«H πιο δύσκολη στιγμή της καριέρας μου ήταν όταν ζήτησα τόσο πολλά από τους Ελληνες», είπε η Γερμανίδα καγκελάριος σε μία από τις πρόσφατες απολογιστικές συνεντεύξεις της. Και η αλήθεια είναι ότι στη 16χρονη θητεία της δεν υπήρξε άλλη χώρα –πέρα από τη Γερμανία– που να την απασχόλησε περισσότερο όσο η δική μας, καμία άλλη που να γνώριζε τις συστημικές της αδυναμίες σε τέτοιο βάθος και καμία άλλη χώρα που να επικοινώνησε τόσο πολύ με σειρά από πρωθυπουργούς όπως έκανε με τους Ελληνες κατά τη διάρκεια των ετών του μνημονίου.
Οι δύο Ελληνες πρωθυπουργοί που είχαν την πιο έντονη σχέση με τη Γερμανίδα καγκελάριο ήταν ο Αντώνης Σαμαράς και ο Αλέξης Τσίπρας.
Τον Αύγουστο του 2012
Η πρώτη συνάντηση με τον Αντώνη Σαμαρά στην καγκελαρία, στις 24 Αυγούστου του 2012, ήταν ιδιαίτερα αμήχανη. Ο τότε Ελληνας πρωθυπουργός όχι μόνον εκπροσωπούσε μια χώρα που βρισκόταν δυόμισι χρόνια σε μνημόνιο –το οποίο σύμφωνα με τους υπολογισμούς της είχε μια λίστα από ανολοκλήρωτες μεταρρυθμίσεις– αλλά ο Σαμαράς, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είχε καταψηφίσει το μνημόνιο και είχε εκλεγεί με λάβαρο την επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου. Το στρωμένο κόκκινο χαλί έξω από την καγκελαρία και η υποδοχή από την μπάντα υπό τους ήχους του εθνικού ύμνου δεν σήμαιναν ότι η συζήτηση ανάμεσα στους δύο ηγέτες θα ήταν εύκολη.
Το προηγούμενο βράδυ, στο Hilton του Βερολίνου, ο Σαμαράς ήταν πολύ αγχωμένος και μαζί με τους συνεργάτες του έφτιαχνε για ώρες τα talking points του. Η ελληνική γραμμή θα κινούνταν ως εξής: Δείξε μας εμπιστοσύνη, θα μειώσουμε το έλλειμμα με μια σειρά μέτρων επειδή το θέλουμε εμείς. όχι επειδή μας τα ζητάτε εσείς.
Η Μέρκελ κατά τη διάρκεια της συνάντησης θέλησε να μιλήσει στον Ελληνα πρωθυπουργό κατ’ ιδίαν, χωρίς συμβούλους και υπουργούς. Αυτή η 45λεπτη συζήτηση –όπως αποκάλυψε χρόνια αργότερα ο κ. Σαμαράς, σε συνέντευξή του σε τηλεοπτική εκπομπή του ΣΚΑΪ– ίσως ήταν και η πιο σημαντική που έκανε από όλους τους Ελληνες πρωθυπουργούς. Εκεί αφού βρέθηκαν οι δύο τους με πίνακες και διαφάνειες με τους δείκτες της ελληνικής οικονομίας, σημάδι ότι η Γερμανίδα καγκελάριος είχε πλήρη γνώση των δυσκολιών της οικονομίας της χώρας, του είπε: «Θέλω να σου πω κάτι το οποίο θέλω να το ξέρεις από τώρα: το ταξίδι που έχεις να κάνεις είναι πολύ δύσκολο, εάν θέλεις να βγει η Ελλάδα από το ευρώ, τότε να ξέρεις ότι εμείς έχουμε ένα δεύτερο πλάνο να σας βοηθήσουμε για ένα διάστημα». Σύμφωνα με την εξιστόρηση του κ. Σαμαρά, πριν προλάβει να τελειώσει η κ. Μέρκελ, τη διέκοψε λέγοντας «αυτή την κουβέντα δεν την κάνουμε, δεν υπάρχει, δεν το δέχομαι, δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να δεχτώ να βγει η Ελλάδα από το ευρώ, ξέχασέ το».
Η πρόταση της Μέρκελ σε εκείνη τη φάση δεν ήταν εκτός πραγματικότητας. Η χώρα το καλοκαίρι του 2012, παρότι βρισκόταν ήδη δύο χρόνια σε μνημόνιο, είχε ακόμη έλλειμμα περίπου τριπλό από το ευρωπαϊκό όριο, ενώ το χρέος της βρισκόταν κοντά στο 156% του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση είχε καταφέρει να σχηματιστεί ύστερα από διπλές εκλογές και μόνο με τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ και του αριστερού κόμματος ΔΗΜΑΡ. Συγχρόνως η Ευρώπη δεν ήταν ακόμη θωρακισμένη. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης δεν είχε ακόμη ιδρυθεί, η τραπεζική ένωση φάνταζε μακρινό όνειρο, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία βρίσκονταν ήδη σε μνημόνιο, ενώ η Ισπανία θα έμπαινε και αυτή σε πρόγραμμα εκείνο τον Ιούλιο. Η Ευρωζώνη ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη σε οποιαδήποτε πολιτική εξέλιξη στην Ελλάδα.
Μερικοί από τους οικονομικούς σύμβουλους της Μέρκελ υποστήριζαν ότι η Ελλάδα πρέπει να αποχωρήσει από το ευρώ, τουλάχιστον προσωρινά. Θα ήταν καλύτερο και για την ίδια αλλά και για την Ευρωζώνη, υποστήριζαν. Συγχρόνως, οι θεσμοί εκείνη την εποχή προετοιμάζονταν πυρετωδώς για την εκπόνηση ενός Σχεδίου Β, το οποίο θα έθεταν σε λειτουργία σε περίπτωση που η Ελλάδα έβγαινε από το ευρώ.
Σύμφωνα με μια απόρρητη ανάλυση των θεσμών με ημερομηνία 9 Οκτωβρίου 2012, το κόστος που θα είχε το Grexit στην Ευρωζώνη ανερχόταν στο αστρονομικό ποσό των 745 δισεκατομμυρίων ευρώ, περίπου 7% του ΑΕΠ της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη: της Ευρωζώνης.
Μπορεί ο κ. Σαμαράς να μην είχε υπόψιν τα παραπάνω σχέδια, αλλά γνώριζε ότι είχε μία μοναδική ευκαιρία για να αποδείξει ότι θα είναι ο πρωθυπουργός που θα πάρει τα επώδυνα μέτρα που χρειαζόταν για να ορθοποδήσει η ελληνική οικονομία.
Μαζί με τους συνεργάτες του στήνουν στη μεγάλη αίθουσα συνεδριάσεων του Μεγάρου Μαξίμου έναν πίνακα με όλες τις δράσεις που έπρεπε να γίνουν μέσα σε λιγότερο από τρεις μήνες για να πάρει η Ελλάδα την επόμενη δόση. Ο Σταύρος Παπασταύρου αναλαμβάνει το βάρος της παρακολούθησης όλων αυτών των μεταρρυθμίσεων που δεν είχαν ολοκληρωθεί από το πρώτο Μνημόνιο μέχρι εκείνη την ημέρα και τον συντονισμό των υπουργείων.
Σε στενή συνεργασία με τον Γιάννη Στουρνάρα και την ομάδα του καταφέρνουν στο Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012 η Ελλάδα να παρουσιάσει για πρώτη φορά όλες τις ανολοκλήρωτες δράσεις των τελευταίων ετών με την ένδειξη «ολοκληρωμένες» και από εκεί αρχίζει να αλλάζει το κλίμα ως προς την μεταρρυθμιστική δυνατότητα της χώρας και την αποτελεσματικότητα της τότε κυβέρνησης.
Τον Σεπτέμβριο του 2014
Δύο χρόνια αργότερα, η επόμενη επίσκεψη του Σαμαρά στην καγκελαρία, στις 23 Σεπτεμβρίου του 2014, ήταν πολύ διαφορετική. Επειτα από αρκετές μεταρρυθμίσεις και πολύ επώδυνες περικοπές, εκείνο τον Σεπτέμβριο, η Ελλάδα βρισκόταν στην καλύτερη οικονομική κατάσταση από την αρχή της κρίσης. Πέντε μήνες νωρίτερα, στις 10 Απριλίου 2014, είχε βγει στις διεθνείς αγορές για πρώτη φορά από το 2009, ενώ η χώρα είχε επιτύχει και πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό ήταν απροσδόκητο για τους πιστωτές της και αποδείκνυε την τεράστια δημοσιονομική εξυγίανση που είχε επιτευχθεί. Εκείνο τον Απρίλιο, η ελληνική κυβέρνηση είχε επίσης μόλις ολοκληρώσει μια δύσκολη αξιολόγηση, ενώ στο τέλος του χρόνου πέτυχε για πρώτη φορά ανάπτυξη από την αρχή της κρίσης.
Τα πράγματα φαίνονταν το ίδιο αισιόδοξα και για το 2015, για το οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεπε ανάπτυξη ύψους 2,9%.
Η εμπιστοσύνη
Τα θετικά νούμερα της οικονομίας ωστόσο δεν τα είχαν ακόμη νιώσει οι Ελληνες πολίτες, με αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές τον προηγούμενο Ιούνιο ο Αντ. Σαμαράς να χάσει. Χρειαζόταν την εμπιστοσύνη της καγκελαρίου ότι η χώρα δεν χρειαζόταν νέα δάνεια και ήταν έτοιμη να σταθεί στα πόδια της. Τα νούμερα, σύμφωνα με τις αναλύσεις των συνεργατών του, έδειχναν ότι το πρόγραμμα του ΔΝΤ μπορούσε να λήξει νωρίτερα, απτή απόδειξη του ότι η χώρα ξέφευγε από τα δεσμά των δανειστών.
«Πριν από δύο χρόνια, σου ζήτησα να μου δείξεις εμπιστοσύνη και να μου επιτρέψεις να σου αποδείξω ότι διαφέρω από τους προηγούμενους», είπε στη Γερμανίδα καγκελάριο, θυμίζοντάς της την πρώτη τους, δύσκολη, συνάντηση στα τέλη Αυγούστου του 2012 στο ίδιο γραφείο. «Απέδειξα ότι διαφέρω και ακολούθησα τον σωστό δρόμο», πρόσθεσε. «Σήμερα σου ζητώ να διερευνήσεις τη δυνατότητα να τερματιστεί το πρόγραμμα του ΔΝΤ νωρίτερα, μαζί με το ευρωπαϊκό, στο τέλος του έτους».
Η καγκελάριος συνεχάρη τον Σαμαρά και την ομάδα του για τα επιτεύγματά τους, αλλά δεν φαινόταν να πείθεται. Αρχισε να απαριθμεί τους παράγοντες που θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν την εύθραυστη ακόμη ελληνική οικονομία: «Υπάρχει η Ουκρανία, η Μέση Ανατολή και ένα σωρό πράγματα που δεν μπορείτε να ελέγξετε: Είστε πραγματικά πεπεισμένοι πως μπορείτε να τελειώσετε το πρόγραμμα χωρίς κάποια υποστήριξη και να βγείτε μόνοι σας στις αγορές χωρίς καμία εγγύηση;».
«Χρειάζομαι κάποια ευελιξία. Θα κάνω την κρίσιμη μάζα των μεταρρυθμίσεων, αλλά δεν μπορώ να τις ολοκληρώσω όλες τώρα. Είναι υπερβολικά φιλόδοξος αυτός ο στόχος», της είπε. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε να ακούσει η Μέρκελ. Συχνά έλεγε αναφερόμενη στην Ελλάδα: «Αν λες ότι θα κάνεις κάτι, κάν’ το». Τόνισε στον Σαμαρά ότι είχε ξοδέψει ήδη μεγάλο μέρος του πολιτικού κεφαλαίου της για τη χώρα του, όχι μόνο με τους ψηφοφόρους της αλλά και μέσα στο κόμμα της. Ο ίδιος όμως συνέχισε λέγοντας ότι ειδικά οι μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό θα μπορούσαν να φέρουν απρόβλεπτες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα. Επίσης της ανέφερε ως κίνδυνο την πιθανή εκλογή του Αλέξη Τσίπρα εάν δεν τον βοηθούσε και τις συνέπειες που κάτι τέτοιο θα είχε στην Ευρωζώνη.
Η αξιολόγηση
Για το Βερολίνο ήταν πάντως απολύτως σαφές ότι οποιαδήποτε αλλαγή στο υπάρχον πλαίσιο θα μπορούσε να γίνει μόνο μετά την ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης. Παρόλο που αυτό δεν αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια της συνάντησης, η Γερμανία δεν συζητούσε καν το ενδεχόμενο να αποχωρήσει το ΔΝΤ από το πρόγραμμα. Οχι μόνο γιατί η συμμετοχή και η αυστηρότητα του Ταμείου ήταν σημαντικός παράγοντας πειθούς εντός της γερμανικής Βουλής, αλλά κι επειδή η ίδια η Μέρκελ δεν ήθελε να ανακοινώνει όποιες πικρές αλήθειες στους Ελληνες – μια πρακτική που θα εφάρμοζε και με την επόμενη κυβέρνηση. Η ίδια είχε πει στο παρελθόν: «Μισώ τους τσακωμούς. Προτιμώ τη συνεργασία και όχι τη σύγκρουση». Και όντως, μιλώντας κατά την ετήσια σύνοδο του ΔΝΤ εκείνο τον Οκτώβριο, η Κριστίν Λαγκάρντ ήταν τελικά που είπε αυτά που δεν μπόρεσε να πει η Μέρκελ ότι θα ήταν καλύτερα για την Ελλάδα εάν μετά τη λήξη του προγράμματος υπήρχε προληπτική γραμμή στήριξης, σηματοδοτώντας και το τέλος της θητείας Σαμαρά.
Ελένη Βαρβιτσιώτη / Η Καθημερινή