Υγεία, οικονομία, διαπροσωπικές σχέσεις, μεταβάλλονται με ταχύτατο ρυθμό. Αβεβαιότητα, απώλειες, φόβος και απέραντα ερωτηματικά κατέχουν κυρίαρχη θέση στη νέα πραγματικότητα. Η επέλαση της πανδημίας του κορωνοϊού δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο έναν οργανισμό όπως τα «Παιδικά Χωριά SOS». Είναι γεγονός ότι η χρονιά που πέρασε, -άλλη μια χρονιά, μείωσε σημαντικά τη δυνατότητα αυτών των ανθρώπων για παροχή βοήθειας στο βαθμό που συνέβαινε προ πανδημίας, έχοντας παρθεί από την αρχή όλα τα μέτρα ασφάλειας και προστασίας.
Ο Στέργιος Σιφνιός, διευθυντής Συνηγορίας στα Παιδικά Χωριά SOS, μιλάει στο «Θ» συστήνοντάς μας τις δράσεις και τις υπηρεσίες των δύο κέντρων των Παιδικών Χωριών SOS στην Καλαμάτα, εκφράζοντας παράλληλα την ικανοποίησή του για το επόμενο βήμα του οργανισμού, να μεταφερθεί δηλαδή το κέντρο στήριξης παιδιού και οικογένειας σε νέο χώρο στην Καλαμάτα.
Ταυτόχρονα, αναφέρεται και σε όλα τα ζητήματα και τους προβληματισμούς που έχει συναντήσει διαχρονικά μέσα από την εμπειρία του από τα παιδιά και τους γονείς που βρίσκονταν σε ανάγκη.
Τα κέντρα των παιδικών χωριών SOS στην Καλαμάτα
Σε τοπικό επίπεδο, τα δύο Κέντρα που λειτουργούν, δηλαδή το «Κέντρο Στήριξης Παιδιού και Οικογένειας» και το «Κέντρο Επαγγελματικής και Οικογενειακής Υποστήριξης», εργάζονται παράλληλα, έχοντας σαν κύριο στόχο την πρόληψη και την πρωτοβάθμια παρέμβαση σε οικογένειες που βρίσκονται σε κρίση, και, που πιθανόν να αντιμετωπίζουν και κοινωνικά προβλήματα. Γνώμονας για όλες τις δράσεις και τις υπηρεσίες των παραπάνω κέντρων είναι να βοηθηθεί η εκάστοτε οικογένεια που χρήζει βοήθειας, ώστε το παιδί να παραμείνει στο πλαίσιο της και να μην βγει έξω από αυτήν.
«Είναι γνωστό ότι ένας ικανός αριθμός των παιδιών που φεύγει από τις βιολογικές τους οικογένειες για να φιλοξενηθεί –δυστυχώς- σε ιδρυματικό πλαίσιο, είναι παιδιά τα οποία θα μπορούσαν με μια κατάλληλη ολιστική υποστήριξη της οικογένειας να παραμείνουν στην οικογένεια», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά ο κ. Σιφνιός.
«Όταν κάνουμε λόγο για ολιστική παρέμβαση απέναντι στα προβλήματα μιας οικογένειας προκειμένου τα παιδιά να μην φτάσουν στο σημείο που χρειάζεται να απομακρυνθούν από το περιβάλλον της οικογένειάς τους, εννοούμε ότι δεν αρκεί να έχουμε κοινωνικές υπηρεσίες μόνο. Αυτό που χρειάζεται είναι να διαθέτουμε κέντρα, όπως αυτά που λειτουργούν ήδη σε πόλεις ανά την Ελλάδα, όπου θα παρέχουν όλες εκείνες τις υπηρεσίες, που μέσα από το καταρτισμένο και επιστημονικό προσωπικό τους, θα παρεμβαίνουν και θα στηρίζουν την οικογένεια. Δηλαδή υπηρεσίες που θα παρέχονται μέσα από κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους, ειδικούς παιδαγωγούς, λογοθεραπευτές και εκπαιδευτικούς που θα μπορούν να στηρίξουν τα παιδιά σε κάθε επίπεδο.
