Σε τραπεζικό κατάστημα μικρού περιφερειακού Δήμου οι ώρες περνούν αργά. Η κίνηση είναι περιορισμένη και εξαντλείται στις επισκέψεις των ηλικιωμένων της περιοχής, οι οποίοι και αυτοί το τελευταίο διάστημα αραιώνουν.
Ο φόβος της πανδημίας τούς έκλεισε μέσα και οι μόνες συναλλαγές είναι κάποιες πληρωμές λογαριασμών, οι λιγοστές κινήσεις κατάθεσης και μερικές φορές τον μήνα ορισμένοι ντόπιοι ελεύθεροι επαγγελματίες ή μικρές επιχειρήσεις με επιταγές.
Το κατάστημα έχει να δεχθεί αίτηση για δάνειο κάποιους μήνες και οι τέσσερις υπάλληλοι που εργάζονται αναμένεται να ενταχθούν στο πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου που υλοποιεί η τράπεζα ή να μεταφερθούν στο κατάστημα του πλησιέστερου Δήμου, που θα συνεχίσει να λειτουργεί, συγκεντρώνοντας τις τραπεζικές εργασίες δύο και περισσότερων Δήμων της ευρύτερης περιοχής.
Η εικόνα αυτή δεν αφορά κάποιο απομακρυσμένο χωριό ούτε μία τράπεζα μόνο. Συνηθίζεται πλέον σε τραπεζικά καταστήματα μικρών Δήμων της ελληνικής περιφέρειας, σύμφωνα με ρεπορτάζ της “Καθημερινής”, το οποίο υπογράφει η Ευγενία Τζώρτζη, τα οποία υπό το βάρος της περιορισμένης κίνησης κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Οι πελάτες των τραπεζών, ακόμη και αυτοί που έμαθαν σιγά σιγά να κάνουν τις συναλλαγές τους μέσω ΑΤΜ, αντιμετωπίζουν αυτή την εξέλιξη με σκεπτικισμό και ανησυχία.
Το κλείσιμο ενός τραπεζικού καταστήματος στη συνείδηση των κατοίκων της περιοχής καταγράφεται ως μια μορφή εγκατάλειψης και είναι αντικείμενο συζήτησης στις συνευρέσεις.
Το δίκτυο των ελληνικών τραπεζών στην περιφέρεια συρρικνώνεται χρόνο με τον χρόνο δραματικά και από τα 2.000 καταστήματα που λειτουργούσαν στην ελληνική περιφέρεια το 2009, στα τέλη του 2020 δεν ξεπερνούσαν τα 880, ενώ άλλα περίπου 100 καταστήματα αναμένεται να κλείσουν σταδιακά έως και το 2022. Η προηγηθείσα 10ετής οικονομική κρίση, η κρίση της πανδημίας και η διαδικασία του ψηφιακού μετασχηματισμού που περνάει οριζόντια πλέον όλες τις εκφάνσεις της οικονομικής ζωής, συμπαρασύρουν και τις τράπεζες σε ένα νέο λειτουργικό μοντέλο, όπου όλο και περισσότερες τραπεζικές εργασίες θα γίνονται ηλεκτρονικά.
Ομοίως σε δραματική συρρίκνωση έχει οδηγηθεί και το τραπεζικό δίκτυο στους δύο μεγάλους νομούς της χώρας, την Αττική και τη Θεσσαλονίκη, που από 2.090 καταστήματα το 2009 στο τέλος του 2020 αριθμούν λιγότερα από 800, ενώ σε όρους υπαλλήλων η μείωση ξεπερνάει τα 30.311 άτομα.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, ο αριθμός των τραπεζοϋπαλλήλων μόνο την περασμένη χρονιά μειώθηκε κατά 3.630 άτομα και το σύνολο των εργαζομένων στις τράπεζες περιορίστηκε στο τέλος του 2020 στις 33.097 άτομα.
Το 2022 ο μέσος όρος των καταστημάτων ανά τράπεζα δε θα ξεπερνάει τα περίπου 300 καταστήματα και εκτός από τη Eurobank που έχει υλοποιήσει το στόχο, στην κατεύθυνση αυτή κινούνται τόσο η Εθνική όσο και η Αlpha Bank και, κυρίως, η Τράπεζα Πειραιώς, που λόγω της ΑΤΕ διαθέτει ακόμη το μεγαλύτερο δίκτυο καταστημάτων, με έμφαση και στην περιφέρεια.
