Ήταν ξημερώματα της 11ης Μαΐου 2021, όταν η 20χρονη Καρολάιν δολοφονήθηκε από το σύζυγό της μέσα στο σπίτι τους, λίγα μέτρα μακριά από τη μερικών μηνών κόρη τους.
Δύο μήνες αργότερα, στις 16 Ιουλίου, ήταν η 26χρονη Γαρυφαλλιά που βρήκε τραγικό θάνατο από το σύντροφό της στο νησί της Φολεγάνδρου, ενώ μόλις χθες για μια ακόμα γυναίκα κόπηκε απότομα το νήμα της ζωής, όταν 35χρονη τραυματίστηκε θανάσιμα από το σύζυγό της μέσα στο σπίτι τους, «γιατί τη ζήλευε», όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο ίδιος λίγη ώρα μετά το έγκλημα που διέπραξε στη Δάφνη Αττικής. Αυτές είναι μόνον μερικές από τις δεκάδες γυναικοκτονίες που έχουν συνταράξει την κοινή γνώμη.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα, παρατηρείται μεγάλη αύξηση του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας. Η καθημερινότητα είναι αυτή που το επιβεβαιώνει, άλλωστε, με τον πιο δραματικό τρόπο: διάφορες μορφές βίας προς κάθε κατεύθυνση, συμπεριφορές που προβληματίζουν και ανησυχούν, καθώς και ολοένα περισσότερες γυναικοκτονίες καταγράφονται το τελευταίο διάστημα.
Κοινός παρονομαστής φαίνεται να είναι η υγειονομική κρίση που διαδέχθηκε τη μακροχρόνια οικονομική, κάνοντας πιο εύκολο να «ανθίσουν» στη σκιά τους όλα αυτά τα φαινόμενα ανισότητας και κοινωνικής παθογένειας.
Στην κατεύθυνση αυτή είναι και τα στοιχεία που παρουσίασε η ΕΛΑΣ στην ετήσια έκθεσή της, καθώς παρατηρείται αύξηση 4% των περιστατικών (192 παραπάνω) που καταγγέλθηκαν το 2020 σε σχέση με το 2019. Συγκεκριμένα, το 2019 καταγράφηκαν 5.221 περιστατικά έναντι 5.413 το 2020. Μάλιστα, η αύξηση σημειώνεται τον Ιούλιο του 2020, μετά δηλαδή την άρση των περιοριστικών μέτρων. Δράστες κατά 85% το 2019 και κατά 82% το 2020 παραμένουν οι άνδρες.
«Η βία έχει πάρα πολλά πρόσωπα, με κυρίαρχα τη σωματική, που είναι και η πιο εμφανής, την ψυχολογική, τη συναισθηματική, την οικονομική, τη σεξουαλική κ.λπ.», αναφέρει η κα Δήμητρα Μιχαλοπούλου, ψυχολόγος του Κέντρου Συμβουλευτικής Γυναικών Θυμάτων Βίας του Δήμου Καλαμάτας. Και προσθέτει: «Σε όλες τις παραπάνω μορφές βίας η αποσιώπηση εντείνει σημαντικά το πρόβλημα, γι’ αυτό και προτρέπουμε τον κόσμο λέγοντας “όχι στην ανοχή, όχι στην αποσιώπηση”, για να βγει προς τα έξω, να μιλήσουμε, να σπάσουμε τη σιωπή μας, όταν το βιώνουμε είτε ως θύματα είτε ως μάρτυρες. Είναι πολύ σημαντικό να μη μένουμε άπραγοι σε όλο αυτό το φαινόμενο, το οποίο βλέπουμε να έχει πάρει πολύ μεγάλες διαστάσεις. Σε αυτό, βέβαια, συντέλεσε η υγειονομική συνθήκη του κορωνοϊού, αλλά και τα μέτρα που έφεραν τον εγκλεισμό της κοινωνίας, κι έτσι το πρόβλημα εντάθηκε -χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν προϋπήρχε. Στο παρελθόν αντίστοιχα, είδαμε και την οικονομική κρίση να έχει φέρει αύξηση στο όλο φαινόμενο».
-Ποιος είναι εκείνος ο παράγοντας που οδηγεί σε τέτοιου είδους συμπεριφορές;
«Η βία βλέπουμε ότι συνδέεται με τις στάσεις και τις πεποιθήσεις που έχουμε ως άτομα. Η ελληνική κοινωνία είναι κατά κύριο λόγο μια πατριαρχική κοινωνία, όπου η θέση της γυναίκας είναι σε μεγάλο βαθμό υποτιμημένη. Αυτό ενισχύεται, όταν μεγαλώνουμε τα αγόρια μας, αλλά και τα κορίτσια μας, με στερεότυπα τα οποία θέλουν τη γυναίκα να χαίρει διαφορετικής μεταχείρισης από τον άνδρα, αλλά και τον άνδρα να είναι πιο προνομιούχος έναντι της γυναίκας. Με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά κατασκευάζουμε κοινωνικά διαφορές και είναι σαν να προετοιμάζουμε το έδαφος για να φέρουμε τέτοιου τύπου συμπεριφορές αργότερα.
Δηλαδή, βίαιες, βάναυσες και σε πολλές περιπτώσεις καταστροφικές συμπεριφορές, όπως οι δολοφονίες και οι γυναικοκτονίες που παρατηρούμε όλο αυτό το διάστημα και που, δυστυχώς, αναπαραγάγουμε με τον πιο δραματικό τρόπο το φαινόμενο, τονίζοντας έτσι την ανάγκη να κάνουμε κάτι για όλο αυτό.
Μια άλλη αιτιολογία της βίας πιθανόν να προέρχεται από τα κοινωνικά στοιχεία, όπως η ανεργία, είτε κάποια ζητήματα ψυχοπαθολογίας που εντείνουν τέτοιου είδους συμπεριφορές. Ωστόσο, εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι το να μην ενοχοποιούμε μια ψυχική διαταραχή (κάτι το οποίο είδαμε πρόσφατα και με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις της επικαιρότητας). Κι αυτό, γιατί ναι μεν μπορεί μια τέτοια κατάσταση να εντείνει μια βίαιη συμπεριφορά ενός ατόμου, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι την προκαλεί. Αυτό που προκαλεί τη γυναικοκτονία έχει να κάνει με τις πεποιθήσεις και τις αρνητικές στάσεις του ατόμου».
-Πώς έχει βοηθήσει το διαδίκτυο αυτό το φαινόμενο;
«Το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν βοηθήσει αρκετά το τελευταίο διάστημα. Πάνω σ’ αυτό, το κίνημα “Me too” είναι ένα κίνημα εξαιρετικής σημασίας, ακριβώς επειδή σπάει τη σιωπή. Όπως είδαμε, υπήρχε ένα φαινόμενο χιονοστιβάδας, με τη μια καταγγελία να οδηγεί σε μια επόμενη, και η μία αποκάλυψη να φέρνει μιαν άλλη. Με αυτό τον τρόπο αναδύθηκε στην επιφάνεια ένα πολύ βρόμικο κομμάτι, το οποίο έμενε στα άδυτα. Έτσι βλέπουμε τη σημαντικότητα του να σπάμε τη σιωπή, ακριβώς γιατί υπάρχει το πρόβλημα αυτό. Πολλές φορές ο κόσμος ξαφνιάζεται σαν να μην υπάρχει το πρόβλημα καθ’ αυτό. Σαν αυτό που όταν συμβαίνει αναρωτιόμαστε, αν όντως τελικά συμβαίνει. Το ζήτημα είναι να το φέρουμε προς την επιφάνεια και να οδηγηθούμε προς την αντιμετώπισή του».
Υπάρχει βοήθεια, αρκεί να το ζητήσουμε
«Το σύστημα μπορεί να βοηθήσει, υποστηρίζοντας τις γυναίκες θύματα βίας, ώστε να μη θυματοποιηθούν ξανά. Δηλαδή, ένα θύμα μπορεί να βρει το θάρρος να σπάσει τη σιωπή και να μιλήσει για το πρόβλημά του, βρίσκοντας λύση για οτιδήποτε την απασχολεί» σημειώνει η κα Μιχαλοπούλου.
Συγκεκριμένα, το Συμβουλευτικό Κέντρο του Δήμου Καλαμάτας λειτουργεί ως υπηρεσία πρώτης γραμμής για τις γυναίκες θύματα βίας. Παράλληλα, διατίθενται πληροφορίες για οποιονδήποτε θέλει να ενημερωθεί για ένα τρίτο πρόσωπο που πιθανόν αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα.
Υπογραμμίζεται ότι κατά την επικοινωνία με το Κέντρο Συμβουλευτικής τηρείται απόλυτη εχεμύθεια, καθώς και όλες οι υπηρεσίες που παρέχονται από το κέντρο διέπονται από το απόρρητο της συμβουλευτικής.
Κατά την επικοινωνία με το κέντρο, η κάθε γυναίκα μπορεί να λάβει πληροφορίες για τα έννομα δικαιώματά της, μέσα από τη νομική στήριξη, να υποστηριχθεί συμβουλευτικά σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο, να υποστηριχθεί εργασιακά κι έτσι να καταφέρει να διεκδικήσει τα δικαιώματά της και να πορευθεί σε μια ομαλότερη πορεία.
Κλείνοντας, η κα Μιχαλοπούλου τόνισε χαρακτηριστικά: «Το φαινόμενο της έμφυλης βίας μάς αφορά όλες και όλους». Παράλληλα, έκανε έκκληση προς όλους να σπάμε τη σιωπή μας ζητώντας βοήθεια, γιατί «όλο αυτό το τέρας της βίας μπορεί να αντιμετωπιστεί».
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ελληνικής Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, σημαντική αύξηση των καταγγελιών για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας καταγράφηκαν τις ημέρες του υποχρεωτικού εγκλεισμού στο σπίτι λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού με τις τηλεφωνικές καταγγελίες να πολλαπλασιάζονται ανησυχητικά.
Η είδηση αυτή, αναδεικνύει σε όλο του το βάθος το ζήτημα, αφού πολλές είναι κι εκείνες οι περιπτώσεις που η βία βρίσκει ως άμεσους ή έμμεσους αποδέκτες τα παιδιά της οικογένειας.
«Πράγματι τα τελευταία χρόνια διαπιστώνουμε μια ραγδαία αύξηση φαινομένων ενδοοικογενειακής βίας», σημειώνει η κα Αγγελική Ρουμελιώτου, κοινωνική λειτουργός, επιμελήτρια Ανηλίκων Δικαστηρίου Καλαμάτας, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας.
-Πώς θα σχολιάζατε, γενικά, την παρατηρούμενη αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας τα τελευταία χρόνια, αλλά και ποιες είναι οι αιτίες κλιμάκωσης του φαινομένου;
«Η διαπίστωσή μας είναι ότι το θέμα αυτό σχετίζεται με πολλούς παράγοντες, διαφορετικούς σε κάθε περιστατικό, γεγονός που επιβάλλει τη λεπτομερή κατά περίπτωση μελέτη του, αν θέλουμε να είμαστε ουσιαστικοί. Αναμφισβήτητη είναι η αριθμητική αύξηση των βίαιων επεισοδίων, κάτι που διαπιστώνεται ιδιαίτερα εν μέσω ή έπειτα από καταστάσεις κρίσεων που οι άνθρωποι, όντας σε κατάσταση πιέσεων, εκδηλώνουν βαθύτερες πτυχές του εαυτού τους, ενίοτε καλά κρυμμένες μέχρι τότε. Τέτοιες μπορεί να είναι και οι βίαιες συμπεριφορές. Είδαμε ότι η κρίση έκανε τους καλούς, καλύτερους- οράτε, αλληλεγγύη, εθελοντισμό, ανθρωπιστικές δράσεις. Έκανε όμως και τους κακούς, χειροτέρους- οράτε, τραγικά περιστατικά βίας που συντάραξαν το πανελλήνιο. Ήδη ο Π.Ο.Υ. από την αρχή της πανδημίας έκρουε τον κίνδυνο για την αύξηση των περιστατικών βίας.
Επιπρόσθετα, παρατηρούμε ότι τα περιστατικά βίας κατονομάζονται πλέον ευκολότερα, αφού τώρα οι άνθρωποι δεν ανέχονται βίαιες συμπεριφορές που παλιότερα έτειναν να κουκουλώνονται ή να ενδύονται το μανδύα της κοινωνικής κανονικότητας. Τώρα ξέρουμε τι είναι βία. Ο Ν. 3.500/2006 ήταν μια τομή στην ελληνική πραγματικότητα προς αυτήν την κατεύθυνση. Ονόμασε τη βία.
Σημαντικό, επίσης, είναι ότι οι άνθρωποι έχουν πλέον καλύτερη πρόσβαση σε φορείς στήριξης, ξέρουν ή ψάχνουν το πού μπορούν να απευθυνθούν, γνωρίζουν ότι μπορούν να το πράξουν ακόμα και με ένα τηλεφώνημα ή με ένα μήνυμα. Άρα, τα περιστατικά μπορούν να μετρηθούν.
Πολλά από τα επεισόδια ενδοοικογενειακής βίας φτάνουν μέσω των ΜΜΕ και του διαδικτύου μέσα στο σπίτι. Γίνονται, δηλαδή, γνωστά πιο εύκολα από ό,τι παλιότερα που σχεδόν κανείς δε γνώριζε τι συνέβαινε παραπέρα. Αυτό δημιούργησε μια άτυπη κοινότητα όπου το θύμα παύει να αισθάνεται μόνο του, αντιλαμβάνεται ότι αυτό είναι μια πραγματικότητα που την αντιμετώπισαν και άλλοι άνθρωποι, με αποτέλεσμα να κινητοποιείται πιο δραστικά στο να σπάσει και τα δικά του δεσμά.
Άρα, λοιπόν, έχουμε περισσότερα επεισόδια, γιατί τα μαθαίνουμε πιο εύκολα και μπορούμε πια να τα μετρήσουμε σε έναν καλύτερο βαθμό. Δε βλέπουμε μόνο την κορυφή του παγόβουνου όπως λέγαμε κάποια χρόνια πριν. Έρχονται πιο εύκολα στο φως. Υπάρχει, βέβαια, ακόμη μεγάλη διαδρομή που χρειάζεται να διανύσουμε.
Από την άλλη, όπως ήδη αναφέρθηκε, έχουμε και πιο πολλά επεισόδια βίας λόγω των πιεστικών συνθηκών που δημιουργήθηκαν και που οι εν δυνάμει κακοποιητικοί άνθρωποι, όντας ανίκανοι να τα διαχειριστούν, εξέφρασαν τη χειρότερη πλευρά του εαυτού τους».
-Πώς πλήττονται τα παιδιά ως άμεσοι ή έμμεσοι αποδέκτες της βίας σε μια οικογένεια;
«Τα παιδιά μπορεί να είναι άμεσοι ή έμμεσοι αποδέκτες. Στην πρώτη περίπτωση, κακοποιούνται από άλλα μέλη της οικογένειας, είτε σωματικά είτε συναισθηματικά. Και οι δύο περιπτώσεις επιφέρουν μεγάλη ζημία στην παιδική προσωπικότητα, δημιουργώντας ουσιαστικά μια δύσκολη παρακαταθήκη για το μέλλον. Στην περίπτωση αυτή μπορεί ο δράστης να είναι ο γονιός ή οι γονείς, όπως και άλλα μέλη της οικογένειας.
Στην περίπτωση που είναι έμμεσοι αποδέκτες, τα παιδιά ζουν τη βίαιη συμπεριφορά του ενός γονέα προς τον άλλον ή του γονέα προς τα παιδιά ή προς τον ηλικιωμένο ή προς άλλα μέλη της οικογένειας. Μπορεί να είναι και μια ευρύτερα βίαιη συμπεριφορά που εκδηλώνεται προς τους γείτονες, το συγγενικό περιβάλλον, τα ζώα κ.ο.κ. Το παιδί εισπράττει αυτήν τη βιαιότητα και σε συνδυασμό με την αδυναμία του να τη διαχειριστεί, εγκλωβίζεται σε κάτι πολύ επώδυνο ενδοψυχικά, που αργότερα μπορεί και να επαναλάβει. Σε κάθε περίπτωση, όμως, θα κουβαλήσει ένα σοβαρό φορτίο που θα διαμορφώσει τις επιλογές και τον τρόπο αντίδρασης απέναντι στους ανθρώπους που το περιβάλλουν.
Αυτό που θα πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι η κακοποίηση παιδιών είναι παραβίαση των δικαιωμάτων τους, ποινικό αδίκημα, κακή άσκηση της γονικής μέριμνας και μείζον ζήτημα δημόσιας υγείας. Δεν είναι “οικογενειακή” υπόθεση.
Άρα, το να προστατεύσουμε ένα παιδί ή γενικότερα έναν άνθρωπο που είναι θύμα, είναι καθήκον και υποχρέωσή μας. Βέβαια, πέραν της ηθικής διάστασης και της επιταγής από πλευράς συνειδήσεως, έχουμε και μια νομική διάσταση υποχρέωσης αναφοράς».
Πού μπορεί να απευθυνθεί οποιοσδήποτε παρατηρήσει μια ανησυχητική συμπεριφορά:
Αν κάποιος θέλει να καταγγείλει κάποιο περιστατικό που υπέστη ως θύμα ή που έπεσε στην αντίληψή του, τότε απευθύνεται στην αρμόδια Εισαγγελία ή στην αστυνομική αρχή.
Παράλληλα, υπάρχουν και τηλεφωνικές γραμμές που κάποιος μπορεί να απευθυνθεί, όπως:
•Η γραμμή 197 του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης
•Η γραμμή 1056 του Συλλόγου «Χαμόγελο του Παιδιού», αλλά και η γραμμή 11525 της Ένωσης «Μαζί για το παιδί», που μεταξύ των αντικειμένων τους είναι να δέχονται αναφορές και καταγγελίες περιστατικών τις οποίες διαβιβάζουν στις αρμόδιες εισαγγελίες.
Ειδικότερα, για τις γυναίκες θύματα βίας στην Καλαμάτα, οποιοσδήποτε μπορεί να απευθυνθεί στο παραπάνω Κέντρο Συμβουλευτικής για θύματα βίας στο τηλέφωνο 2721099212.
Τέλος, η Γραμμή SOS 15900 είναι μια υπηρεσία εθνικής εμβέλειας και δίνει τη δυνατότητα στις γυναίκες θύματα βίας ή σε τρίτα πρόσωπα να επικοινωνήσουν άμεσα με ένα φορέα αντιμετώπισης της έμφυλης βίας.
Της Χριστίνας Μανδρώνη