«Έκανα τις ταινίες που ήθελα και όπως τις ήθελα, αλλά ένα μικρό “ποσοτικό” προβληματάκι το έχω»…
Ο Τάσος Μπουλμέτης είναι ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους Έλληνες σκηνοθέτες και από τους πιο αγαπημένους του κοινού, όπως αποδεικνύει η περίοπτη θέση που έχει ως η εμπορικότερη ταινία όλων των εποχών, με πάνω από 1,2 εκατομμύρια εισιτήρια, η «Πολίτικη Κουζίνα» του, που προβλήθηκε το 2003.
Συνδυάζοντας ποιότητα και εισπρακτική απήχηση ο Κωνσταντινοπολίτης στην καταγωγή κινηματογραφικός δημιουργός μάς χάρισε δύο ακόμη πολυαγαπημένες και πολυσυζητημένες ταινίες, το «1968», με το έπος της μπασκετικής ΑΕΚ στο ευρωπαϊκό κύπελλο και το πιο αυτοβιογραφικό «Νοτιάς», το οποίο θα έχουν την ευκαιρία οι σινεφίλ της Μεσσηνίας να παρακολουθήσουν αύριο Κυριακή, 4 Ιουλίου, στις 10.00 το βράδυ, στο Δημοτικό Πάρκο του ΟΣΕ (χώρος πατινάζ), στο πλαίσιο της τελετής λήξης του 7ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου (η βραδιά θα ξεκινήσει από τις 9.00 μ.μ.).
Ο κ. Μπουλμέτης θα είναι «παρών» ως τιμώμενο πρόσωπο, ενώ θα απονείμει το βραβείο της ειδικής κατηγορίας «Διεκδικώντας την Ελευθερία».
Με αυτή την αφορμή το «Θ» είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με το βραβευμένο σκηνοθέτη, με… προϊόν την παρακάτω μίνι συνέντευξη:
-Τι είναι επιτυχία για μια ταινία; Η ικανοποίηση-πληρότητα των δημιουργών και εν προκειμένω του σκηνοθέτη, τα μηνύματα που μεταδίδει, τα βραβεία, η εμπορική επιτυχία, οι κριτικές των ειδικών ή του κοινού-νομίζω τα έχετε όλα αυτά ή υπάρχει και κάτι άλλο που σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα;
Όλα αυτά που αναφέρετε φυσικά και συμβάλλουν στην επιτυχία και στην αποδοχή μιας ταινίας στο εγχώριο και διεθνές κοινό. Κάτι το οποίο θα προσέθετα όσον αφορά στην «Πολίτικη Κουζίνα» τουλάχιστον, είναι ότι είχε απήχηση σε όλους τους Έλληνες της διασποράς. Ο ελληνισμός του πλανήτη την αγάπησε και τη στήριξε σαν να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της δικής του συλλογικής μνήμης.
-Ένας φίλος παρατήρησε ότι οι ταινίες σας «κοιτάζουν» το παρελθόν, όχι όμως με συναισθηματική ματιά, αλλά συνομιλούν μαζί του, σε μια σχέση διαλεκτική. Είναι αυτός ο στόχος και με ποιο σκοπό;
Θα συμφωνούσα με το φίλο σας μόνο που ο στόχος κάθε φορά είναι διαφορετικός. Η «Πολίτικη κουζίνα» ήταν μια κατάθεση ψυχής της προσωπικής μου ιστορίας αλλά είχε και ιστορικές αναφορές για μια περίοδο του Ελληνισμού που οι Ελλαδίτες στην πλειοψηφία τους αγνοούσαν. Το ίδιο ισχύει και για το «1968», μόνο που τώρα με αφορμή μια αθλητική επέτειο προσπαθώ να αναδείξω τους μύθους και τα ήθη μιας εποχής που στιγμάτισε την ιστορία μας, αλλά και τον πλανήτη. Ο «Νοτιάς», από την άλλη, είναι μια αλληγορία για το πολιτικό σύστημα.
-Τι διαφορετικό έχει ο «Νοτιάς» σε σχέση με τις προηγούμενες ταινίες σας και τι αποκομίζετε από αυτό το ταξίδι «Σινεμά ο Σταθμός»;
Ο «Νοτιάς» είναι η αγαπημένη μου ταινία και κάθε φορά που την παρουσιάζω στο κοινό μού αρέσει να εμβαθύνω στις δημιουργικές και πολιτικές μου προθέσεις. Ιδιαίτερα όταν προβάλλεται σε έναν κινηματογράφο που ονομάζεται «Σταθμός», μια λέξη που με έχει σημαδέψει (θετικά και αρνητικά) στην πορεία μου.
-Έχετε κάνει τις ταινίες που θέλατε και όπως τις θέλατε; Ποιο είναι το επόμενο θέμα που στριφογυρίζει στο μυαλό και την καρδιά σας;
Νομίζω πως ναι. Δεν έχω παράπονο ως προς το πώς βγήκαν οι προθέσεις μου στο πανί. Ένα μικρό «ποσοτικό» προβληματάκι το έχω.
-Η επόμενη μέρα του κινηματογράφου μετά την πανδημία;
Θα είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Κυρίως στο θέμα της αφήγησης. Ο Κινηματογράφος θα ανταγωνιστεί τα κανάλια streaming τόσο σε τεχνικό όσο και σε αφηγηματικό επίπεδο.
3η ΣΤΑΣΗ ΚΑΛΑΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ «ΣΙΝΕΜΑ Ο ΣΤΑΘΜΟΣ»
Κ. Μεσογίτης: Οι Έλληνες αγαπούν τον κινηματογράφο και ειδικά τα θερινά σινεμά
Η αυριανή προβολή της ταινίας «Νοτιάς» του Τάσου Μπουλμέτη στην Καλαμάτα (Πάρκο Σιδηροδρόμων, με φόντο παλιούς συρμούς του ΟΣΕ, την Κυριακή 4 Ιουλίου και ώρα 22.00) θυμίζει μια αρμονική εναλλαγή σιδηροδρομικών γραμμών που κάνει το τρένο να τροχιοδρομήσει τη σωστή στιγμή στις κατάλληλες ράγες, καθώς η δράση «Σινεμά ο Σταθμός» συναντά και κορυφώνει το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου.
Ο «Νοτιάς» είναι μία ιστορία με φόντο την ταραχώδη Ελλάδα του ’60, ‘70 και του ’80. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι: Γιάννης Νιάρρος, Θέμης Πάνου, Μαρία Καλλιμάνη, Ταξιάρχης Χάνος, Μελισσάνθη Μάχουτ, Xαρά Μάτα Γιαννάτου, ενώ εμφανίζεται η Ζωζώ Σαπουντζάκη σε ρόλο έκπληξη.
Τη μουσική υπογράφει η Ευανθία Ρεμπούτσικα.
Το κινηματογραφικό οδοιπορικό «Σινεμά ο Σταθμός» που διοργανώνει η Action Direct ξαναδίνει πνοή σε χώρους που συνδέονται με τα τρένα (σταθμοί, υπαίθρια μουσεία όπως της Καλαμάτας ή μηχανοστάσια), με μια σειρά από προβολές επιλεγμένων ταινιών (έχουν προηγηθεί οι «στάσεις» σε Πειραιά και Μεσολόγγι και θ’ ακολουθήσουν Τρίπολη και Πάτρα).
Ο διευθυντής Δημιουργικής Επικοινωνίας της Action Direct, Κώστας Μεσογίτης, μας μίλησε γι’ αυτή τη δράση και όχι μόνο…
-Πώς ξεκίνησε και που στοχεύει η δράση «Σινεμά ο Σταθμός»;
Ξεκίνησε από την αγάπη σε δύο μέσα που μας ταξιδεύουν… το τρένο και τον κινηματογράφο! Όταν μάθαμε μέσα στην κρίση ότι το μεγαλύτερο μέρος του σιδηροδρομικού δικτύου της Πελοποννήσου αναστέλλει τη λειτουργία του, μας έκανε πολύ κακή εντύπωση. Κάποια στιγμή αργότερα, βλέποντας το σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο να αναπτύσσεται και να αρχίζει να διακρίνεται με βραβεία και υποψηφιότητες στο εξωτερικό, αλλά από την άλλη, να μην αποτελούν πρώτη επιλογή για το ελληνικό κοινό οι ελληνικές ταινίες, είπαμε να δημιουργήσουμε μία ενέργεια η οποία να είναι αντισυμβατική και να τραβήξει το ενδιαφέρον του κοινού, να το συμπαρασύρει για να δει και να γνωρίσει αντιπροσωπευτικά δείγματα. Έτσι προέκυψε η ιδέα της προβολής ταινιών σε ανενεργούς σιδηροδρομικούς σταθμούς ή παλιές εγκαταστάσεις του ΟΣΕ, π.χ. μηχανοστάσια, όπου για μία βραδιά γίνονται θερινά σινεμά.