Η μετάβαση στη νέα ψηφιακή εποχή έχει κατακρημνίσει τις συναλλαγές στο τραπεζικό κατάστημα και ενδεικτικό των αλλαγών που έχει επιφέρει η διάδοση της τεχνολογίας σε περιβάλλον COVID, είναι ότι ο μέσος όρος των συναλλαγών την ημέρα έχει πέσει κάτω από τις 100, ακόμη και σε τράπεζες, όπως η Εθνική, που διατηρεί παραδοσιακά ισχυρή σχέση με σημαντικό αριθμό συνταξιούχων.
Το νούμερο είναι ιδιαίτερα χαμηλό εάν αναλογιστεί κανείς ότι αποτελεί μέσο όρο στον οποίο περιλαμβάνονται τα τραπεζικά καταστήματα όλης της χώρας, μεταξύ των οποίων και τα μεγάλα σε κεντρικές περιοχές με αυξημένη κίνηση.
Ενδεικτικό είναι επίσης ότι ενώ το α΄ εξάμηνο του 2019 η αξία των συναλλαγών ήταν περί τα 22 εκατ. ευρώ, το α΄ εξάμηνο του 2020 το μέγεθος αυτό υποχώρησε στο μισό και το ίδιο διάστημα του 2021 στα μόλις 4 εκατ. ευρώ, καθώς μόνο το 5% των συναλλαγών πλέον πραγματοποιείται σε φυσικό κατάστημα.
Αν και η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί, οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι δείχνουν ευαισθησία για τις απομακρυσμένες ορεινές ή νησιωτικές περιοχές της χώρας και, όπως εξηγούν αρμόδια στελέχη, κάθε απόφαση λαμβάνεται σε συνεργασία με τις άλλες τράπεζες και έπειτα από εντατικές συζητήσεις, προκειμένου μία τουλάχιστον να διατηρήσει ένα κατάστημα στην περιοχή.
Επιμένουν, επίσης, ότι πριν οδηγηθούν στο κλείσιμο ενός καταστήματος έχουν εξετάσει όλα τα δεδομένα, όχι μόνο το «κατά πόσον το κατάστημα βγάζει τα λεφτά του» ή «αν ο όγκος των εργασιών δικαιολογεί την ύπαρξή του», αλλά και τις δυσκολίες μετάβασης στο πλησιέστερο κατάστημα που θα έχουν οι κάτοικοι της περιοχής, όπως π.χ. αν υπάρχει εθνικό οδικό δίκτυο και πόση ώρα απαιτείται για να βρουν τράπεζα.
Σε κάθε περίπτωση, όπως εξηγούν, φροντίζουν για την ύπαρξη σύγχρονων ΑΤΜ, αλλά και πλήθος άλλων πληρωμών, ενώ αναπτύσσουν συνεργασίες και με εμπορικά σημεία για την εξυπηρέτηση πελατών που δεν είναι εξοικειωμένοι με τη λειτουργία των αυτόματων μηχανών.
Έτσι, οι εργασίες που προϋποθέτουν φυσική παρουσία είναι πλέον περιορισμένες και έχουν να κάνουν κυρίως με την εξόφληση ή κατάθεση επιταγών, τη ρύθμιση μιας οφειλής, τη διεύρυνση μιας πιστωτικής γραμμής ή το ενδιαφέρον για τη λήψη ενός δανείου, για τα οποία οι κάτοικοι των απομακρυσμένων περιοχών θα πρέπει να διανύσουν μια χιλιομετρική απόσταση.
Οι τράπεζες προωθούν, άλλωστε, προϊόντα ηλεκτρονικά και παρά το γεγονός ότι οι πωλήσεις δανείων μέσω Διαδικτύου είναι εξαιρετικά χαμηλά ακόμη στη χώρα μας –περίπου 2% έναντι 12% σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες–, η στροφή προς τις ψηφιακές πωλήσεις είναι μια τάση που θα ενταθεί τα προσεχή χρόνια.
Οι εγκρίσεις δε των δανείων έχουν αποκεντρωθεί από την προηγούμενη δεκαετία και παρά το γεγονός ότι η ανάγκη για την προσωπική επαφή και τον συμβουλευτικό ρόλο των τραπεζών υπάρχει έντονα στη νοοτροπία σημαντικού αριθμού πελατών, ειδικά στην περιφέρεια, η πραγματικότητα είναι ότι το πέρασμα στη νέα εποχή αποτελεί νομοτέλεια και ρεύμα που δε γυρίζει πίσω.