρα για μια εβδομάδα. Ο πρώτος που ήρθε ήταν ένας καλοκάγαθος τύπος και άριστος γιατρός.
-Έλα δείξε μου τα έργα σου, είπε
-Αυτά είναι, του λέει, πώς σου φαίνονται;
-Έλα, ρε δικέ μου, ήρθα από μακριά, μη με κοροϊδεύεις!
-Αυτά είναι ρε φίλε, δε σε κοροϊδεύω!
-Ω! είσαι ζωγράφος, δικέ μου! Θέλω ένα έργο να το αγοράσω!
Του έδωσε ως δώρο ένα έργο, άκουσαν λίγη μουσική, ήπιαν ένα ποτήρι κρασί με ξηρούς καρπούς και ο φίλος έφυγε από το έρημο σπίτι.
Ήταν 24 Δεκεμβρίου. Περπατούσε μόνος στα Ιωάννινα, την πόλη των ονείρων του, την πόλη των ερώτων και των προσωπικών κατακτήσεων. Ο συγκάτοικός του με τη γυναίκα του είχε κατέβει Αθήνα. Ήταν μέσα στα μέλια! Τον τελευταίο χρόνο είχαν εγκατασταθεί σε ένα καταθλιπτικό σπίτι με βαριά έπιπλα και βαριές σκοτεινές κουρτίνες μέσα στο κάστρο. Ο ερασιτέχνης ζωγράφος είχε μείνει μόνος σε ένα σπίτι κάτω από την πλατεία Πύρρου, στην αρχή της Καλούτσιανης.
Πριν από λίγες ημέρες είχε ζωγραφίσει για αυτούς «το χωράφι στο φως του φεγγαριού». Παρότι δόθηκε σε φίλους στην καλύτερη φάση της ζωής τους ήταν έργο που περιέγραφε παραστατικά τη σιγαλιά της βραδιάς. Αυτή η σιγαλιά του είχε λείψει και την είχε ανάγκη για διάβασμα και περισυλλογή.
Βλέπει ωραίες γυναίκες να επεξεργάζονται βαφές χειλιών πίσω από τις βιτρίνες των καταστημάτων στην οδό Ανεξαρτησίας. Νομίζει ότι είναι τα άγια μέλη εκείνης με την αγάπη που εξαντλήθηκε, εκείνης που βαφόταν και περιποιόταν τον εαυτό της πολύ σχολαστικά. Τότε η οδός Ανεξαρτησίας ήταν γεμάτη κίνηση, νεοπλουτισμό και ζωή. Τώρα είναι ένας μίζερος δρόμος με άδεια μαγαζιά, μερικά μπαρ της κακιάς ώρας, γραφιστικά σχεδιάσματα σε ετοιμόρροπους τοίχους και καταχνιά.
Δεν έχει νόημα η παραπάνω βόλτα, σκέφτηκε. Προχώρησε λίγο μέχρι το Γυαλί-καφενέ και έστριψε για το σπίτι του. Έγραψε δυο μικρά ποιήματα, το «Νύχτα Χριστουγέννων» και το «Χριστουγεννιάτικοι δρόμοι» και ζωγράφισε «τα πουλιά», τα οποία δώρισε σε ζευγάρι φίλων του. Τα πουλιά είναι πελαργοί και πετάνε ψηλά σε μια κατεύθυνση προς την ελευθερία που τους παρέχει το ζεστό κλίμα των νότιων περιοχών. Στον πίνακα απεικονίζονται μόνο οι πελαργοί και τα σύννεφα, κανένα κομμάτι γης, ως ένδειξη ελευθερίας και μη- δέσμευσης.
Αποφάσισε να τελειώσει κάπου εδώ την ανασκόπηση γεγονότων που αρχίζουν να καλύπτονται από τη σκόνη του χρόνου. Η δουλειά του είναι τρομακτική και έντονα ανταγωνιστική. Δεν προλαβαίνει να ονειρευτεί, να ονειροπολήσει και να αγαπήσει. Περιμένει τη σύνταξη. Ίσως τότε ξαναγεννηθεί.
Του Παναγιώτη Βλαχογιαννόπουλου*
Ο κ. Παναγιώτης Βλαχογιαννόπουλος είναι καθηγητής Παθολογίας και Ανοσολογίας στην Κλινική και το Εργαστήριο Παθολογικής Φυσιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών