Σαν Πάσχα περίμενα 36 χρόνια αυτή τη στιγμή, να μιλήσω για τον Καθηγητή Χαράλαμπο Μουτσόπουλο.
Είναι η αφορμή που μου έδωσαν οι συμφοιτητές μου Κωνσταντίνος Κολιός και Βασίλης Μπρούμας να γράψω τις αναμνήσεις μου από την μαθητεία μου δίπλα στο δάσκαλό μας. Δεν τολμούσα ο ίδιος να κάνω την αρχή.
Τί να πρωτοθυμηθώ άλλωστε, τι να πρωτογράψω, τί και πώς να το αξιολογήσω; Τώρα δεν μπορώ πια να αρνηθώ και αφού δεν μπορώ να αρνηθώ, θα προσπαθήσω να συμμαζέψω κομμάτια της πραγματικότητας με την οποία γέμισε τα όνειρά μου ο Καθηγητής Μουτσόπουλος και έδωσε υπόσταση σε ιδέες και οράματα, που χωρίς αυτόν θα έμεναν στο κεφάλι ενός άπραγου, μέτριου και κακά εκπαιδευμένου ανθρώπου.
Αν και οι αναμνήσεις μου είναι διδακτικές και θα μπορούσαν να αποτελέσουν μόνες τους ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, σήμερα θα αναφερθώ σε πράγματα και γεγονότα που με συνδέουν με το μεγάλο Δάσκαλο.
Γνώρισα το Καθηγητή σε μια από τις αίθουσες του κτηρίου του Καμπερείου Ιδρύματος το οποίο σύμφωνα με τη μακρά παράδοση των Ηπειρωτών ευεργετών, αυτής της ευγενούς και αρχοντικής ράτσας Ελλήνων , είχε παραχωρηθεί στην Ιατρική Σχολή για να καλύψει τις πρώτες κτηριακές ανάγκες της. Ένας Έλληνας καθηγητής του εξωτερικού, ο Μ. Γραβάνης, ο οποίος με έναν πρωτοποριακό για την εποχή του νόμο, ήταν, όπως και άλλοι καθηγητές της ελληνικής διασποράς, μέλος του εκλεκτορικού σώματος για την εκλογή των πρώτων καθηγητών, μας κάλεσε ( εκατό περίπου φοιτητές όλοι και όλοι) να μας παρουσιάσει τους νέους καθηγητές μας.
Οι φοιτητές είχαμε πάει στη συνάντηση προκατειλημμένοι, έτοιμοι για καβγά, επειδή η απόφαση για την ίδρυση της σχολής είχε ληφθεί στις 11 Φεβρουαρίου 1977, ο νόμος για την ίδρυση της Ιατρικής Σχολής ψηφίστηκε από τη Βουλή στο σύνολό της στις 7 Ιουλίου 1977, κυρώθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κων. Τσάτσο στις 18 Ιουλίου 1977, δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 19 Ιουλίου 1977 (δες ιστοσελίδα του «Πρωινού Λόγου» της 20ης Μαΐου 2016), και το Σεπτέμβριο του 1977 η Σχολή είχε αρχίσει να λειτουργεί με σοβαρά, όπως αντιλαμβάνεται κανείς προβλήματα υποδομής.
Η βασική μας τοποθέτηση ήταν: «Πώς δέχεστε, σοβαροί άνθρωποι να εκλέγεστε σε μια σχολή που φυτοζωεί;».
Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τότε πόσο τυχεροί είμαστε που κατά τεκμήριον άφθαρτοι, ανεπηρέαστοι από τζάκια και καθηγητικό κατεστημένο, καθηγητές, εξελέγησαν στη σχολή μας. Δεν μπορούσαμε επίσης να καταλάβουμε ότι η Ελληνική πολιτεία δεν θα κινούσε ποτέ άλλοτε με τόση σπουδή και ταχύτητα διαδικασίες που επρόκειτο να ευνοήσουν το κοινό καλό και όχι «ημετέρους». Έτσι, παρακινημένοι από τις κομματικές (συνήθως αριστερές) «νεολαίες» και τις αντίστοιχες παρατάξεις τους βρίσκαμε σε όλα τα υπαρκτά προβλήματα υποδομών την αδιαφορία της πολιτείας και την ιδιοτέλεια όσων εισηγήθηκαν στον Πρωθυπουργό την ίδρυση μιας ακόμα σχολής, χωρίς την παραμικρή προετοιμασία.
Αυτή η εκτίμηση ίσως δεν ήταν τελείως λάθος, αλλά πρέπει σήμερα να παραδεχθούμε ότι όλοι οι παράγοντες που πρότειναν την ίδρυση των καινούργιων Ιατρικών σχολών εργάσθηκαν σκληρά για την υλοποίηση αυτού του οράματος.
Μας καλοδέχτηκαν τα μέλη των εκλεκτόρων και οι νέοι μας καθηγητές. Μας άρεσαν οι Καθηγητές μας, ήπιοι, ευγενικοί, που απέπνεαν σεβασμό, ο δε αείμνηστος Αδαμάντιος Κασιούμης απέπνεε και έναν τόνο πατρικής στοργής. Όλοι μας διαβεβαίωσαν ότι δεν θα γίνουν «ιπτάμενοι καθηγητές», δεν θα ζουν μισό καιρό στα Γιάννενα και μισό στην Αθήνα , θα παραμείνουν στα Γιάννενα και θα εργασθούν για το καλό της σχολής και του τόπου – και η πλειοψηφία το τήρησε.
Ένας καθηγητής όμως μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση: ο Χαράλαμπος Μουτσόπουλος. Ήταν δεν ήταν 36 χρονών, αδύνατος, κλασικά και πολύ κομψά ντυμένος, πολύ έξυπνος, συγκαταβατικός με τους φοιτητές, μάλιστα δε στην εκτίμηση της κατάστασης της σχολής (ότι δηλαδή οι υποδομές δεν είναι καλές, αλλά θα τις φτιάξουμε, γιατί τις υποδομές τις φτιάχνουν οι άνθρωποι, κ.λ.π., ήταν πιο ρηξικέλευθος από εμάς ), έτοιμος για την κόντρα, αλλά και για την συνεννόηση, ανοιχτόμυαλος και πολύ ομιλητικός. Ένα άλλο πράγμα που με εντυπωσίασε ήταν η νεότητα του καινούργιου Καθηγητή Παθολογίας, αλλά και η ειδικότητα την οποία ασκούσε και δίδασκε, δηλαδή η Παθολογία.
Πίστευα πάντοτε ότι η Παθολογία είναι η κορωνίδα της Ιατρικής επιστήμης επειδή εμπεριέχει όλες τις προ-κλινικές ειδικότητες και όλες τις βασικές επιστήμες. Επίσης είχα στο νου μου τους καθηγητές ως ηλικιωμένους «σοφούς» – σχεδόν σαν μάγους, «παντογνώστες» και πολύ δεσποτικούς. Νόμιζα ότι αυτοί «γνωρίζουν τα πάντα».
Πρώτη φορά κατάλαβα ότι καθηγητής είναι αυτός που γνωρίζει και όχι αναγκαστικά ένας ηλικιωμένος «σοφός».
Μια ομάδα φοιτητών του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου φοιτητών Ιατρικής, συναντήσαμε πιο στενά τον Καθηγητή αργότερα, ο οποίος μας είπε ότι θα αναχωρήσει για την Αμερική για να παραδώσει στον αντικαταστάτη του στο τμήμα που διεύθυνε και να επιστρέψει για την καινούργια ακαδημαϊκή χρονιά οπότε και θα δίδασκε στο 3ο έτος σπουδών πως να παίρνουμε από τον ασθενή το ιατρικό ιστορικό και να εκτελούμε πλήρη και λεπτομερή κλινική εξέταση καθώς και να αντιληφθούμε τους μηχανισμούς γένεσης των νόσων. Στο 4ο έτος θα εκπαιδευόμαστε έτσι ώστε να αναγνωρίζουμε τις κλινικές εκδηλώσεις των νοσημάτων και πως να ξεχωρίζουμε την μια από την άλλη ( Ειδική Νοσολογία) και στο 6ο έτος σπουδών για ένα τρίμηνο θα εργαζόμαστε στην κλινική της παθολογίας υπό την εποπτεία ειδικευόμενου γιατρού και του επιμελητή αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο στη διάγνωση και τη θεραπεία των ασθενειών των νοσηλευμένων ασθενών.
Έχασα την πρώτη ώρα του εναρκτήριου μαθήματός του γιατί κοιμόμουν τρυφερά
στην αγκαλιά μιας γυναίκας. Εκμεταλλεύθηκα το διάλειμμα και μπήκα τη δεύτερη ώρα. Τι μάθημα ήταν αυτό! Γεμάτο αμεσότητα, καθαρότητα, ακρίβεια, γεμάτο εικόνες παθολογικών καταστάσεων που παρουσιάζονταν σε πολύ προσεκτικά επιλεγμένες διαφάνειες από κάποια Αμερικάνικη συλλογή εκπαιδευτικών διαφανειών. Παρουσίασε επίσης τη σχέση γιατρού/ασθενούς εστιάζοντας στις ψυχολογικές διεργασίες του βαρέως πάσχοντος ή του πάσχοντος από θανατηφόρο νόσο, και στις ψυχολογικές διεργασίες του γιατρού όταν αντιμετωπίζει ετοιμοθάνατο ασθενή, δύστροπο ασθενή, ασθενή προς τον/την οποίο/α αισθάνεται ερωτική έλξη, κ.λ.π. Κατάλαβα ότι έχω μπροστά μου έναν άνθρωπο που μιλάει με ενάργεια και καθαρότητα που θύμιζαν την καθαρότητα και τη φρεσκάδα των ιδεών της Αναγέννησης σε σύγκριση με τον μεσαίωνα. Αποφάσισα ότι αυτός ο άνθρωπος θα ήταν ο μέντοράς μου…
Ο έλεγχος των διδασκόντων από τους διδασκόμενους και η αξιολόγηση των διδασκόντων από τις πανεπιστημιακές αρχές, προσέκρουε και στο νομικό καθεστώς λειτουργίας των Πανεπιστημίων που ανέφερε ότι ο διδάσκων έχει πλήρη αυτονομία στην έρευνα και στη διδασκαλία. Ο κ. Μουτσόπουλος μας δίδαξε ότι ένα διπλό σύστημα ελέγχου δεν αντίκειται στην ελευθερία των διδασκόντων, είναι απλά ο «λογαριασμός» στο τέλος μιας ακαδημαϊκής θητείας ενός, ή δύο ετών οπότε γίνεται η αξιολόγηση των διδασκόντων. Επειδή κατανοούσε ότι αξιολόγηση δεν υπήρχε, προσπάθησε ο ίδιος να την εισάγει στην κλινική του-στον δικό του κήπο, όπου μπορούσε να έχει ένα λόγο παραπάνω. Δεν μπορούσε εν τούτοις να εισάγει την αξιολόγηση ως θεσμό ο Καθηγητής, επειδή νομικό προηγούμενο δεν υπήρχε, αλλά
τουλάχιστον την εισήγαγε έμμεσα, ως ένα σύστημα κανόνων και αξιών που όφειλαν όλοι να ακολουθούν, ανώτερο και κατώτερο προσωπικό, πανεπιστημιακοί και γιατροί του ΕΣΥ, καθώς και φοιτητές, τη δε εφαρμογή των κανόνων αυτών ήλεγχε ο ίδιος ως διευθυντής. Αυτό έδωσε τροφή για σχόλια και φήμες ότι ο Μουτσόπουλος είναιαυταρχικός, ότι είναι φασίστας, ότι είναι χουντικός και άλλα παρόμοια. Στην ουσία, ο Μουτσόπουλος ήταν ο πιο τρυφερός, καταδεκτικός, ευπροσήγορος και φιλελεύθερος άνθρωπος που είχα γνωρίσει. Ποτέ δεν μπορούσε να κρατήσει κακία. Σε μάλωνε σήμερα και το ξεχνούσε αύριο (ή μεθαύριο!!). Επίσης ο Μουτσόπουλος ήταν άνθρωπος «της πιάτσας», καταλάβαινε αμέσως το σφυγμό του απλού κόσμου και «απολογείτο» σε αυτόν τον κόσμο, όχι στους φοιτητές ή τους γιατρούς, ούτε στην πολιτική εξουσία. «Η κοινωνία μας κρίνει», συνήθιζε να λέει. «Εσείς οι αριστεροί ρε παιδιά που κόπτεσθε για τους φτωχούς, πώς θέλετε να νοσηλεύονται αυτοί οι άνθρωποι; με γιατρούς ημιμαθείς, με συνθήκες άθλιες, με εργαστηριακούς γιατρούς απρόθυμους να αναβαθμίσουν τις υπηρεσίες τους; Εμείς είμαστε εδώ για όλο τον κόσμο, αλλά οι πλούσιοι θα βρουν το δρόμο για μια ανθρώπινη νοσηλεία, οι φτωχοί όμως κρέμονται απάνω μας». Στο πλαίσιο αυτό άφηνε τεράστιες πρωτοβουλίες στους ειδικευόμενους να εισάγουν όποιο περιστατικό αυτοί έκριναν σαν επικίνδυνο για βαριά βλάβη της υγείας ή για θάνατο. Οι εισαγωγές δεν περνούσαν από την έγκριση επιμελητών. Οι επιμελητές έδιναν συμβουλευτική γνώμη στα εξωτερικά Ιατρεία και αποφασιστική γνώμη κατά τη νοσηλεία των ασθενών στην κλινική.
Ας δούμε τώρα ποιές ήταν οι αρχές λειτουργίας της κλινικής Μουτσόπουλου, στα δύο Νοσοκομεία των Ιωαννίνων όπου αυτή η κλινική αναπτύχθηκε και όπως αδρομερώς τις θυμάμαι: α) Το ωράριο εργασίας του προσωπικού είναι από 8.00 πμ μέχρι 4.00 μμ και παρατείνεται μέχρις ότου κάθε γιατρός παραδώσει τους ασθενείς του στους εφημερεύοντες, β) όλοι οι πανεπιστημιακοί γιατροί κάνουν έρευνα, για την οποία θα κριθούν και από την οποία θα εξαρτηθεί η εξέλιξή τους, γ) μια ώρα τη βδομάδα θα γίνεται βιβλιογραφική ενημέρωση όπου θα παρουσιάζονται από ειδικευόμενους άρθρα από την διεθνή βιβλιογραφία με έμφαση στα περιοδικά Annals of Internal Medicine, New England Journal of Medicine και Lancet, δ) μια ώρα την εβδομάδα θα γίνεται εκπαίδευση των ειδικευομένων στην ακτινοδιαγνωστική όπου σε κοινή συνεδρίαση των γιατρών του ακτινολογικού εργαστηρίου με τους γιατρούς της παθολογικής κλινικής θα συζητούνται οι ακτινογραφίες της εβδομάδας των ασθενών της κλινικής. Χαιρόσουν να απολαμβάνεις τη συζήτηση των δύο καθηγητών, του κ. Μουτσόπουλου και του αείμνηστου Παύλου Κατσιώτη, καθώς σχολίαζαν τα παθολογικά ευρήματα των ακτινογραφιών των ασθενών, όπως αυτά εκδηλώνονταν στην ακτινογραφική πλάκα με «σκιές και διαυγάσεις», όπως συνήθιζε να λέει ο Παύλος Κατσιώτης, ε) μια ώρα την εβδομάδα γινόταν συζήτηση περιστατικού από τα case records του περιοδικού New England Journal of Medicine. Την ώρα αυτή εμπεδώσαμε το πώς γράφεται ένα ιατρικό ιστορικό, ένα πληροφοριακό σημείωμα νοσηλείας ασθενούς, πώς συζητούνται τα προβλήματα ενός ιατρικού περιστατικού, αλλά μάθαμε επίσης πόσο προοδευμένη είναι η ιατρική διαγνωστική τεχνολογία σε πανεπιστημιακά νοσοκομεία των ΗΠΑ σε σχέση με αυτή που, διαθέταμε στο νοσοκομείο μας, στ) κάθε εκτοετής φοιτητής ήταν «σκιά» ενός ειδικευομένου βοηθού. Απαιτούνταν από εμάς να παίρνουμς λεπτομερές ιστορικό του ασθενούς, να εκτελούμε πλήρη κλινική εξέταση περιλαμβανομένης της δακτυλικής εξέτασης του ορθού και του κόλπου απλές επεμβατικές πράξεις όπως η τοποθέτηση φλεβοκαθετήρα, ουροκαθετήρα, ρινογαστρικού σωλήνα, και να μαθαίνουμε με τη μελέτη μας τις ενδείξεις και τις παρενέργειες των φαρμάκων. ζ) ο γιατρός όταν καλείται επειγόντως να βοηθήσει ασθενή στο χώρο του νοσοκομείου τρέχει χωρίς δεύτερη συζήτηση, όπου και αν βρίσκεται, όταν δε κληθεί από νοσηλευόμενο ασθενή και δεν πάει να ελέγξει ποιό είναι το πρόβλημα, ελέγχεται ο ίδιος, η) ο γιατρός δεν χρηματίζεται και αν κάτι τέτοιο συμβεί καταγγέλλεται στην διοίκηση και υφίσταται κυρώσεις, θ) οι ειδικευόμενοι που εφημέρευαν θα δίνουν κάθε μέρα πρωινή αναφορά στον καθηγητή για τα συμβάντα της εφημερίας, ι) κάθε γιατρός θα λαμβάνει κανονικά – κατά προτίμηση σε ενιαίο και αδιαίρετο χρονικό διάστημα – την καλοκαιρινή του άδεια, ακόμη δε και οι νεότεροι γιατροί είτε επιτρέπεται από το δημοσιοϋπαλληλικό κώδικά είτε όχι, θα λαμβάνουν τουλάχιστον 15 μέρες άδεια καλοκαιρινών διακοπών.
Γιατί τα αναφέρω όλα αυτά; Θέλω να γράψω την ιστορία της Παθολογικής κλινικής και του Καθηγητή Χ. Μ. Μουτσόπουλου τόσο για να δείξω πώς χτίζεται ένα ακαδημαϊκό ίδρυμα, όσο και για να θυμούνται οι νεότεροι ότι ένας σημαντικός άνθρωπος πέρασε από αυτό το Πανεπιστήμιο. Επίσης δεν θέλω να παρουσιάσω στεγνά τον Χ. Μουτσόπουλο, με ένα επιπεδωμένο συναίσθημα, και ένα ύφος καθωσπρεπισμού επειδή δεν αισθάνομαι έτσι όταν μιλάω για το δάσκαλό μου, αλλά και επειδή θέλω να τον παρουσιάσω μέσα στην γενικότερη συγκυρία στην οποία έδρασε. Μπορεί πολλοί να νομίζουν ότι τα όσα ανέφερα είναι ήδη απλές πρακτικές σε πολλές κλινικές δημοσίων νοσοκομείων, (αν και δεν το νομίζω), αλλά το ότι εκεί επιχειρήθηκαν για πρώτη φορά όλα αυτά τα μέτρα που άλλαξαν την πορεία και την ιστορία της κλινικής είναι γεγονός και οφείλεται μόνο σε αυτόν.
Με το χρόνο ο Χ. Μουτσόπουλος δημιούργησε μια κυψέλη νέων γιατρών που εργάζονταν ευσυνείδητα, με ζήλο και πάθος επειδή πίστευαν ότι χτίζουν μια καινούργια και υψηλής ποιότητας μονάδα παροχής ιατρικών υπηρεσιών και την θεωρούσαν κάτι σαν κτήμα τους. Είδα για πρώτη φορά εργαζόμενους υπερήφανους για τις υπηρεσίες που προσέφεραν.
Του Παναγιώτη Γ. Βλαχογιαννόπουλου