Πέρασαν δύο χρόνια από την ημέρα που έφυγε η μητέρα μας Ελένη Σακελλαροπούλου. Δύο χρόνια που δεν είναι αρκετά για να απαλύνουν τη βαριά αίσθηση της απώλειας για εμάς, τα παιδιά της.
Έφυγε βυθίζοντάς μας στη θλίψη και αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό, που το πέρασμα του χρόνου, όχι μόνο δεν μπόρεσε, έστω και ελάχιστα, να καλύψει, αλλά αντίθετα επιβεβαίωσε την οδύνη απουσίας της.
Άνθρωπος χαρισματικός, με φιλάνθρωπα αισθήματα, πρόσφερε αφειδώς σε όλους όσοι είχαν ανάγκη. Η προσφορά της δεν περιορίσθηκε στη Μεσσηνία, αλλά και σε όλα τα μέρη στα οποία υπηρέτησε ο στρατηγός σύζυγός της, Δημήτριος Σακελλαρόπουλος. Άνθρωπος ευφυής, προοδευτικός, πρωτοπόρος, διέβλεπε καταστάσεις, άνοιγε δρόμους, εύρισκε λύσεις εκεί που εμείς βρίσκαμε αδιέξοδα. Με το γνωστό της τρόπο, με την ακαταπόνητη όρεξη, με τις ιδέες της, το χιούμορ και την ευαισθησία της ήταν πάντοτε παρούσα σε όλες τις δύσκολες στιγμές μας, κρατώντας το χέρι μας δυνατά. Μέλημά της και φροντίδα της ήταν να μη στενοχωρηθούμε, γι’ αυτό άπλωνε πάντα ένα πέπλο προστασίας γύρω μας για να μη μας αγγίξουν τα δύσκολα, για να τα αντιμετωπίσει εκείνη μόνη της, για να μη φτάσουν ποτέ σ’ εμάς, για να τα απομακρύνει από εμάς πριν καν αντιληφθούμε την ύπαρξή τους.
Από τα πρώτα χρόνια μας μέχρι το τέλος της ζωής της τάχθηκε να μας φροντίζει, να μας προστατεύει, να μας ικανοποιεί κάθε ανάγκη μας, πριν καν εμείς της ζητήσουμε κάτι. Έκανε την καθημερινότητά μας απλή, χαρούμενη, μακριά από μικρά ή μεγάλα προβλήματα. Γιατί ήταν ο βράχος που αντιμετώπιζε τα κύματα και δεν επέτρεπε να φτάσουν σ’ εμάς.
Για εμάς κρατούσε πάντα τη νηνεμία. Αυτό ήταν που, δυστυχώς, παραπλάνησε και εμάς, που τη θεωρήσαμε άτρωτη, δυνατή. Θεωρήσαμε ότι εκείνη είχε τη δύναμη, ότι εκείνη έπρεπε να μπει μπροστά. Ποτέ δεν την αντιμετωπίσαμε σαν έναν άνθρωπο που είχε και αυτός αγωνία, φόβο, που και αυτός υπέφερε. Θεωρήσαμε ότι αυτή ήταν η δυνατή και εμείς οι αδύνατοι.
Το ίδιο συνέβη και κατά τη διάρκεια της ασθένειας του πατέρα μας. Δε σκέφθηκε ποτέ τον εαυτό της, την υγεία τη δική της. Πάλεψε, μπήκε μπροστά και αντιμετώπισε τις δυσκολίες της ασθένειας, φροντίζοντας τον πατέρα μας και μεριμνώντας να περιορίζει την αγωνία μας.
Το αυτό συνέβη και μετά το θάνατο του πατέρα μας. Φρόντισε να μας εμψυχώσει, να μας παρηγορήσει και να μας δείξει το δρόμο μπροστά, κρύβοντας η ίδια τα δάκρυά της και πνίγοντας τον ανείπωτο πόνο της για την απώλεια του συζύγου της και πατέρα μας.
Όμως, η μητέρα μας ήταν φτιαγμένη να μας καθοδηγεί. Δεν ήθελε άλλο ρόλο. Ήθελε να είναι η δύναμή μας. Και ήταν η δύναμή μας. Και θα είναι η δύναμή μας. Γιατί όσο υπάρχουν τα παιδιά της, θα υπάρχει και αυτή. Γιατί οι άνθρωποι που αγαπήθηκαν, που έδωσαν ουσία στη ζωή μας, δε φεύγουν ποτέ πραγματικά. Είναι εδώ. Είναι εδώ κοντά μας και μας οδηγούν. Κάθε βήμα μας σχεδιάζεται και κατευθύνεται από αυτούς. Γιατί κάθε όνειρό μας είναι και όνειρό τους.
Είμαστε τυχεροί που κάθε ημέρα ξημερώναμε μαζί της, που κάθε ημέρα φωτιζόταν από το χαμόγελό της, που κάθε ημέρα γέμιζε από τη φροντίδα της. Όμως και η μητέρα μας υπήρξε ευτυχής – πράγμα που τώρα μας παρηγορεί – γιατί εισέπραξε απλόχερα την αγάπη από τους γονείς της, τον αείμνηστο πατέρα της Νικόλαο Αγγελόπουλο και την αείμνηστη μητέρα της, Κατίνα Αγγελοπούλου – Λεβέντη, διδασκάλισσα, από το σύζυγό της και πατέρα μας, στρατηγό Δημήτριο Σακελλαρόπουλο και από εμάς, τα παιδιά της.
Βίωσε την απόλυτη ευτυχία στην οικογένειά της, βίωσε την ευγνωμοσύνη για την προσφορά της. Βίωσε την αγάπη μέχρι και τη στιγμή που έφυγε για την αιωνιότητα.
Τα παιδιά της
Βιργινία Δημ. Σακελλαροπούλου
Νικόλαος Δημ. Σακελλαρόπουλος
Αικατερίνη Δημ. Σακελλαροπούλου
Θεόδωρος Δημ. Σακελλαρόπουλος