Παράλληλα, στην Καλαμάτα υπάρχει μια ακόμα υπηρεσία που αφορά την εργασιακή υποστήριξη των άνεργων γονέων. Αυτό το κομμάτι έχει να κάνει με τις υπηρεσίες που δέχονται οι γονείς, ώστε να προετοιμαστούν σωστά για περαιτέρω κατάρτιση, αλλά και να βοηθηθούν ώστε να βρουν εργασία μελλοντικά. Αυτό ακριβώς για εμάς αποτελεί ολιστική παρέμβαση, βάσει της οποίας οργανώνουμε τις δράσεις μας», κατέληξε ο ίδιος.
-Ποιες υπηρεσίες παρέχονται και ποιο είναι το επιστημονικό προσωπικό που απαρτίζει τα δύο κέντρα της Καλαμάτας;
«Η παρέμβαση των παιδικών χωριών SOS στην πόλη, ξεκίνησε πριν από 15 περίπου χρόνια, ενώ μετά το 2010, υπήρξε οργανωμένη προσπάθεια με αυτά τα Κέντρα. Είναι Κέντρα που έχουν ομάδες που αποτελούνται από κοινωνικούς λειτουργούς, οι οποίοι είναι και συντονιστές των δύο προγραμμάτων, ψυχολόγους που παρέχουν ψυχολογική υποστήριξη τόσο σε παιδιά όσο και σε γονείς. Υπάρχει επίσης ειδικός παιδαγωγός που παρέχει υποστήριξη και βοήθεια στην σχολική προετοιμασία για τα παιδιά που έχουν ειδικά μαθησιακά προβλήματα. Ακόμα, υπάρχουν ομάδες δημιουργικής απασχόλησης και ψυχοπαιδαγωγικές ομάδες, αφού υπάρχει η ανάγκη μιας καθημερινότητας που δεν μπορούν να προσφέρουν οι γονείς αυτών των παιδιών. Συγκεκριμένα, οι ψυχοπαιδαγωγικές ομάδες απευθύνονται σε παιδιά με κάποιες ιδιαίτερες ανάγκες που στοχεύουν να βοηθήσουν αυτά τα παιδιά στο να κοινωνικοποιηθούν και να βοηθηθούν στην ενηλικίωσή τους. Επίσης, υπάρχουν εκπαιδευτικοί όλων των ειδικοτήτων που βοηθούν τα παιδιά στην σχολική προετοιμασία τους. Από εκεί και πέρα, υπάρχει μια ομάδα εθελοντών που χωρίζονται σε δύο ομάδες: η πρώτη αφορά τη στήριξη των παιδικών χωριών στην πόλη, ενώ η δεύτερη αφορά είτε την εκπαιδευτική βοήθεια των παιδιών στο μαθησιακό κομμάτι, είτε γενικότερα τη συνδρομή της σε ό,τι περαιτέρω χρειάζεται το καθένα από τα δύο κέντρα της πόλης».
Νέο ξεκίνημα με τη μεταφορά σε νέο χώρο ενός εκ των δύο κέντρων της πόλης
«Είναι γεγονός ότι δεχόμαστε αξιοσημείωτη υποστήριξη ως προς το έργο μας, είτε αυτό πραγματοποιείται μέσω υπηρεσιών είτε μέσω υλικής βοήθειας. Σχετικά με αυτό το κομμάτι, καταγράφεται ιδιαίτερα βοηθητικό το γεγονός ότι το αμέσως επόμενο διάστημα θα είναι έτοιμο το κτήριο στο κέντρο της πόλης, που έχει παραχωρηθεί από το Δήμο, ώστε να μεταφερθούν σε αυτό όλες οι υπηρεσίες που παρέχονται στο κέντρο στήριξης παιδιού και οικογένειας. Παράλληλα, ολοκληρώνουμε σε λίγες ημέρες την ανακαίνιση που ήταν απαραίτητη στο εν λόγω κτήριο, ώστε να γίνει προσαρμοσμένο στις ανάγκες των παιδιών, βοηθώντας και υποστηρίζοντας κάθε παιδί που μας έχει ανάγκη στην πόλη της Καλαμάτας. Αυτός είναι ο βασικός στόχος που ενώνει τις δυνάμεις όλων μας για να το πετύχουμε».
Ο θεσμός της αναδοχής μέσα από τα Παιδικά Χωριά SOS
«Τα Κέντρα στήριξης στην Καλαμάτα αλλά και πανελλαδικά, είναι επίσης κέντρα τα οποία θέλουν να υποστηρίξουν μέσα από τις υπηρεσίες τους τον θεσμό της αναδοχής. Ένα βασικό στοιχείο της φιλοσοφίας των παιδικών χωριών SOS είναι η αποϊδρυματοποίηση των παιδιών, δηλαδή η προσπάθεια να πάψει να είναι «λύση» το ίδρυμα για ένα παιδί που πρέπει να φύγει από την οικογένειά του. Για τον σκοπό αυτό, συνεργαζόμαστε με την UNICEF αλλά και το Υπουργείο Πρόνοιας σε μια κοινή προσπάθεια «κλεισίματος» των ιδρυμάτων και την αντικατάστασή τους από την οικογενειακή αποκατάσταση των παιδιών. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί είτε μέσω της αναδοχής, είτε μέσω της υιοθεσίας, είτε μέσω πολύ μικρών δομών –όχι περισσότερο από 5-6 παιδιών σε κάθε δομή- όπου θα βρίσκονται σε κοινότητα οικογενειακού τύπου, ώστε να μπορούν να βοηθηθούν ουσιαστικά τα παιδιά».
«Δεν υπάρχει ίδρυμα καλό» – βήματα που πρέπει να γίνουν προς τα Ευρωπαϊκά πρότυπα
«Αρχικά, η αποϊδρυματοποίηση είναι ένα μείζων θέμα που το τονίζουμε ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Κι αυτό γιατί η Ελλάδα, έχει καταστεί ίσως η μοναδική χώρα έπειτα από τόσα χρόνια ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου το κομμάτι της αποϊδρυματοποίησης, παραμένει ιδιαίτερα τραυματικό και επικίνδυνο για την σωματική και ψυχική υγεία ενός παιδιού.
Στην κατεύθυνση αυτή, η Ελλάδα οφείλει να προσαρμόσει την προστασία των παιδιών που πρέπει να φύγουν από την οικογένειά τους, στα πρότυπα και τις οδηγίες που δίνουν όλες οι Ευρωπαϊκές Οργανώσεις, είτε αυτή λέγεται Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, είτε ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού. Δίνουμε αυτό τον αγώνα, ο οποίος δεν είναι καθόλου εύκολος αφού η ιδρυματική προστασία στην Ελλάδα είχε μια δεδομένη κατάσταση, -όχι μόνο σαν πρακτική αλλά και ως προς τη γενικότερη εικόνα προς την κοινωνία, αφού υπάρχει η άποψη ότι υπάρχουν καλά ιδρύματα που μπορεί να μεγαλώσει ένα παιδί. Αυτό το πράγμα επιστημονικά, ερευνητικά αλλά και εμπειρικά δεν υπάρχει.
Συγκεκριμένα, και, για να απομυθοποιήσουμε αυτό το θέμα που είναι πάρα πολύ σοβαρό, όταν λέμε ότι «δεν υπάρχει ίδρυμα καλό», εννοούμε ότι σε όλες εκείνες τις δομές που φιλοξενούν έναν μεγάλο αριθμό παιδιών, και, συνήθως είναι πάνω από δέκα παιδιά στον ίδιο χώρο, δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση η οικογενειακή φιλοσοφία και ατμόσφαιρα, ενώ παράλληλα δεν υπάρχουν ούτε και τα πρόσωπα αναφοράς που είναι οι γονείς, –βιολογικοί ή ανάδοχοι. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο για την ελληνική προστασία των παιδιών και είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας μας μέσα στα χρόνια. Το να φιλοξενούνται παιδιά σε δημόσιες ή ιδιωτικές δομές σε αριθμό των 20-30 και πολλές φορές και παραπάνω παιδιών στον ίδιο χώρο, πρέπει να σταματήσει».
