Τον τρόπο αλλά και τα στοιχεία που αξιοποίησε η Ελληνική Αστυνομία προκειμένου να φτάσει στην εξιχνίαση του εγκλήματος στα Γλυκά Νερά και την ομολογία του 32χρονου πιλότου γνωστοποίησε η ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ.
«Σε όλες τις υποθέσεις δίνουμε κόπο και ψυχή, η υπόθεση ήταν δύσκολη. Η ΕΛ.ΑΣ δεν δουλεύει με υποψίες, πρέπει να τεκμηριώνει αδιάσειστα ό,τι λέει», είπε ο διευθυντής Ασφαλείας Πέτρος Τζεφέρης, σημειώνοντας το πόσο σημαντικό για την εξιχνίαση της υπόθεσης ήταν ότι χτίστηκε σχέση εμπιστοσύνης με τον σύζυγο του θύματος.
Η διευθύντρια εγκληματικών εργαστηρίων, Πηνελόπη Μηνιάτη, αναφέρθηκε στις εργαστηριακές εξετάσεις, σημειώνοντας ήταν εξαιρετικά κρίσιμη η αξιοποίηση του ψηφιακού υλικού, καθώς μέσω αυτού προέκυπταν έντονες αναντιστοιχίες σε σχέση με τη μαρτυρία του 32χρονου κι έτσι τέθηκαν ερωτήματα, η απάντηση των οποίων αποδείχθηκε καθοριστική για την εξιχνίαση της υπόθεσης.
Δείτε τη συνέντευξη Τύπου
Βήμα- βήμα προς την ομολογία
Από την πλευρά του, ο Προϊστάμενος Τμήματος Ανθρωποκτονιών, Κώστας Χασιώτης, εξήγησε πώς ξετυλίχθηκε το κουβάρι που οδήγησε στην εξιχνίαση.
Τόνισε ότι όλα ξεκίνησαν στις 11 Μαΐου, όταν το κέντρο της Άμεσης Δράσης ειδοποιήθηκε από τον σύζυγο του θύματος.
Άνδρες της ΕΛ.ΑΣ βρήκαν το θύμα στο κρεβάτι νεκρό, τον σύζυγο δεμένο και το βρέφος πάνω στο θύμα.
Τόνισε ότι ένα από τα πρώτα κρίσιμα δεδομένα αφορούσε στην αιτία θανάτου της 20χρονης, που ήταν η ασφυξία με κλείσιμο της μύτης. Αυτά τα κρίσιμα δεδομένα, όπως είπε, ήρθαν από το εργαστήριο τοξικολογίας του ΕΚΠΑ.
Συνέχισε λέγοντας ότι το θύμα ήταν και δεμένο πισθάγκωνα. Βρέθηκαν επίσης σημάδια στα χέρια και τα πόδια του συζύγου από το δέσιμο, αλλά αυτά ήταν αχνά και σε σχέση με τον χρόνο με τον οποίο ήταν δεμένος δεν αντιστοιχούσαν.
Ερευνώντας τον χώρο διαπίστωσαν αλλαγές σε σχέση με την αρχική του κατάθεση. Ένα παράθυρο ήταν παραβιασμένο και ήταν ασυνήθιστο το ότι ο σκύλος της οικογένειας βρέθηκε κρεμασμένος στην κουπαστή της σκάλας.
Πρόσθεσε ότι τα πιο κρίσιμα στοιχεία ήταν η κάμερα που υπήρχε στο σαλόνι της οικίας, τα κινητά τηλέφωνα και το ρολόι smartwatch της 20χρονης.
Όπως τόνισε, μετά τη συλλογή πλήθους υλικού, η ΕΛ.ΑΣ δεν κατάφερε να διαπιστώσει την ύπαρξη άλλων προσώπων στον χώρο, άρα μόνο μια εκδοχή έμενε πιθανή: Η έρευνα έπρεπε αναγκαστικά να στραφεί αναγκαστικά στον σύζυγο.
Σημείωσε ότι κάποια από τα πειστήρια, ιδιαίτερα των ψηφιακών, έδειχναν μετακίνηση αντικειμένων -ειδικά του κινητού του τηλεφώνου όταν εκείνος δήλωνε ότι ήταν δεμένος- και ήταν πιθανή η εμπλοκή του συζύγου στην δολοφονία της 20χρονης κοπέλας.
