Ήταν 2002 όταν εισήχθη στη δημόσια διοίκηση της χώρας ο θεσμός των ΚΕΠ (Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών). Είπαν τότε ότι ο θεσμός αυτός θα οδηγούσε μέσω της παραγωγής θετικών αποτελεσμάτων και διαμόρφωσης προτύπων στη μεταφορά τους και στην υπόλοιπη δημόσια διοίκηση. Όπως μπορούν να διαπιστώσουν εύκολα οι πολίτες που έρχονται σε επαφή με δημόσιες υπηρεσίες, κάτι τέτοιο δεν προέκυψε παρότι έχουν περάσει 20 χρόνια από τότε.
Όμως, με τον έκτακτο χαρακτήρα πρόσληψης του σημαντικού σε αριθμό προσωπικού που στελέχωσαν τα ΚΕΠ κατά την έναρξη λειτουργίας τους, δημιουργήθηκαν σε σημαντικό βαθμό υπόβαθρα επανεκλογής των προσώπων που συμμετείχαν σε αυτές τις διαδικασίες στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2002 και στις βουλευτικές εκλογές του 2004.
Είναι αξιέπαινη η πρόσφατη πρωτοβουλία για ίδρυση και λειτουργία Πειραματικών Σχολείων στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και, μάλιστα, με αυξημένες στοχεύσεις σε σχέση με τα παλιά Πειραματικά Σχολεία, που χρησιμοποιούνταν για την απόκτηση διδακτικής πείρας εκείνων που φοιτούσαν στις σχολές των Πανεπιστημίων με ειδικότητες διορισμού των αποφοίτων τους στην εκπαίδευση.
Είναι ακόμα ιδιαίτερα σημαντικό ότι οι εξαγγελίες συνοδεύονται από διαβεβαιώσεις ότι στα πορίσματα που θα προκύψουν κατά τη λειτουργία τους, θα στηριχθούν οι μεταβολές που χρειάζεται το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας. Εκείνο που δεν έχει καταγραφεί από την ειδησεογραφία είναι ο σχεδιασμός της διαδρομής μετάβασης από τα πορίσματα λειτουργίας των Πειραματικών Σχολείων μέχρι τη γενικευμένη εφαρμογή τους.
Έβαλα κοντά κοντά αυτούς τους δύο θεσμούς -εκπαίδευση και δημόσια διοίκηση – για να θυμίσω τις «χαμένες» αρχικές διακηρύξεις κατά την ίδρυση των ΚΕΠ, με την ελπίδα ότι σύντομα θα φανούν σαφή σημεία της διαδρομής από τα πορίσματα λειτουργίας των Πειραματικών Σχολείων στη γενίκευσή τους σε ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός που προωθείται με μεγάλη επιτυχία τα τελευταία δύο χρόνια για να μπορέσει να μεγιστοποιήσει τα αποτελέσματά του χρειάζεται κατάλληλου επιπέδου αποδέκτες, στοιχείο που και πάλι παραπέμπει στο εκπαιδευτικό σύστημα και στις γνώσεις και δεξιότητες που εφοδιάζει τους αποφοίτους του.
Έχω επιλέξει για σχολιασμό τους δύο αυτούς θεσμούς γιατί «νοσούν βαρέως». Ο ένας θεσμός τροφοδοτεί με αναποτελεσματικότητα τον άλλον, με την κοινωνία να παρακολουθεί απαθής και αδιάφορη για όσα δεν ακουμπούν άμεσα το καθένα από τα μέλη της.
Θυμάμαι, πολλές δεκαετίες πριν, μια κουβέντα που άκουσα στη φωτογωνιά του σπιτιού μας, όπου μαζεύονταν το χειμώνα αρκετά άτομα γύρω της. Μια μεγαλοκοπέλα όταν ρωτήθηκε γιατί δεν είχε παντρευτεί ακόμα, απάντησε: «Φτιάχνω την προίκα μου και ψάχνω να βρω άντρα που να ακουμπάει στο κράτος».
Μετά λίγα χρόνια τον βρήκε και ήταν περιχαρής με τη μονιμότητα αλλά και τη χαλαρότητα που είχε εξασφαλιστεί στη ζωή της. Καλά είναι όλα αυτά για τους τυχερούς, που η άτυπη σχέση ψηφοφόρου – πολιτευτή τούς οδηγεί σε αυτό το θαυμάσιο δίδυμο «μονιμότητας – χαλαρότητας», αλλά…
Σε αυτή τη χρονική περίοδο επιδιώκομε τη γενικευμένη ανάπτυξη της χώρας με την πλήρη αξιοποίηση των σημαντικών οικονομικών πόρων που εξασφαλίσαμε. Είμαι της γνώμης ότι το πιστεύουν εκείνοι που το εξαγγέλλουν, αλλά δεν είδα κάποιο σχέδιο εφαρμογής που να παρακάμπτει τα εμπόδια που δημιουργούνται από τη μειωμένη γνωσιακή και παιδαγωγική απόδοση του εκπαιδευτικού μας συστήματος, που με τη σειρά του οδηγεί σε χαλαρή και αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση. Η ιδέα της εμπλοκής στην αναπτυξιακή διαδικασία και, μάλιστα, με σημαντικό ύψος κεφαλαίων, του ιδιωτικού τομέα, παράγει μία κατ’ αρχήν αισιοδοξία, αλλά νομίζω ότι δεν έχουν καταμετρηθεί οι υποχρεωτικού χαρακτήρα συνάφειές του με τη δημόσια διοίκηση κατά την εξέλιξη των έργων για τα οποία έχει εξασφαλιστεί χρηματοδότηση.
Ούτε έχουν προσδιοριστεί τα σχετικά με τη συμμετοχή του ανθρώπινου δυναμικού στο οποίο θα ανατεθεί η εποπτεία και ο ποιοτικός και ποσοτικός έλεγχος των έργων που έχουν σχεδιαστεί να εκτελεστούν κατά την επόμενη πενταετία.
Οι Έλληνες είμαστε ιδιόμορφος λαός. Αρεσκόμαστε σε γρήγορες μεταβολές στάσης και συμπεριφοράς. Μας αρέσει το ωραίο και το αποτελεσματικό, ιδιαίτερα όταν δε μας βλάπτει. Σε πολλές, μάλιστα, περιπτώσεις, και για σημαντικό ποσοστό συμπολιτών μας, μας αρέσει ακόμα και όταν θίγει κάποια συμφέροντά μας. Αυτή είναι η «ευψυχία μας», που θεωρητικά μπορεί να ξεπερνά πολλά εμπόδια, αρκεί να μην είναι «δομικά». Όμως, η εκπαίδευση και η δημόσια διοίκηση στη χώρα δημιουργούν δομικούς φραγμούς στην ανάπτυξη και στη γενικευμένη ευημερία των πολιτών.
Γι’ αυτό το λόγο απαιτείται σαφές σχέδιο για τη γενικευμένη εφαρμογή των όποιων πορισμάτων προκύπτουν από πιλοτικές εφαρμογές νέων θεσμών. Ελπίδα όλων μας είναι θα δούμε σύντομα και αυτό το σχέδιο και θα παρατηρούμε διαρκώς αναπτυξιακού χαρακτήρα αποτελέσματα…
Του Νίκου Ευστρ. Μαραμπέα