Σε κάθε οικονομική κρίση έρχεται στην επιφάνεια το θέμα της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας. Όμως, πολλοί αγνοούν ότι τα τελευταία εξήντα χρόνια η δημόσια περιουσία έχει «αξιοποιηθεί» αρκετά καλά με μείωση κατά 40% περίπου. Πανέμορφες ακτές και άλλες περιοχές ιδιαίτερης και μη προστασίας εξαφανίστηκαν ή πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές από το Δημόσιο σε ιδιώτες. Ο ένας μετά τον άλλον οι διάφοροι καταπατητές κατελάμβαναν παράνομα ακτές, βουνά και άλλες περιοχές ιδιαίτερης ή μη προστασίας, πετύχαιναν, συνήθως παραμονές εκλογών, τη νομιμοποίηση της παρανομίας τους, από φαύλες κυβερνήσεις οι οποίες ενδιαφέρονταν μόνον για τη δημιουργία πελατειακών σχέσεων. Σε άλλες περιπτώσεις, η αδιαφορία και η αμέλεια ή και η διαφθορά των αρμόδιων για τη φύλαξη της δημόσιας περιουσίας γραφειοκρατών είχαν ως αποτέλεσμα της απώλειάς της.
Η μέσω της «αξιοποίησης» αυτής απώλεια αφορά κυρίως στη δημόσια περιουσία του Δημοσίου, την οποία διαχειρίζεται η εκάστοτε κυβέρνηση για λογαριασμό του ελληνικού λαού. Οι περιοχές που αποτελούν τη δημόσια περιουσία του Δημοσίου, δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο αγοραπωλησίας εκ μέρους του Δημοσίου. Λόγω της μορφής της φύσης, του προορισμού και του χαρακτήρα τους δεν προσφέρονται για οικοδόμηση και γενικότερα κερδοσκοπική εκμετάλλευση, αλλά παραμένουν σε φυσική κατάσταση, απαγορευομένης της οποιαδήποτε συναλλαγής τους ή δομικής παρέμβασης.
Στην κατηγορία αυτή οι εκτάσεις φυσικού κάλλους και φυσικής ζωής, οι ζώνες ιδιαίτερης προστασίας (δάση, δασικές εκτάσεις, παραλιακές, ορεινοί όγκοι κ.λπ., οι ιστορικοί τόποι, αρχαιολογικοί χώροι) και γενικά οι περιοχές-χώροι που συνθέτουν τη φυσική και πολιτιστική κληρονομιά της χώρας και απαρτίζουν το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον που τυγχάνει συνταγματικής προστασίας.
Ως κύριος της δημόσιας γης του Δημοσίου εμφανίζεται το Δημόσιο και οι αντίστοιχοι δημόσιοι φορείς. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για κοινωνική ιδιοκτησία, η οποία ανήκει και είναι αφιερωμένη στη χρήση και απόλαυση όλου του ελληνικού λαού. Η κοινωνική ιδιοκτησία αυτή, που περιλαμβάνει τα φυσικά και πολιτιστικά αγαθά της χώρας, είναι ενταγμένη στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον που προστατεύεται από το άρθρο 24 του Συντάγματος.
Η δημόσια (κοινωνική) περιουσία αυτή, ενώ δεν προορίζεται για εκμετάλλευση, ούτε και μπορεί να αλλάζει ο προορισμός, έχει μπει στο στόχαστρο και συνεχώς μειώνεται.
Οι συνήθεις τρόποι μείωσης δημόσιας περιουσίας είναι η καταπάτηση και στη συνέχεια η εξαγορά της από τους καταπατητές και η έλλειψη δραστικής προστασίας της.