«Για να επιβεβαιώσουμε τις υποψίες, έπρεπε να εξετάσουμε σχολιαστικά τον σύζυγο, θέτοντας του ειδικά ερωτήματα», τόνισε, συμπληρώνοντας ότι «κατά την αρχική συζήτηση και πριν προλάβουμε να του εκθέσουμε τα αποτελέσματα της έρευνας μας, αυτός έστρεψε τη συζήτηση στη σχέση που είχε με το θύμα, με το παιδί του και με την ομάδα που είχε δημιουργηθεί για την εξιχνίαση της υπόθεσης, ειδικά με τον επικεφαλής».
«Σε κάποιο στάδιο της εξέτασης του, ήθελε να μας διαβεβαιώσει ότι ποτέ δεν ήθελε να μας εξαπατήσει και να πει ψέματα, αλλά να αποφύγει τη σύλληψη και να μείνει με το παιδί του έξω από τη φυλακή», είπε.
«Όπως καταλαβαίνετε αυτό γρήγορα οδήγησε στην ομολογία της πράξεως, που απέδωσε σε έναν διαπληκτισμό που είχαν με την σύζυγό του, που οδήγησε σε μια έκρηξη συναισθήματος και δεν άργησε να οδηγήσει στο αποτέλεσμα που γνωρίζουμε», υπογράμμισε.
Επιβεβαίωσε τα ιατροδικαστικά ευρήματα και στη συνέχεια περιέγραψε τις κινήσεις του: Την παραβίαση του παραθύρου, την θανάτωση του σκύλου, την αφαίρεση της κάρτας μνήμης και το ότι ο ίδιος έδεσε τον εαυτό του και τηλεφώνησε στην Άμεση Δράση».
Και συνέχισε: «Όλα αυτά, όπως μας είπε κι ίδιος, έγιναν προκειμένου να σκηνοθετήσει το χώρο έτσι ώστε να πείσει την Αστυνομία ότι πρόκειται για ληστεία».
Το βράδυ της δολοφονίας
Πληροφορίες της ΕΛ.ΑΣ αναφέρουν ότι τη μοιραία νύχτα, το βρέφος άρχισε να κλαίει ενώ βρισκόταν υπό την επίβλεψη του 32χρονου, όταν εκείνος το έπιασε κάπως απότομα. Αυτό το γεγονός στάθηκε αφορμή για καυγά ανάμεσα στο ζευγάρι, καθώς το μωρό είχε γεννηθεί πρόωρα, είχε περάσει από δύο χειρουργεία και υπήρχε μια έκδηλη ανησυχία για την υγεία του.
Λίγο μετά, η 20χρονη πήγε στη σοφίτα να κοιμηθεί και άφησε στο ισόγειο τον σύζυγό της με το παιδί. Τρεις ώρες αργότερα, ο 32χρονος ξύπνησε κι ανέβηκε μαζί με το βρέφος στο υπνοδωμάτιο. Εκεί έβαλε το μωρό στην κούνια, εκείνο άρχισε πάλι να κλαίει, ξύπνησε η 20χρονη και ακολούθησε νέος γύρος έντασης.
Πληροφορίες της ΕΛ.ΑΣ τονίζουν ότι στην προσπάθεια να την συγκρατήσει, ο 32χρονος ανέβηκε πάνω της και σπρώχνοντας την στο κεφάλι προς τα κάτω της προκάλεσε ασφυξία. Η πάλη κι ο ασφυκτικός θάνατος είχαν διάρκεια 5 λεπτών.
Αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν βρήκαν στοιχεία προπαρασκευής του εγκλήματος.
Το ρολόι που φορούσε η Κάρολαϊν έδειξε ώρα θανάτου τις 4.11, ενώ ο 32χρονος είχε δηλώσει ότι οι ληστές είχαν μπει στην οικία στις 5 το πρωί.
Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι, στο πλαίσιο της έρευνας, οι αρχές μίλησαν με το τμήμα που διερευνά τις διαρρήξεις και μελετώντας στο αρχείο των υποθέσεων διαπίστωσαν ότι ουδέποτε υπήρξε θανάτωση σκύλου.
Αστυνομικές πηγές σημείωσαν επίσης ότι αναζήτησαν και εξέτασαν υλικό από 80 κάμερες στην περιοχή και δεν εντόπισαν κίνηση.
Σημείωσαν δε ότι ποτέ δεν είχε βγει από το κάδρο των υποψιών ο 32χρονος, «ολοένα έμπαινε περισσότερο, έως ότου κούμπωσαν τα ψηφιακά ευρήματα».
kathimerini.gr