-Πώς επηρέασε το έργο σας η πανδημία του κορωνοϊού;
«Ήταν πρωτόγνωρη όλη αυτή η κατάσταση και συνεχίζει να είναι. Τόσο εμείς όσο και οι οικογένειες που απευθύνονται σε εμάς, βασιζόμαστε πάρα πολύ στη δια ζώσης επικοινωνία και υποστήριξη. Παρ’ όλα αυτά, αλλά και επειδή ακριβώς τα προβλήματα αυτά μεγάλωσαν, καθώς όπως είδαμε σε πολλές περιπτώσεις αυξήθηκε και η ενδοοικογενειακή βία, η δυσκολία του να μιλήσουν τα παιδιά και οι μητέρες για τα προβλήματα τους ήταν τεράστια. Έτσι λοιπόν, καταφέραμε και δημιουργήσαμε ένα δίκτυο, ώστε να έχουμε τη δυνατότητα των τηλεδιασκέψεων με σκοπό να μην σταματήσει η επικοινωνία με τον ερχομό της πανδημίας.
Παράλληλα, αξιοποιήσαμε κάθε τεχνολογικό μέσο που είχαμε στη διάθεσή μας, προκειμένου να συνεχίσουν να παρέχονται όλες εκείνες οι υπηρεσίες που υπήρχαν και προ κορωνοϊού. Είναι εξαιρετικά δύσκολο το έργο υπό αυτές τις συνθήκες, και, αυτό είναι μια εμπειρία που καταγράφουμε συνολικά από όλα τα Κέντρα των Παιδικών Χωριών SOS, πανελλαδικά.
Στο κλίμα αυτό, οι γονείς ωστόσο είναι ευγνώμονες γιατί ένιωσαν ότι δεν αφέθηκαν στην τύχη τους, συνεχίζοντας να έχουν την επικοινωνία που είχαν ανάγκη, -με πολλές δυσκολίες όμως. Αυτό που δυσκόλεψε πολύ την επικοινωνία μας, ήταν το γεγονός ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα να μιλάς σε ένα γραφείο με τον κοινωνικό λειτουργό ή τον ψυχολόγο, και, το ίδιο να μιλάς μέσω μιας οθόνης στο σπίτι σου, -όπου υπάρχει η πιθανότητα να είναι και η πηγή του προβλήματος, καθώς μπορεί να βρίσκεται στον ίδιο χώρο και το κακοποιητικό πρόσωπο. Εντούτοις, υπήρξαν περιπτώσεις που καταφέραμε να βγάλουμε μέσα από το πρόβλημα τις οικογένειες, υπό την έννοια να απομακρυνθούν μητέρες με παιδιά από κακοποιητικές καταστάσεις. Ωστόσο, ελπίζουμε να μην ξανά συμβεί αυτή η συνθήκη του κλεισίματος, αφού δυσχεραίνει το όλο έργο για τις οικογένειες και για τους συναδέλφους στα εκάστοτε κέντρα στήριξης».
-Η ενδοοικογενειακή βία αυξήθηκε στην καραντίνα. Ποιο είναι το σχόλιό σας;
«Η αύξηση αυτή ήταν αναμενόμενη με το κλείσιμο της κοινωνίας, δεδομένου ότι η ενδοοικογενειακή βία είναι κάτι που προϋπήρχε σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Δηλαδή, δεν σημαίνει ότι ξαφνικά ο κακοποιητικός γονέας ή σύζυγος παρουσιάζει αυτή τη συμπεριφορά λόγω της μεγάλης φόρτισης του κλεισίματος στο σπίτι, και, προβαίνει σε συμπεριφορές που δεν είχε παρουσιάσει στο παρελθόν. Έτσι, υπό τη συνθήκη του κορωνοϊού αλλά και της γενικότερης κατάστασης, είδαμε να βγαίνουν στην επιφάνεια εκ νέου συμπεριφορές βίαιες από τους γονείς προς τα παιδιά, αλλά και μεταξύ των συζύγων μιας οικογένειας. Στα τωρινά επίπεδα, αναδεικνύεται πλέον αυτό το πρόβλημα λόγω της μεγάλης αύξησης της βίας, αφού ειδικά για το ανήλικο θύμα, τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα. Γι’ αυτό τονίζουμε ότι πρέπει να αναδειχθούν, και, κυρίως να βοηθηθούν τα παιδιά για τη συνέχειά τους, αφού διαφορετικά μια κακοποίηση οποιουδήποτε τύπου θα τους αφήσει μεγάλα ψυχικά προβλήματα».
