Το 1981, πριν μπούμε στην ΕΟΚ, το κατά κεφαλή Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της Ελλάδας ήταν λίγο παραπάνω από αυτό της Ιρλανδίας και της Ισπανίας και πολύ πιο πάνω από αυτό της Πορτογαλίας. Σήμερα, και οι τρεις αυτές χώρες έχουν υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ελλάδα.
Το 1990, μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού παραδείσου, το ΑΕΠ της Τσεχίας, Σλοβακίας, Λιθουανίας, Εσθονίας κ.λπ., ήταν περίπου το μισό της Ελλάδας. Σήμερα, μετά από τριάντα χρόνια, μας ξεπέρασαν.
Επομένως, ας αφήσουν τα παραμύθια όσοι υποστηρίζουν ότι μετά το 1981 η Ελλάδα αναπτύχθηκε. Η αλήθεια, σχηματικά, είναι η εξής: Την τριακονταετία 1981-2010 η Ελλάδα είχε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Επιπλέον, καταχρεώθηκε, παρόλο που εισέρευσαν δισεκατομμύρια ευρώ από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ασφαλώς ζήσαμε πλούσια, αλλά ζήσαμε με δανεικά, γι’ αυτό και χρεωκοπήσαμε.
Όσον αφορά την εισροή κονδυλίων από την Ε.Ε. είμαστε από τις πιο ευνοημένες χώρες. Κι’ όμως, η χώρα μας συγκριτικά τα πήγε χειρότερα από τις άλλες χώρες.
Για τα χρήματα από την Ε.Ε., κάποιοι λένε: Γιατί μας δώσανε τα χρήματα οι Ευρωπαίοι, μας αγαπάνε; Η απάντηση βρίσκεται στην αρχή της αλληλεγγύης που διέπει την Ε.Ε., σύμφωνα με την οποία: Οι χώρες που έχουν κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάτω του Ευρωπαϊκού Μέσου Όρου εισπράττουν περισσότερα, ενώ οι χώρες που έχουν πάνω του Ευρωπαϊκού Μέσου Όρου πληρώνουν περισσότερα.
Αν η χώρα μας δεν εφάρμοσε αναπτυξιακές πολιτικές ή αν δεν αξιοποίησε τα χρήματα που πήρε από την Ε.Ε., φταίμε εμείς. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, επίσης, κάποιοι συνεχίζουν να διαμαρτύρονται λέγοντας: Γιατί η Ε.Ε. δεν έκανε έλεγχο για τα χρήματα που μας έδινε; Πρώτα-πρώτα, η Ε.Ε. έχει Ελεγκτικό Συνέδριο που ελέγχει τις δαπάνες σε όλα τα κράτη-μέλη. Δεύτερον, η ευθύνη είναι αποκλειστικά της Ελληνικής Πολιτείας. Όμως, συνήθως, οι υπεύθυνοι δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους.
Εν προκειμένω, ο μεγάλος Έλληνας στοχαστής Κορνήλιος Καστοριάδης επισημαίνει: «Αν ο Ελληνικός λαός είναι ανώριμος/ανίκανος ας πάρει κηδεμόνα. Εγώ πιστεύω ότι ο Ελληνικός λαός- όπως και κάθε λαός- είναι ικανός και άρα υπεύθυνος για την πορεία του».
Την τριακονταετία 1981-2010 έκανε κουμάντο η περιλάλητη γενιά του Πολυτεχνείου, η οποία καλοπέρασε όσο καμία άλλη στη νεοελληνική μας ιστορία. Ασυνείδητα και ανήθικα καταχρέωσε τις επόμενες γενιές με δυσβάσταχτο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος. Έτρωγε, έπινε και σπαταλούσε ασύστολα παίρνοντας καταναλωτικά δάνεια, διακοποδάνεια κτλ., χωρίς να σκέφτεται τις επόμενες γενιές.
Δυστυχώς, η καταναλωτική σπατάλη και η καταναλωτική αποχαύνωση συνεχίζεται από αρκετούς, παρά τη χρεωκοπία μας. Ακόμα και σήμερα, αρκετοί αγοράζουν και πετάνε τρόφιμα και άλλα προϊόντα. Αρκετοί, όταν πηγαίνουν στο ταβερνείο ή σε γάμους παραγγέλνουν ασύστολα και τα «μισά» τα αφήνουν στο τραπέζι.
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, οι Έλληνες κατέχουν την τρίτη θέση παγκοσμίως στη σπατάλη τροφίμων. Κάθε κάτοικος κατά μέσο όρο σπαταλάει εκατόν πενήντα κιλά κάθε χρόνο, αξίας χιλίων πεντακοσίων ευρώ περίπου. Κι’ αυτό συμβαίνει, όταν το 13% του πληθυσμού πεινάει.
Το ζήτημα είναι κοινωνικό- οικονομικό- περιβαλλοντικό και γεννάει πολλά ερωτήματα. Είναι βέβαιον ότι κάποιοι από αυτούς που σπαταλούν τρόφιμα, διαμαρτύρονται και παραπονούνται ότι δεν τους φτάνουν τα χρήματα, περνούν φτωχικά και ζητούν βοήθεια από το κράτος.
Γιατί έχουμε αυτές τις παράλογες συμπεριφορές; Ποια κενά και αδιέξοδα θέλουμε να καλύψουμε; Ποιες ψυχολογικές ανάγκες επιδιώκουμε να ικανοποιήσουμε; Μήπως η κατανάλωση μεγαλώνει τα αδιέξοδα και τα ψυχολογικά κενά; Μήπως δημιουργεί προσωπικό αδιέξοδο και ένα διαρκές ανικανοποίητο; Μήπως η κατανάλωση είναι μια φυγή από την πραγματικότητα;
Σε κάθε περίπτωση, η καταναλωτική μανία και αποχαύνωση δεν αποτελεί λύση. Αντίθετα, μεγεθύνει το πρόβλημα. Μήπως χρειάζεται να ξαναβρούμε έννοιες και αξίες που ξεχάσαμε, όπως: οικονομία, αποταμίευση, επένδυση, μέτρο; Μήπως χρειάζεται να θυμόμαστε ότι «η οικονομία είναι αρετή»;
Ο καταναλωτισμός δεν αποτελεί λύση στα προσωπικά μας προβλήματα και στις προσωπικές μας σχέσεις. Η λύση βρίσκεται στη σχέση με το σύντροφό μας και στις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους.
Γράφει ο Παύλος Μάραντος*
*Ο Παύλος Μάραντος είναι Έλληνας και Ευρωπαίος πολίτης
marantosp@gmail.com