-Πώς είναι η ανταπόκριση του κόσμου μέχρι τώρα σε αυτό το ιδιαίτερο κινηματογραφικό ταξίδι; Γενικά πιστεύετε ότι οι Έλληνες αγαπούν τον κινηματογράφο;
Μέχρι στιγμής πολύ μεγάλη. Μιλάμε, βέβαια, για τις δύο πρώτες στάσεις, στον Πειραιά και το Μεσολόγγι, και θέλω να πιστεύω έτσι θα πάει μέχρι το τέλος. Η πόλη της Καλαμάτας, θα είναι η τρίτη στάση. Οι Έλληνες σε γενικές γραμμές αγαπούν τον κινηματογράφο, ειδικά τα θερινά σινεμά, που είναι και ελληνική σύλληψη.
-Πώς είναι η συνεργασία με το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου και ποια είναι η άποψή σας γι’ αυτό; Υπάρχουν προτάσεις που θα το μπορούσαν να το βελτιώσουν και να διευρύνουν περαιτέρω την ακτινοβολία του;
Θα πρέπει πρώτα από όλα να το ευχαριστήσουμε, που θα μας φιλοξενήσει και ειδικά την καλλιτεχνική διευθύντρια Τζίνα Πετροπούλου, που μας εμπιστεύτηκε ώστε το «Σινεμά ο Σταθμός» να κάνει το κλείσιμο του φεστιβάλ, στις 4 Ιουλίου με την προβολή της ταινίας «Νοτιάς» του Τάσου Μπουλμέτη.
Το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου είναι 7η χρονιά φέτος και είναι και διεθνές! Αυτό από μόνο του κάτι σημαίνει συν το γεγονός ότι εφέτος διευρύνεται με νέα σημεία.
-Ποια είναι τα κέρδη και οι ζημιές του πολιτισμού από την πανδημία;
Δεν είμαι άνθρωπος του πολιτισμού με τη στενή σημασία του όρου. Θα απαντήσω με την ιδιότητα του επαγγελματία διαφημιστή και μαρκετίερ, που αγαπά τον πολιτισμό και τον εμπεριέχει στα πρότζεκτ, όσο του επιτρέπει το κάθε concept. Δυστυχώς, βλέπω ζημιές και όχι απαραίτητα μόνο σε οικονομικό επίπεδο.
Σύντομο βιογραφικό
Ο Τάσος Μπουλμέτης γεννήθηκε το 1957 στην Κωνσταντινούπολη και το 1964 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και παραγωγή κινηματογράφου και τηλεόρασης στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες.
Το 1990 πραγματοποίησε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με την ταινία «Βιοτεχνία Ονείρων». Το 2003, σκηνοθέτησε την «Πολίτικη Κουζίνα», της οποίας ήταν και σεναριογράφος. Η ταινία σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία στην Ελλάδα, με 1.229.633 εισιτήρια, τα οποία είναι τα περισσότερα που έχει κόψει ταινία στη χώρα.
Η ταινία κέρδισε στα Κρατικά Κινηματογραφικά Βραβεία Ποιότητας το βραβείο καλύτερης ταινίας και ο Τάσος Μπουλμέτης τα βραβεία σκηνοθεσίας και σεναρίου.
Η επόμενη ταινία του ήταν η αυτοβιογραφική «Νοτιάς», η οποία κυκλοφόρησε το 2016.
Το 2018 κυκλοφόρησε το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ για τη νίκη της ΑΕΚ επί της Σλάβια Πράγας το 1968 στον τελικό του ευρωπαϊκού κυπέλλου μπάσκετ, με τον τίτλο «1968».
Το 2009 εξελέγη πρώτος πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Της Χριστίνας Ελευθεράκη