-Φοβάστε το ενδεχόμενο της κοινωνικής απομόνωσης;
«Ο βασικός τρόπος για να κοινωνικοποιηθεί ομαλά ένας άνθρωπος είναι να βγει ομαλά και να προσαρμοστεί στην κοινωνία. Αρωγοί γι’ αυτό το πράγμα είναι διάφοροι θεσμοί, όπως το σχολείο, καθώς είναι ένα τεράστιο εργαλείο κοινωνικοποίησης για τα παιδιά. Με τις νέες συνθήκες, βλέπουμε κάθε παιδί να μένει απομονωμένο και να μην έχει τη δυνατότητα να πάει στο σχολείο, στερώντας του τη δυνατότητα να μάθει να δημιουργεί σχέσεις έξω από την οικογένειά του. Συνεπώς, με τη πραγματικότητα που βιώσαμε με τα κλειστά σχολεία και τα παιδιά να παρακολουθούν από το σπίτι το μάθημα, δυστυχώς χάνουμε το βασικότερο πράγμα που είναι η ένταξη των παιδιών σε μια κοινωνία. Γι’ αυτό ελπίζουμε και κάνουμε έκκληση να μην ξανά συμβεί αυτή η πρωτόγνωρη συνθήκη, έχοντας προηγουμένως βρει τρόπους που τα παιδιά θα μπορούν να πηγαίνουν και πάλι στα σχολεία, υπό ασφαλείς συνθήκες».
-Ζούμε σε μια εποχή που ενισχύεται ή όχι το αίσθημα της αλληλοβοήθειας και του εθελοντισμού;
«Σ’ αυτό το ερώτημα υπάρχει διπλή απάντηση. Κι αυτό γιατί από τη μια πλευρά υπάρχει μεγάλη κίνηση αλληλεγγύης από τον κόσμο, όμως από την άλλη, υπάρχει μια νέα δυσκολία γιατί ο εθελοντής πλέον φοβάται. Η δυσκολία αυτή έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι ουσιαστικά του «κλείνεις την πόρτα», λόγω της τήρησης των κρατικών οδηγιών για τον περιορισμό διασποράς του ιού. Εκεί, τίθενται διάφορα άλλα ζητήματα, όπως ότι ο εθελοντής δεν μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά, ούτε βέβαια μπορεί να βοηθήσει από το σπίτι του για λόγους διασφάλισης των προσωπικών δεδομένων. Αυτό έρχεται σε μεγάλη αντίθεση γιατί το προηγούμενο διάστημα πριν τις καραντίνες είχαμε εθελοντές διάφορων ειδικοτήτων, οι οποίοι ήθελαν μεν να συνεχίσουν να βοηθούν τα παιδιά στα μαθήματά τους, κάτι το οποίο όμως δεν επιτρέπεται βάσει του νόμου περί προσωπικών δεδομένων και των δύο (εκπαιδευτή-μαθητή). Άρα, σε αυτό το κομμάτι υπήρξε μείωση του εθελοντισμού, καθαρά και μόνο λόγω της πανδημίας. Όσο και αν ήθελαν οι άνθρωποι να βοηθήσουν, ήταν νομικά αδύνατο κάτι τέτοιο».
-Ποιο είναι το δικό σας μήνυμα στον κόσμο γι’ αυτό που ζούμε;
«Αναφορικά με την πανδημία, ευχή μου είναι να γίνει ότι είναι δυνατόν ώστε τα παιδιά να μπορούν να βρίσκονται σε δράσεις εκτός του σπιτιού. Να μην ξανά διακοπεί δηλαδή αυτή η διαδικασία της κοινωνικοποίησής τους. Όσον αφορά την παιδική προστασία γενικότερα, ελπίδα μας είναι οι δράσεις των κέντρων στήριξης να επεκταθούν σε όλες τις προσπάθειες της πολιτείας, ώστε να σταματήσουν τα ιδρύματα τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν σήμερα. Όλα τα ιδρύματα θα πρέπει σιγά σιγά να αλλάξουν τον τρόπο δουλειάς τους, και, κυρίως να κλείσουν και να μετεξελιχθούν σε χώρους οικογενειακής αποκατάστασης. Επιμένουμε σε αυτή την κατεύθυνση γιατί στην Ελλάδα το 85% των παιδιών οδηγείται σε ιδρύματα, ενώ θα έπρεπε να είναι συμβαίνει εντελώς το αντίθετο».
της Χριστίνας Μανδρώνη