Διάφοροι «αετονύχηδες» ιδιώτες με την ανοχή ή την αδιαφορία των υπεύθυνων για τη διαφύλαξή της, καταλαμβάνουν δημόσια περιουσία, την κατέχουν και τη νέμονται για αρκετά χρόνια και στη συνέχεια επιτυγχάνουν την εξαγορά της. Ο αρμόδιος υπουργός της εκάστοτε κυβέρνησης, αντί να εγκαλέσει τους υπευθύνους για τη διαφύλαξη της δημόσιους φορείς, ενδίδει στην εξαγορά της από τους καταπατητές σε εξευτελιστικές συνήθως τιμές με το πρόσχημα της ανάγκης συγκέντρωσης χρημάτων ή και για πελατειακούς λόγους, γιατί οι καταπατητές έχουν καταστεί υπολογίσιμη εκλογική πελατεία.
H κοινωνική ιδιοκτησία, με διάφορους τρόπους (αποχαρακτηρισμοί, καταπατήσεις κ.λπ.), συνεχώς μειώνεται λόγω της εγκληματικής αδιαφορίας της Διοίκησης και της εκάστοτε κυβέρνησης, της απληστίας ορισμένων κληρικών και μοναχών, αλλά και καταπατητών ιδιοκτητών. Από το 1950 μέχρι σήμερα έχει απωλεστεί το 65% της κοινωνικής ιδιοκτησίας.
Πρόσφατη έρευνα («Ε» 29/9/08) έδειξε ότι μέσα σε μια διετία χάθηκε το 6% των δασών. Σε μερικά χρόνια θα αποτελεί είδος προς εξαφάνιση.
Για να σταματήσει το ξεπούλημα της δημόσιας ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (κοινωνική ιδιοκτησία) και προκειμένου να περισωθεί ό,τι έχει απομείνει από την κοινωνική ιδιοκτησία θα πρέπει:
Α. Να εφαρμοστούν οι σχετικοί ποινικοί και άλλοι νόμοι προστασίας και να απαγορευτεί η οποιασδήποτε διαχειριστικής ενέργεια η οποία θα έχει ως σκοπό τον αποχαρακτηρισμό της δημόσιας περιουσίας του Δημοσίου
Β. Να τροποποιηθούν οι σχετικοί νόμοι προκειμένου να αφαιρεθεί η αρμοδιότητα διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από τους διαφόρους φορείς, δημόσιους (Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου, και της Εταιρείας Τουριστικών Ακινήτων κ.λπ.)
Γ. Να δημιουργηθεί μιαν Ανεξάρτητη Αρχή για την προστασία της δημόσιας γης, ανεξάρτητα από τον ιδιοκτήτη της (Δημόσιο, Εκκλησία, Μοναστήρια ή και ιδιώτες) ή Εισαγγελικό Σώμα σχετικό με τη δίωξη των ιδιοκτητών της δημόσιας και γενικότερα κοινωνικής ιδιοκτησίας που θα προβαίνουν σε ενέργειες αποχαρακτηρισμού της μορφής της ως κοινωνικής και της μετατροπής της σε οικόπεδα ή γήπεδα. Η μετατροπή αυτή να ποινικοποιηθεί. Ο σημερινός θεσμός του κατά περίσταση εισαγγελέα περιβάλλοντος χωρίς καμιά εξειδίκευση δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικός.
Δ. Να δημιουργηθεί Επιμελητήριο Βιώσιμης Ανάπτυξης, στο οποίο να ανήκουν όλοι όσοι έχουν εξειδικευτεί με θέματα Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Πολεοδομίας. Μεταξύ των σκοπών του Επιμελητηρίου να είναι και η ευαισθητοποίηση των πολιτών σε περιβαλλοντικά θέματα.
Αν δεν υπάρξει μιαν άλλη οργάνωση προστασίας της δημόσιας γης, οι παντός είδους προστάτες, καταπατητές κ.λπ. δε θα αφήσουν σπιθαμή δημόσιας γης με απρόβλεπτες συνέπειες, εκτός των άλλων, για την υγεία, διαβίωση, αλλά και την ποιότητα ζωής των πολιτών.
Του Δημ. Γ. Χριστοφιλόπουλου
*Ο Δ. Γ. Χριστοφιλόπουλος είναι καθηγητής Θεσμών και Πολιτικής Χωροταξίας-Πολεοδομίας, μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών.